Η συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν με φόντο το Ουκρανικό και την ακροβασία της Άγκυρας ανάμεσα σε ΝΑΤΟ και Μόσχα
Πολλά ερωτήµατα γεννά το αιφνίδιο ενδιαφέρον της Κίνας για ελληνοτουρκικό «διάλογο» και «σταθερότητα» σε Ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο
Η διπλωµατία της Άγκυρας έχει να διαχειρισθεί ένα βαρύ φορτίο, καθώς είναι υποχρεωµένη να κινείται ως «επιτήδειος ουδέτερος» παράγων στα πεδία της σφοδρής σύγκρουσης του ΝΑΤΟ µε τη Ρωσία. Μέλος της Συµµαχίας, η Τουρκία κρατάει αποστάσεις και από αποφάσεις της ∆ύσης που πλήττουν τη Μόσχα, πράγµα που καθιστά πολύ δύσκολη την τουρκική ακροβασία.
Το γεγονός ότι ο Ταγίπ Ερντογάν έχει καταφέρει να γίνει κατά κάποιον τρόπο ένας δευτερεύων «παίκτης» σε αυτή την ιστορία σε ρόλο διπλωµατικού διαµεσολαβητή µεταξύ Ρώσων και Ουκρανών τού έδωσε έναν «αέρα». Και εµφανίζει «λογική» και αιτιολογηµένη την πρόσκλησή του προς τον Ελληνα πρωθυπουργό για συνάντησή τους στην Αγκυρα, µε δεδοµένα όχι µόνο τα διµερή, αλλά και τα ανοικτά διεθνή προβλήµατα που αγγίζουν τη «γειτονιά» µας. Η σημερινή συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη ξεπερνά το πλαίσιο των αυστηρά διµερών ελληνοτουρκικών υποθέσεων.
Ο σύνθετος χαρακτήρας των διεθνών υποθέσεων που γέννησε η στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία καθιστά τούτη την ώρα εξαιρετικά «προσεκτική» την εξωτερική πολιτική της Αθήνας.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν παρακολουθεί σήµερα µόνο τις πολιτικές της Τουρκίας που αφορούν την Ελλάδα. Η ελληνική διπλωµατία παρακολουθεί τα ζητήµατα που αφορούν «τρύπες» στα ∆υτικά Βαλκάνια, όπου η Μόσχα διατηρεί κάποιους ανοικτούς διαδρόµους «επιρροής», και παρακολουθεί τις «προσεκτικές» κινήσεις της Βουλγαρίας στο Ουκρανικό, τις εξελίξεις στη Μαύρη Θάλασσα και την πολιτική της Άγκυρας στα Στενά.
∆ίπλα σε αυτά, η Αθήνα διατηρεί πάντοτε έντονη την προσοχή της στην υψηλού ενεργειακού ενδιαφέροντος Ανατολική Μεσόγειο και στις συµµαχίες της µε Αίγυπτο και Ισραήλ και, βεβαίως, τα τουρκικά τεχνάσµατα της «γαλάζιας πατρίδας».
Χαρακτηριστικό γεγονός της διεύρυνσης του διεθνούς ενδιαφέροντος για τη «σταθερότητα» στην Ανατολική Μεσόγειο ήταν η για πρώτη φορά επίσηµη «παρέµβαση» της διπλωµατίας της Κίνας σε αυτή την περιοχή: Το υπουργείο Εξωτερικών του Πεκίνου διατύπωσε άποψη για τις ελληνοτουρκικές υποθέσεις, δηλώνοντας ότι «πρέπει να αποφεύγονται ενέργειες που θα κλιµάκωναν την ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο» και αναφέροντας την ανάγκη ελληνοτουρκικού «διαλόγου» για τα νησιά του Αιγαίου «µε σεβασµό της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας κάθε χώρας».
Η εξέλιξη αυτή έδειξε στην Αθήνα πόσο πολυσύνθετο γίνεται πλέον το «µεγάλο παιχνίδι» των ισχυρών χωρών, που ανατάσσουν σήµερα τις δυνάµεις τους µετά την πολεµική «κίνηση» της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη σύγκρουσή της µε τη ∆ύση. ∆ιπλωµατικοί παράγοντες αναφέρουν πως η Αθήνα προβληµατίζεται τώρα στην προοπτική να εµφανιστεί το Πεκίνο ως προσφερόµενος «διαµεσολαβητής» στα ελληνοτουρκικά ζητήµατα. Αυτό µπορεί να το έβλεπε ευνοϊκά η Τουρκία, αλλά βέβαιο είναι ότι και οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν θα το «άφηναν» να εξελιχθεί.
Και σωστά η Αθήνα αγνόησε προ ηµερών τις επιθετικές δηλώσεις του εκπροσώπου του κυβερνώντος κόµµατος, κ. Οµέρ Τσελίκ. Ετσι κι αλλιώς, η ελληνική ηγεσία δεν πιστεύει πως η Άγκυρα θα εγκαταλείψει αυτή την ώρα τους στρατηγικούς στόχους της έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, άσχετα από το ότι η σηµερινή διεθνής συγκυρία και η ετοιµότητα των ελληνικών δυνάµεων δεν της επιτρέπουν να µετατρέψει τους στόχους της σε πράξη. Ένα προσωρινώς «ήρεµο κλίµα» θα ήταν το περισσότερο που θα πετύχαινε το ηγετικό τετ-α-τετ στην Κωνσταντινούπολη. Όσο για τα «άκρως απόρρητα» της συνάντησης, αυτά θα φανούν σε επόµενη φάση. Πάντως, το «ενωµένο» σήµερα ΝΑΤΟ το τελευταίο που θα ήθελε θα ήταν να εµπλακούν σε πολεµική περιπέτεια δύο µέλη του - έστω κι αν η Τουρκία σταδιακά αποµακρύνεται από τη ∆ύση.
Το γεγονός ότι ο Ταγίπ Ερντογάν έχει καταφέρει να γίνει κατά κάποιον τρόπο ένας δευτερεύων «παίκτης» σε αυτή την ιστορία σε ρόλο διπλωµατικού διαµεσολαβητή µεταξύ Ρώσων και Ουκρανών τού έδωσε έναν «αέρα». Και εµφανίζει «λογική» και αιτιολογηµένη την πρόσκλησή του προς τον Ελληνα πρωθυπουργό για συνάντησή τους στην Αγκυρα, µε δεδοµένα όχι µόνο τα διµερή, αλλά και τα ανοικτά διεθνή προβλήµατα που αγγίζουν τη «γειτονιά» µας. Η σημερινή συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη ξεπερνά το πλαίσιο των αυστηρά διµερών ελληνοτουρκικών υποθέσεων.
Ο σύνθετος χαρακτήρας των διεθνών υποθέσεων που γέννησε η στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία καθιστά τούτη την ώρα εξαιρετικά «προσεκτική» την εξωτερική πολιτική της Αθήνας.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν παρακολουθεί σήµερα µόνο τις πολιτικές της Τουρκίας που αφορούν την Ελλάδα. Η ελληνική διπλωµατία παρακολουθεί τα ζητήµατα που αφορούν «τρύπες» στα ∆υτικά Βαλκάνια, όπου η Μόσχα διατηρεί κάποιους ανοικτούς διαδρόµους «επιρροής», και παρακολουθεί τις «προσεκτικές» κινήσεις της Βουλγαρίας στο Ουκρανικό, τις εξελίξεις στη Μαύρη Θάλασσα και την πολιτική της Άγκυρας στα Στενά.
∆ίπλα σε αυτά, η Αθήνα διατηρεί πάντοτε έντονη την προσοχή της στην υψηλού ενεργειακού ενδιαφέροντος Ανατολική Μεσόγειο και στις συµµαχίες της µε Αίγυπτο και Ισραήλ και, βεβαίως, τα τουρκικά τεχνάσµατα της «γαλάζιας πατρίδας».
Χαρακτηριστικό γεγονός της διεύρυνσης του διεθνούς ενδιαφέροντος για τη «σταθερότητα» στην Ανατολική Μεσόγειο ήταν η για πρώτη φορά επίσηµη «παρέµβαση» της διπλωµατίας της Κίνας σε αυτή την περιοχή: Το υπουργείο Εξωτερικών του Πεκίνου διατύπωσε άποψη για τις ελληνοτουρκικές υποθέσεις, δηλώνοντας ότι «πρέπει να αποφεύγονται ενέργειες που θα κλιµάκωναν την ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο» και αναφέροντας την ανάγκη ελληνοτουρκικού «διαλόγου» για τα νησιά του Αιγαίου «µε σεβασµό της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας κάθε χώρας».
Η εξέλιξη αυτή έδειξε στην Αθήνα πόσο πολυσύνθετο γίνεται πλέον το «µεγάλο παιχνίδι» των ισχυρών χωρών, που ανατάσσουν σήµερα τις δυνάµεις τους µετά την πολεµική «κίνηση» της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη σύγκρουσή της µε τη ∆ύση. ∆ιπλωµατικοί παράγοντες αναφέρουν πως η Αθήνα προβληµατίζεται τώρα στην προοπτική να εµφανιστεί το Πεκίνο ως προσφερόµενος «διαµεσολαβητής» στα ελληνοτουρκικά ζητήµατα. Αυτό µπορεί να το έβλεπε ευνοϊκά η Τουρκία, αλλά βέβαιο είναι ότι και οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν θα το «άφηναν» να εξελιχθεί.
Καθαρή θέση
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, που έχει πάρει καθαρή θέση στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. για το Ουκρανικό και τη Ρωσία, δεν είχε λόγο να αρνηθεί την πρόσκληση του προέδρου Ερντογάν - που, άλλωστε, δεν έγινε χωρίς προηγούµενη συνεννόηση µε την Αγκυρα στα διπλωµατικά παρασκήνια, ούτε χωρίς «ενηµέρωση» της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, διαβεβαιώνουν οι ίδιες πηγές. Οσο κι αν η Αγκυρα προσπαθεί να προβληθεί ως διεθνώς «αναβαθµισµένη» δύναµη µε δυνατότητα παρεµβατικού λόγου στο Ουκρανικό, είναι παραλλήλως υποχρεωµένη να υπολογίσει κάτι εξαιρετικά σηµαντικό , όταν συζητά µε την Αθήνα και µε τη Λευκωσία: Ο «αναθεωρητισµός» της Τουρκίας βρίσκεται πλέον σε απόλυτη αντίθεση µε Αµερικανούς, Ευρωπαίους και µε τη διεθνή έννοµη τάξη. Και ειδικότερα στο ΝΑΤΟ, ο «αναθεωρητισµός» έχει καταδικαστεί χωρίς «αστερίσκους». Ο Ερντογάν δεν µπορεί πλέον να ζητά «διορθώσεις αδικιών» της Ιστορίας και να επιζητεί «ζωτικούς χώρους», να αµφισβητεί διεθνείς συνθήκες, το ∆ιεθνές ∆ίκαιο της θάλασσας και κυριαρχία εδαφών της Ελλάδας.Και σωστά η Αθήνα αγνόησε προ ηµερών τις επιθετικές δηλώσεις του εκπροσώπου του κυβερνώντος κόµµατος, κ. Οµέρ Τσελίκ. Ετσι κι αλλιώς, η ελληνική ηγεσία δεν πιστεύει πως η Άγκυρα θα εγκαταλείψει αυτή την ώρα τους στρατηγικούς στόχους της έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, άσχετα από το ότι η σηµερινή διεθνής συγκυρία και η ετοιµότητα των ελληνικών δυνάµεων δεν της επιτρέπουν να µετατρέψει τους στόχους της σε πράξη. Ένα προσωρινώς «ήρεµο κλίµα» θα ήταν το περισσότερο που θα πετύχαινε το ηγετικό τετ-α-τετ στην Κωνσταντινούπολη. Όσο για τα «άκρως απόρρητα» της συνάντησης, αυτά θα φανούν σε επόµενη φάση. Πάντως, το «ενωµένο» σήµερα ΝΑΤΟ το τελευταίο που θα ήθελε θα ήταν να εµπλακούν σε πολεµική περιπέτεια δύο µέλη του - έστω κι αν η Τουρκία σταδιακά αποµακρύνεται από τη ∆ύση.