Με το βλέμμα στραμμένο στην αυτοδυναμία ο Μητσοτάκης μετά τη στάση του Ανδρουλάκη και το δημοσκοπικό «καμπανάκι»
«Η Νέα Δημοκρατία με αυτοπεποίθηση θα διεκδικήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο τέλος της τετραετίας, ζητώντας αυτοδυναμία προκειμένου να υπάρχει σταθερότητα»
Φωτιά στο πολιτικό σκηνικό έβαλε η προ ημερών αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη στο ενδεχόμενο μιας συγκυβέρνησης, έστω και ως θεωρητική πιθανότητα. Για πρώτη φορά ο κ. Μητσοτάκης φάνηκε να κάνει πίσω από το αφήγημα της αυτοδυναμίας σε κάθε περίπτωση για τη ΝΔ, τόσο στις πρώτες όσο και στις δεύτερες εκλογές.
Το «άνοιγμα» όμως στο ΚΙΝΑΛ έμοιαζε με δίλημμα. Εφόσον ο Νίκος Ανδρουλάκης έκλεινε την προοπτική μιας προγραμματικής συνεργασίας, τότε ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μπορούσε να επικαλεστεί την ανάγκη πολιτικής σταθερότητας που δείχνουν να προκρίνουν οι πολίτες. Να πει, δηλαδή, με άλλα λόγια, αν οι πολίτες θέλουν μια περιπέτεια, από τη στιγμή που το ΚΙΝΑΛ αρνείται μια συνεργασία με το πρώτο κόμμα, ή να ενισχύσουν κατευθείαν το πρώτο κόμμα.
Από την άλλη, η τοποθέτηση του Νίκου Ανδρουλάκη περί μιας «σοσιαλδημοκρατικής» κυβέρνησης ήταν αναμενόμενο πως δεν θα γινόταν αποδεκτή από το Μέγαρο Μαξίμου. Άλλωστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι της άποψης ότι η χώρα χρειάζεται σταθερές κυβερνήσεις, ώστε να απαντά αποτελεσματικά, έγκαιρα και γρήγορα σε κρίσεις.
«Η Νέα Δημοκρατία με αυτοπεποίθηση θα διεκδικήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο τέλος της τετραετίας, ζητώντας αυτοδυναμία προκειμένου να υπάρχει σταθερότητα. Το διακύβευμα θα είναι ξεκάθαρο: σταθερότητα, ξεκάθαρες θέσεις, γρήγορες αποφάσεις και αποτελεσματικότητα», λένε κυβερνητικά στελέχη οριοθετώντας τον στόχο και σκιαγραφώντας τα εκλογικά διλήμματα. «Η αυτοδυναμία είναι το καλύτερο μέσο για την επίτευξη των στόχων αυτών και οι πολίτες θα κληθούν να πάρουν την απόφαση για την επόμενη κυβέρνηση με βάση αυτά τα δεδομένα. Αυτό εκ των πραγμάτων σημαίνει ότι κάθε πολιτική δύναμη οφείλει να τοποθετηθεί υπεύθυνα, με σαφήνεια, δείχνοντας την πολιτική της ταυτότητα. Και θα κριθεί ανάλογα από τους πολίτες», προσθέτουν οι ίδιες πηγές με νόημα.
Μπορεί πολλοί να αναγνωρίζουν πως ο πληθωρισμός είναι παγκόσμιο φαινόμενο αλλά οι υψηλοί λογαριασμοί ρεύματος, η ακρίβεια στα προϊόντα και οι ανατιμήσεις έχουν φέρει εξίσου πολλούς σε δυσμενή θέση με την κυβέρνηση να λειτουργεί ως «αλεξικέραυνο».
Αυτή την τάση, μετά την MRB και τη MARC, αποτυπώνει και η χθεσινή έρευνα της Pulse για τον ΣΚΑΪ που δείχνει τη διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ στις 8,5 μονάδες. Πιο συγκεκριμένα, στην πρόθεση ψήφου με αναγωγή επί των εγκύρων, η ΝΔ προηγείται με ποσοστό 32%, ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ με 23,5%, το Κίνημα Αλλαγής με 14%, το ΚΚΕ με 6%, η Ελληνική Λϋση με 4,5% και το ΜεΡΑ25 με 3%. Υπάρχει, δηλαδή, τάση ενίσχυσης των μικρότερων κομμάτων. Ελαφρά κάμψη παρουσιάζει η ΝΔ και στην παράσταση νίκης, έστω και αν η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ παραμένει χαώδης, ενώ ρωγμές υφίσταται και το προφίλ του ίδιου του πρωθυπουργού στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία.
Οι πολίτες, πάντως, δεν δείχνουν να θέλουν εκλογές τώρα. Ως προς το ερώτημα πότε είναι καλύτερο να διεξαχθούν οι επόμενες εθνικές εκλογές, το 45% απαντά το 2023, το 30% λέει μέχρι το φετινό καλοκαίρι και το 16% μέχρι το τέλος της χρονιάς. Αυτό οδηγεί το Μαξίμου στο συμπέρασμα ότι οι πολίτες θα προκρίνουν και μια επιλογή σταθερότητας, όταν έρθει η ώρα της κάλπης, όσο και αν η ακρίβεια δεν είναι μια βοηθητική πολιτική συνθήκη.
Το «άνοιγμα» όμως στο ΚΙΝΑΛ έμοιαζε με δίλημμα. Εφόσον ο Νίκος Ανδρουλάκης έκλεινε την προοπτική μιας προγραμματικής συνεργασίας, τότε ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μπορούσε να επικαλεστεί την ανάγκη πολιτικής σταθερότητας που δείχνουν να προκρίνουν οι πολίτες. Να πει, δηλαδή, με άλλα λόγια, αν οι πολίτες θέλουν μια περιπέτεια, από τη στιγμή που το ΚΙΝΑΛ αρνείται μια συνεργασία με το πρώτο κόμμα, ή να ενισχύσουν κατευθείαν το πρώτο κόμμα.
Από την άλλη, η τοποθέτηση του Νίκου Ανδρουλάκη περί μιας «σοσιαλδημοκρατικής» κυβέρνησης ήταν αναμενόμενο πως δεν θα γινόταν αποδεκτή από το Μέγαρο Μαξίμου. Άλλωστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι της άποψης ότι η χώρα χρειάζεται σταθερές κυβερνήσεις, ώστε να απαντά αποτελεσματικά, έγκαιρα και γρήγορα σε κρίσεις.
«Η Νέα Δημοκρατία με αυτοπεποίθηση θα διεκδικήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο τέλος της τετραετίας, ζητώντας αυτοδυναμία προκειμένου να υπάρχει σταθερότητα. Το διακύβευμα θα είναι ξεκάθαρο: σταθερότητα, ξεκάθαρες θέσεις, γρήγορες αποφάσεις και αποτελεσματικότητα», λένε κυβερνητικά στελέχη οριοθετώντας τον στόχο και σκιαγραφώντας τα εκλογικά διλήμματα. «Η αυτοδυναμία είναι το καλύτερο μέσο για την επίτευξη των στόχων αυτών και οι πολίτες θα κληθούν να πάρουν την απόφαση για την επόμενη κυβέρνηση με βάση αυτά τα δεδομένα. Αυτό εκ των πραγμάτων σημαίνει ότι κάθε πολιτική δύναμη οφείλει να τοποθετηθεί υπεύθυνα, με σαφήνεια, δείχνοντας την πολιτική της ταυτότητα. Και θα κριθεί ανάλογα από τους πολίτες», προσθέτουν οι ίδιες πηγές με νόημα.
Δημοσκοπικό «καμπανάκι» στο Μαξίμου
Στο Μέγαρο Μαξίμου, πάντως, έχει χτυπήσει καμπανάκι από τα δημοσκοπικά στοιχεία που αποτυπώνουν μια κάμψη της ΝΔ, με βασική αιτία το κύμα ακρίβειας.Μπορεί πολλοί να αναγνωρίζουν πως ο πληθωρισμός είναι παγκόσμιο φαινόμενο αλλά οι υψηλοί λογαριασμοί ρεύματος, η ακρίβεια στα προϊόντα και οι ανατιμήσεις έχουν φέρει εξίσου πολλούς σε δυσμενή θέση με την κυβέρνηση να λειτουργεί ως «αλεξικέραυνο».
Αυτή την τάση, μετά την MRB και τη MARC, αποτυπώνει και η χθεσινή έρευνα της Pulse για τον ΣΚΑΪ που δείχνει τη διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ στις 8,5 μονάδες. Πιο συγκεκριμένα, στην πρόθεση ψήφου με αναγωγή επί των εγκύρων, η ΝΔ προηγείται με ποσοστό 32%, ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ με 23,5%, το Κίνημα Αλλαγής με 14%, το ΚΚΕ με 6%, η Ελληνική Λϋση με 4,5% και το ΜεΡΑ25 με 3%. Υπάρχει, δηλαδή, τάση ενίσχυσης των μικρότερων κομμάτων. Ελαφρά κάμψη παρουσιάζει η ΝΔ και στην παράσταση νίκης, έστω και αν η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ παραμένει χαώδης, ενώ ρωγμές υφίσταται και το προφίλ του ίδιου του πρωθυπουργού στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία.
Οι πολίτες, πάντως, δεν δείχνουν να θέλουν εκλογές τώρα. Ως προς το ερώτημα πότε είναι καλύτερο να διεξαχθούν οι επόμενες εθνικές εκλογές, το 45% απαντά το 2023, το 30% λέει μέχρι το φετινό καλοκαίρι και το 16% μέχρι το τέλος της χρονιάς. Αυτό οδηγεί το Μαξίμου στο συμπέρασμα ότι οι πολίτες θα προκρίνουν και μια επιλογή σταθερότητας, όταν έρθει η ώρα της κάλπης, όσο και αν η ακρίβεια δεν είναι μια βοηθητική πολιτική συνθήκη.