Οι δραματικές εξελίξεις που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχουν ενεργοποιήσει σε πολλά επίπεδα τη συμμαχία της Δύσης, και αυτό φέρνει και την Ελλάδα ολοένα και πιο κοντά σε πολιτικό και επιχειρησιακό επίπεδο με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική και οι αμυντικοί προσανατολισμοί της σε μεγάλο βαθμό προσαρμόζονται με τις κινήσεις της συμμαχίας σε στρατηγικά ευαίσθητες περιοχές, στις οποίες εντάσσονται και η Θράκη, το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος.

Σήμερα, ο έλεγχος του άξονα Στενών - Σουέζ έχει αυξημένη σημασία, διότι η συμμαχία της Δύσης επιδιώκει να ακυρώσει την παρουσία της Ρωσίας και κάθε επιρροή της σε αυτή την περιοχή.

Στο νέο σκηνικό, εκ των πραγμάτων έχει τον δικό της, ξεχωριστό ρόλο η υπόθεση των διαταραγμένων σχέσεων Ελλάδας - Τουρκίας. Η Ουάσινγκτον, παρά τις έντονες αντιρρήσεις της για τις σχέσεις Αγκυρας - Μόσχας και παρότι γνωρίζει και αποδοκιμάζει τα δημοκρατικά ελλείμματα του καθεστώτος Ερντογάν (πρόσφατη έκθεση του Στ. Ντιπάρτμεντ για κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων), θεωρεί στη φάση αυτή αναγκαίο για τη Συμμαχία να παραμείνει η Τουρκία στο στρατόπεδο της Δύσης. Ο παράγων Ουκρανία προκαλεί ένα «ντόμινο» εξελίξεων.

Το βαθύ Στ. Ντιπάρτμεντ -που πρόσφατα έστειλε την υφυπουργό Εξωτερικών, κ. Βικτόρια Νούλαντ, σε Αθήνα, Αγκυρα και Λευκωσία για ενημέρωση και αποστολή μηνυμάτων- δεν ενδιαφέρεται για «λεπτομέρειες», διότι αυτό που θέλει είναι οπωσδήποτε η ηρεμία στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και την Κύπρο. Στα διπλωματικά παρασκήνια γνωστό είναι ότι ήδη εντείνονται από αμερικανικής πλευράς οι προσπάθειες για μία πρώτη πολιτική συνεννόησης μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας, όπως και για τη δημιουργία ενός κλίματος το οποίο θα ευνοούσε στην Ανατολική Μεσόγειο ενεργειακές λύσεις που θα περιελάμβαναν και την Τουρκία.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η διπλωματική προσπάθεια για μια συμφωνία Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) στην Κύπρο.

Το πρόβλημα

Η ελληνική κυβέρνηση τάσσεται μεν υπέρ ενός διαλόγου με την Αγκυρα, όπως το επιθυμεί και ο διεθνής παράγων, αλλά το πρόβλημα σε αυτό το ζήτημα είναι ότι η Τουρκία δείχνει πως δεν είναι διατεθειμένη να αλλάξει, ούτε στο ελάχιστο, τις θέσεις της αναθεωρητικής πολιτικής της έναντι της Ελλάδας, ούτε τις επεκτατικές πολιτικές της στην Κύπρο.

Επιπλέον, δεν φαίνεται διατεθειμένη η Αγκυρα να αναγνωρίσει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, που αποτελεί και μέρος του ευρωπαϊκού κεκτημένου, παρότι ο Ερντογάν επιδιώκει μια αναβαθμισμένη ειδική σχέση με την Ε.Ε. Αυτό γίνεται άλλωστε απολύτως φανερό και από τις προκλητικές κινήσεις κλιμάκωσης της έντασης στο Αιγαίο, με δεκάδες παραβιάσεις και υπερπτήσεις πάνω από τα ελληνικά νησιά.

Για την Αθήνα, πάντως, ήταν και είναι προφανές ότι τούτη την ώρα η Αγκυρα, εκτιμώντας πως η διεθνής θέση της είναι αναβαθμισμένη στα μάτια της Δύσης, λόγω του διαμεσολαβητικού, ειρηνοποιού ρόλου της στο Ουκρανικό, δεν θα εμφανιστεί πρόθυμη για μια νέα βάση συνεννόησής της με την Αθήνα.

Από την άλλη πλευρά, υπολογίζεται ότι μετά την εφιαλτική εμπειρία της αναθεωρητικής πολιτικής του Πούτιν στην Ουκρανία, ο Ερντογάν δεν θα βρει εύκολο δρόμο για αναθεωρητικά παιχνίδια στη Θράκη και στο Αιγαίο και για στρατιωτικές περιπέτειες με την Ελλάδα, πέραν των προκλήσεων, όσο κι αν βελτιωθούν οι σχέσεις του με τις ΗΠΑ. Με τα παρόντα δεδομένα, πάντως, και στην προοπτική ενδεχόμενων εξελίξεων, η ελληνική κυβέρνηση παραμένει σταθερή στον στόχο της, που είναι να γίνει η Ελλάδα διαμετακομιστικός ενεργειακός κόμβος στη γραμμή Ανατ. Μεσογείου - Ευρώπης και με ενίσχυση των διαβαλκανικών αγωγών.

Η Αθήνα δεν αγνοεί ότι η Τουρκία δεν επιθυμεί μια τέτοια ελληνική αναβάθμιση, ότι είναι καθέτως αντίθετη με το ευρωπαϊκό σχέδιο για τον αγωγό EastMed, ότι ενοχλείται με την προοπτική καλωδίου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από την Αν. Μεσόγειο στην Ευρώπη (ευρωπαϊκό έργο EuroAsia) και ότι γενικότερα ο Ερντογάν επιμένει πως καμία ενεργειακή συνεργασία στην περιοχή δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει και την Τουρκία.

Στόχος της τουρκικής διπλωματίας είναι να μεταβάλει σχέσεις και δεδομένα του τετραγώνου Ελλάδας - Ισραήλ - Κύπρου - Αιγύπτου, πείθοντας και τις ΗΠΑ ότι η παρούσα κατάσταση διακρατικών σχέσεων δεν ευνοεί την προώθηση ενεργειακών σχεδίων και την «ειρήνευση» της περιοχής, την οποία επιθυμεί η αμερικανική πλευρά στην παρούσα συγκυρία.