Σακελλαροπούλου: Πρόκληση για τον δικαστή η ισορροπία του πραγματισμού της πολιτικής με τη διαφύλαξη του δικαίου
Το Συμβούλιο της Επικρατείας βρέθηκε τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο πολιτικών εντάσεων και συγκρούσεων, τόνισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου απέστειλε χαιρετισμό στην εκδήλωση που διοργανώνει το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και το Συμβούλιο της Επικρατείας, με θέμα «Θεσμοί του Κράτους Δικαίου και της πολιτικής στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας».
Η κυρία Σακελλαροπούλου υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι «η διαρκής αναζήτηση και διασφάλιση της εύλογης ισορροπίας ανάμεσα στην επινόηση και τον πραγματισμό της πολιτικής και τη διαφύλαξη του δικαίου συνιστά τη μείζονα πρόκληση για τον δικαστή της εποχής μας».
Επισήμανε, επίσης, ότι «στον διάλογο νομοθέτη και δικαστή και στα ρευστά του όρια αποτυπώνεται η πολύπλευρη και σύνθετη σχέση που διατηρεί το δίκαιο με την πολιτική».
Πρόσθεσε ότι «ταυτόχρονα, διαμορφώνεται η δημόσια αναπαράσταση της δικαιοσύνης, η πρόσληψή της από τους πολίτες, που δεν εναποθέτουν σε αυτήν τις προσδοκίες για την επίλυση μόνο των διαφορών τους, αλλά και την εκπλήρωση της υψηλής αποστολής της ως θεσμικού αντιβάρου».
Με αφορμή τις κρίσεις των τελευταίων ετών, η Πρόεδρος επισήμανε ότι «το Συμβούλιο της Επικρατείας βρέθηκε στο επίκεντρο πολιτικών εντάσεων και συγκρούσεων, ενόψει της συνταγματικότητας ρυθμίσεων με καθοριστική σημασία για την κοινωνία, που έθεσαν με τρόπο επιτακτικό τη σχέση μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και των ελευθεριών μας».
Αναλυτικά ο χαιρετισμός της Προέδρου της Δημοκρατίας
«Στο σύγχρονο Κράτος Δικαίου, η αυστηρή τήρηση του Συντάγματος και η εγγύηση των ατομικών και κοινωνικών μας δικαιωμάτων νοηματοδοτεί και επικαιροποιεί τη θέση του δικαστή.
Σε αντίθεση με την κλασική θέση του Μοντεσκιέ, η δικαστική εξουσία δεν περιορίζεται σε απλό και αυτόματο στόμα του νόμου, αλλά χαρακτηρίζεται πια από τη συνταγματική θεωρία ως «οιονεί νομοθέτης» ή ακόμη και αντιπρόσωπος της λαϊκής βούλησης. Αυτή η σημαντική μετατόπιση δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της δογματικής επεξεργασίας των θεσμών και της δημοκρατίας, ούτε αποκτά αποκλειστικά νομικό ενδιαφέρον. Στην πραγματικότητα, προέκυψε σταδιακά ως μια αδήριτη ιστορική αναγκαιότητα και παραδοχή, στο όνομα της έλλογης άσκησης της κρατικής εξουσίας και της αποτελεσματικής προστασίας μας έναντι της αυθαιρεσίας της.
Στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, είτε τον διάχυτο της ελληνικής έννομης τάξης, είτε τον συγκεντρωτικό, όπως ισχύει σε άλλες, εντοπίζεται το πιο ισχυρό θεμέλιο της μετάβασης από το Κράτος του Νόμου του 19ου αιώνα στη συνταγματική δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου. Σε μια περιεκτική αντίληψη για τη δημοκρατία, στην οποία η κρατική κυριαρχία ανάγεται στον κανόνα δικαίου και όχι στην ανέλεγκτη βούληση των κυβερνώντων.
Στη μακρά ιστορία και παράδοση του δικαστικού ελέγχου από το Συμβούλιο της Επικρατείας δημιουργήθηκε μια κρίσιμη και αναγκαία συνθήκη για την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματός μας. Στον διάλογο νομοθέτη και δικαστή και στα ρευστά του όρια αποτυπώνεται η πολύπλευρη και σύνθετη σχέση που διατηρεί το δίκαιο με την πολιτική. Ταυτόχρονα, διαμορφώνεται η δημόσια αναπαράσταση της δικαιοσύνης, η πρόσληψή της από τους πολίτες, που δεν εναποθέτουν σε αυτήν τις προσδοκίες για την επίλυση μόνο των διαφορών τους, αλλά και την εκπλήρωση της υψηλής αποστολής της ως θεσμικού αντιβάρου. Αυτήν καλείται να επιτελέσει ο δικαστής επιδεικνύοντας αμεροληψία, καθώς και δικαστική ενσυναίσθηση, γνώση του πραγματικού, εντός του οποίου εκφέρεται η κρίση του, και συνείδηση της δέσμευσης του νομικού, δίχως να ενδίδει σε προσωπικές πεποιθήσεις ή ιδεολογικές εμμονές. Στις κρίσεις των τελευταίων ετών, το Συμβούλιο της Επικρατείας βρέθηκε στο επίκεντρο πολιτικών εντάσεων και συγκρούσεων, ενόψει της συνταγματικότητας ρυθμίσεων με καθοριστική σημασία για την κοινωνία, που έθεσαν με τρόπο επιτακτικό τη σχέση μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και των ελευθεριών μας. Ο δικαστής οφείλει να ανταποκριθεί σε αυτό το απαιτητικό καθήκον εντός του συνταγματικού του ρόλου, αναγνωρίζοντας τη διακριτική ευχέρεια της πολιτικής εξουσίας και σεβόμενος τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, με κύριο εξ αυτών τον οριακό του χαρακτήρα, χωρίς, από την άλλη, να υπονομευθεί η πυκνή κανονιστικότητα και δεσμευτικότητα του Συντάγματος. Αυτή η διαρκής αναζήτηση και διασφάλιση της εύλογης ισορροπίας ανάμεσα στην επινόηση και τον πραγματισμό της πολιτικής και τη διαφύλαξη του δικαίου συνιστά τη μείζονα πρόκληση για τον δικαστή της εποχής μας.
Εύχομαι στις εργασίες του συνεδρίου κάθε επιτυχία».