Οι αιτίες που κρατούν ανοιχτή την ψαλίδα ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ: Τι αποκαλύπτουν τα γκάλοπ και γιατί οι κρίσεις δεν μειώνουν τη διαφορά
Η συσπείρωση των πολιτών γύρω από την κυβέρνηση και η αγωνία για την Ενέργεια
Μπορεί η κυβέρνηση να καλείται να διαχειριστεί µετά την πανδηµία ακόµα ένα κρίσιµο µέτωπο µέσα σε διάστηµα λίγων µηνών, αυτή τη φορά µάλιστα αµιγώς οικονοµικού χαρακτήρα και εν µέσω των εξαιρετικά δυσµενών συνθηκών που διαµορφώνει ο πόλεµος στην Ουκρανία, ωστόσο οι τελευταίες δηµοσκοπήσεις καταδεικνύουν ότι, παρά τους αναµενόµενους κλυδωνισµούς, η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη παραµένει αδιαµφισβήτητη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σύνολο των δηµοσκοπήσεων που ακολούθησαν τη ρωσική εισβολή φαίνεται να καταγράφεται µια συσπείρωση των πολιτών γύρω από τους κυβερνητικούς χειρισµούς τόσο έναντι της ξεκάθαρης στήριξης του ουκρανικού λαού (και κατά συνέπεια της καταδίκης των πολεµικών επιχειρήσεων του Βλαντιµίρ Πούτιν) όσο και των πρωτοβουλιών για την αντιµετώπιση της πρωτοφανούς ενεργειακής κρίσης. Μέσα σε αυτό το κλίµα, η ψαλίδα της διαφοράς µεταξύ Ν.∆. και ΣΥΡΙΖΑ ανοίγει, µε τον πρωθυπουργό να εξακολουθεί να απολαµβάνει χαώδους διαφοράς σε όλους τους δείκτες σύγκρισης µε τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος πια βρίσκεται, πέραν του πρωθυπουργού, πιο πίσω και από τον πρόεδρο του ΚΙΝ.ΑΛ., Νίκο Ανδρουλάκη. Αν και οι διαφοροποιήσεις µεταξύ των δύο πρώτων κοµµάτων είναι οριακά υπέρ της Ν.∆., είναι σαφές ότι το στοιχείο αυτό στη συγκεκριµένη συγκυρία έχει ιδιαίτερη σηµασία από πολιτικής πλευράς, καθώς αναδεικνύει εκ νέου την αδυναµία της Κουµουνδούρου να πείσει ως αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
Εκτός από τα παραπάνω ευρήµατα, στο Μαξίµου στέκονται ιδιαίτερα σε δύο επιµέρους στοιχεία, τα οποία είναι -αν µη τι άλλο- ενδεικτικά του βαθµού εµπιστοσύνης των πολιτών απέναντι σε Ν.∆. και ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα προδιαγράφουν τάσεις και διαθέσεις ενόψει εθνικών εκλογών, έστω κι αν ο πρωθυπουργός διαµηνύει ότι οι κάλπες θα στηθούν στο τέλος της τετραετίας και ο πολιτικός χρόνος καθίσταται πιο πυκνός από ποτέ. Αφενός, όπως φαίνεται στη µέτρηση της Marc, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων, και µάλιστα µε αξιοπρόσεκτη διαφορά, δηλώνει πως προτιµά αυτοδύναµη κυβέρνηση της Ν.∆. για το µέλλον της χώρας (25%) αντί οποιουδήποτε είδους σχήµα συνεργασίας. Στον αντίποδα, πιθανή αυτοδυναµία του ΣΥΡΙΖΑ επιθυµεί µόλις το 12%. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι απαντήσεις στο ερώτηµα για την τύχη της Ελλάδας αν στην παρούσα φάση κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας, µε το 45% να θεωρεί ότι τα πράγµατα θα ήταν χειρότερα και µόλις το 17% καλύτερα.
«Είναι λογικό, παρά τις θετικές δηµοσκοπήσεις, δεδοµένων των συνθηκών, η κυβέρνηση να υφίσταται πολλούς κραδασµούς. Ο καλύτερος τρόπος λοιπόν να απορροφηθούν είναι ένας νέος κύκλος δράσεων και ενεργειών του Μητσοτάκη, που παραµένει το ισχυρό της χαρτί», διαµηνύουν συνοµιλητές του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, αποτυπώνοντας την τακτική που θα ακολουθηθεί τους αµέσως επόµενους µήνες και εν αναµονή του καλοκαιριού και του τουριστικού ρεύµατος, που -όπως και να ’χει- θα αποτελέσει µια βαλβίδα εκτόνωσης και µια ένεση ρευστότητας για την οικονοµία.
Σε αυτό το µήκος κύµατος, προβλέπεται ότι θα πυκνώσουν οι αναφορές περί της σταθερότητας που έχει ανάγκη η χώρα, αφού εκ των πραγµάτων διαφαίνεται ότι οι πολίτες δεν θα επιθυµούσαν πισωγυρίσµατα, θεωρώντας ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε καµία άλλη πολιτική δύναµη θα µπορούσε να αντεπεξέλθει στις πρωτοφανείς προκλήσεις της παρούσας χρονικής περιόδου. «Οι προεκλογικές κορώνες του ΣΥΡΙΖΑ όχι µόνο δεν έχουν επιρροή, αλλά υπονοµεύουν κάθε προσπάθεια ολικής επαναφοράς του Τσίπρα. Φανερώνουν σε όλο του το µεγαλείο το καιροσκοπικό παιχνίδι αποσταθεροποίησης που παίζει ο αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης», επισηµαίνουν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους οι γνωρίζοντες το περιεχόµενο των όσων διαδραµατίζονται πίσω από τις κλειστές πόρτες του Μαξίµου.
*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 19 Μαρτίου 2022.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σύνολο των δηµοσκοπήσεων που ακολούθησαν τη ρωσική εισβολή φαίνεται να καταγράφεται µια συσπείρωση των πολιτών γύρω από τους κυβερνητικούς χειρισµούς τόσο έναντι της ξεκάθαρης στήριξης του ουκρανικού λαού (και κατά συνέπεια της καταδίκης των πολεµικών επιχειρήσεων του Βλαντιµίρ Πούτιν) όσο και των πρωτοβουλιών για την αντιµετώπιση της πρωτοφανούς ενεργειακής κρίσης. Μέσα σε αυτό το κλίµα, η ψαλίδα της διαφοράς µεταξύ Ν.∆. και ΣΥΡΙΖΑ ανοίγει, µε τον πρωθυπουργό να εξακολουθεί να απολαµβάνει χαώδους διαφοράς σε όλους τους δείκτες σύγκρισης µε τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος πια βρίσκεται, πέραν του πρωθυπουργού, πιο πίσω και από τον πρόεδρο του ΚΙΝ.ΑΛ., Νίκο Ανδρουλάκη. Αν και οι διαφοροποιήσεις µεταξύ των δύο πρώτων κοµµάτων είναι οριακά υπέρ της Ν.∆., είναι σαφές ότι το στοιχείο αυτό στη συγκεκριµένη συγκυρία έχει ιδιαίτερη σηµασία από πολιτικής πλευράς, καθώς αναδεικνύει εκ νέου την αδυναµία της Κουµουνδούρου να πείσει ως αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
To γκάλοπ της GPO
Στην έρευνα της GPO για το powergame. gr, η διαφορά των δύο κοµµάτων ανέρχεται στις 9,6 ποσοστιαίες µονάδες, µε τη Ν.∆. να συγκεντρώνει 31,8% και τον ΣΥΡΙΖΑ 22,2%. Η διαφορά τους σε σχέση µε την προηγούµενη µέτρηση της ίδιας εται ρείας είναι αυξηµένη κατά 0,4%. Το ΚΙΝ. ΑΛ. είναι ελαφρώς πεσµένο, στο 13,8% από 14,4%. Στη δηµοσκόπηση της Marc για το «Πρώτο Θέµα» η κυβέρνηση φαίνεται να κερδίζει µία ατόφια µονάδα σχετικά µε τον Φεβρουάριο του 2022 (32,5% έναντι 31,5%), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ επωφελείται κατά 0,2% (21,2% έναντι 21%). Οσο για το ΚΙΝ. ΑΛ., παρουσιάζει αξιοσηµείωτη σταθερότητα, καθώς από το 14,5% έχει ανέβει στο 14,6%. Τέλος, στην πολυσυζητηµένη µέτρηση της εταιρείας Abacus για τον Alpha, η οποία έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση της Κουµουνδούρου, η Ν.∆. κυµαινόταν µεταξύ 33% και 36%, ο ΣΥΡΙΖΑ µεταξύ 22% και 25% και το ΚΙΝ.ΑΛ. ανάµεσα στο 15% µε 18%.Εκτός από τα παραπάνω ευρήµατα, στο Μαξίµου στέκονται ιδιαίτερα σε δύο επιµέρους στοιχεία, τα οποία είναι -αν µη τι άλλο- ενδεικτικά του βαθµού εµπιστοσύνης των πολιτών απέναντι σε Ν.∆. και ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα προδιαγράφουν τάσεις και διαθέσεις ενόψει εθνικών εκλογών, έστω κι αν ο πρωθυπουργός διαµηνύει ότι οι κάλπες θα στηθούν στο τέλος της τετραετίας και ο πολιτικός χρόνος καθίσταται πιο πυκνός από ποτέ. Αφενός, όπως φαίνεται στη µέτρηση της Marc, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων, και µάλιστα µε αξιοπρόσεκτη διαφορά, δηλώνει πως προτιµά αυτοδύναµη κυβέρνηση της Ν.∆. για το µέλλον της χώρας (25%) αντί οποιουδήποτε είδους σχήµα συνεργασίας. Στον αντίποδα, πιθανή αυτοδυναµία του ΣΥΡΙΖΑ επιθυµεί µόλις το 12%. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι απαντήσεις στο ερώτηµα για την τύχη της Ελλάδας αν στην παρούσα φάση κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας, µε το 45% να θεωρεί ότι τα πράγµατα θα ήταν χειρότερα και µόλις το 17% καλύτερα.
Επισημάνσεις
Οι συνεργάτες του πρωθυπουργού επισηµαίνουν ακόµη ότι στη δηµοσκόπηση του powergame.gr οι θετικές γνώµες αναφορικά µε τη στάση της κυβέρνησης στο ορόσηµο του ουκρανικού ζητήµατος ανέρχονται σε 44,4%, µε το αντίστοιχο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ (ο οποίος αµφισβήτησε την ξεκάθαρη θέση της Αθήνας υπέρ των Ουκρανών και την ευθυγράµµιση µε τη ∆ύση, µε το αιτιολογικό της συµβολικής αποστολής πολεµικού υλικού) να ανέρχεται στο 35,4%. «Είναι µια αποτύπωση µιας βασικής σταθεράς των τελευταίων χρόνων. Οτι ουδείς θεωρεί πως ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας θα µπορούσαν να διαχειριστούν καλύτερα µια κρίση απ’ ό,τι η Ν.∆. και ο Μητσοτάκης», τονίζουν στα «Π» επιφανή στελέχη του πρωθυπουργικού επιτελείου. Επιπλέον, δεν περνάει απαρατήρητο το γεγονός ότι, σε αντίθεση µε τον ΣΥΡΙΖΑ, που βρίσκεται σταθερά σε διψήφιο νούµερο σε ό,τι αφορά το ποσοστό µετακινήσεων προς το ΚΙΝ.ΑΛ., ο αντίστοιχος δείκτης για τη Ν.∆. έχει περιοριστεί σηµαντικά.Τα «αγκάθια»
Εκτός όµως από τα θετικά µηνύµατα των µετρήσεων για το Μαξίµου και την επιβεβαίωση των πλεονεκτηµάτων της κυβέρνησης, όπως η διπλωµατική της τακτική και ο χειρισµός των εθνικών θεµάτων ή το στίγµα της στο διεθνές περιβάλλον µε φόντο τις πρωτοβουλίες Μητσοτάκη - ∆ένδια, υπάρχει και µια σειρά από γκρίζες ζώνες, οι οποίες ασκούν αρνητική επιρροή στη συνολική εικόνα δηµοφιλίας του κυβερνητικού σχήµατος. Πρόκειται βεβαίως για την αγωνία που καταγράφεται στους κόλπους της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων για το µέλλον της ελληνικής οικονοµίας και την επιθυµία για λήψη πιο γενναίων και άµεσων µέτρων στο κοµµάτι της αντιµετώπισης της ακρίβειας (οι έρευνες διεξήχθησαν πριν από τις ανακοινώσεις Μητσοτάκη για το πακέτο στήριξης, ωστόσο οι ειδικοί συνοµολογούν ότι η εικόνα ούτως ή άλλως δεν θα ήταν πολύ διαφορετική, ακόµα και αν είχαν προλάβει τις πρωθυπουργικές δηλώσεις). Η παράµετρος αυτή αποκτά ακόµα µεγαλύτερες διαστάσεις, αν αναλογιστεί κανείς ότι έρχεται να αποτελέσει άλλον έναν κρίκο στην αλυσίδα της δυσαρέσκειας των πολιτών για την ανεπάρκεια των κυβερνητικών ανακλαστικών σε µια σειρά περιπτώσεων, όπως η διαχείριση της πανδηµίας τους τελευταίους µήνες και φυσικά η επιχειρησιακή αποτυχία µε την κακοκαιρία «Ελπίδα».Ανοιχτό ενδεχόμενο
Ως εκ τούτου, µόνο τυχαίο δεν είναι ότι τόσο ο πρωθυπουργός όσο και το οικονοµικό επιτελείο δεν παραλείπουν να αφήνουν ορθάνοικτο το ενδεχόµενο για νέες παρεµβάσεις ανακούφισης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, µε το βλέµµα σε γενικότερες πρωτοβουλίες, που αναµένεται να δροµολογηθούν από τον ευρωπαϊκό παράγοντα, αλλά και στα δηµοσιονοµικά δεδοµένα που προκύπτουν από µέρα σε µέρα. Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης, στον από ηχο και των προτάσεων που έχει καταθέσει στους Ευρωπαίους εταίρους για κοινή προµήθεια ενεργειακών πόρων και δηµοσιονοµική χαλάρωση καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, θα βγει πάλι µπροστά (µόλις ξεπεράσει την περιπέτεια του κορονοϊού) µε στοχευµένες περιοδείες και δηµόσιες τοποθετήσεις σε κάθε ευκαιρία, για να εγγυηθεί κατά το δυνατόν την οµαλή µετάβαση της χώρας στη νέα πραγµατικότητα, η οποία διαµορφώνεται παγκοσµίως, καθώς και την αντοχή της στην πολυεπίπεδη κρίση, ακόµα και για όσο διαρκούν οι συγκρούσεις στην Ουκρανία.«Είναι λογικό, παρά τις θετικές δηµοσκοπήσεις, δεδοµένων των συνθηκών, η κυβέρνηση να υφίσταται πολλούς κραδασµούς. Ο καλύτερος τρόπος λοιπόν να απορροφηθούν είναι ένας νέος κύκλος δράσεων και ενεργειών του Μητσοτάκη, που παραµένει το ισχυρό της χαρτί», διαµηνύουν συνοµιλητές του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, αποτυπώνοντας την τακτική που θα ακολουθηθεί τους αµέσως επόµενους µήνες και εν αναµονή του καλοκαιριού και του τουριστικού ρεύµατος, που -όπως και να ’χει- θα αποτελέσει µια βαλβίδα εκτόνωσης και µια ένεση ρευστότητας για την οικονοµία.
Η «εκλογική» ρητορική
Σε µια προσπάθεια να επενδύσει περαιτέρω στα θετικά για τον ίδιο και την κυβέρνηση ευρήµατα των µετρήσεων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα βάλει σε νέες βάσεις τα εκλογικού τύπου διλήµµατα, που αργά, αλλά σταθερά και µεθοδικά ρίχνει στο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης, παρά την επιµονή του στην εξάντληση της τετραετίας. Εχοντας ως πυξίδα την προτίµηση των πολιτών στην προοπτική συνέχισης της «γαλάζιας» διακυβέρνησης, θα επιχειρήσει να αναδείξει ακόµα πιο δυναµικά την έλλειψη εναλλακτικού σχεδίου διακυβέρνησης από τον Αλέξη Τσίπρα, κάτι που πριν απ’ όλους αντιλαµβάνονται οι πολίτες, µε αποτέλεσµα ο αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης να είναι εκ νέου εκτεθειµένος µετά το αίτηµα που υπέβαλε για άµεση προσφυγή στη λαϊκή ετυµηγορία.Σε αυτό το µήκος κύµατος, προβλέπεται ότι θα πυκνώσουν οι αναφορές περί της σταθερότητας που έχει ανάγκη η χώρα, αφού εκ των πραγµάτων διαφαίνεται ότι οι πολίτες δεν θα επιθυµούσαν πισωγυρίσµατα, θεωρώντας ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε καµία άλλη πολιτική δύναµη θα µπορούσε να αντεπεξέλθει στις πρωτοφανείς προκλήσεις της παρούσας χρονικής περιόδου. «Οι προεκλογικές κορώνες του ΣΥΡΙΖΑ όχι µόνο δεν έχουν επιρροή, αλλά υπονοµεύουν κάθε προσπάθεια ολικής επαναφοράς του Τσίπρα. Φανερώνουν σε όλο του το µεγαλείο το καιροσκοπικό παιχνίδι αποσταθεροποίησης που παίζει ο αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης», επισηµαίνουν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους οι γνωρίζοντες το περιεχόµενο των όσων διαδραµατίζονται πίσω από τις κλειστές πόρτες του Μαξίµου.
«Μητσοτάκης ή αστάθεια»
«Το ερώτηµα λοιπόν των ηµερών, αλλά και των εκλογών, θα είναι σαφές: Μητσοτάκης ή αστάθεια...», προσθέτουν οι ίδιοι, δηµιουργώντας κλίµα ανθεκτικότητας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, παρά τις δυσκολίες, και στρώνοντας ταυτόχρονα το χαλί της κεντρικής κυβερνητικής επιχειρηµατολογίας ενόψει της διπλής εκλογικής αναµέτρησης που έχει προαναγγελθεί από τον πρωθυπουργό εξαιτίας της απλής αναλογικής.*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 19 Μαρτίου 2022.