Επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ: Τι θα συζητήσει με τον Τζο Μπάιντεν - Η ευκαιρία για «φρένο» στον Ερντογάν
Ο πρωθυπουργός θα ζητήσει «εξηγήσεις» για το πώς εννοεί η Ουάσιγκτον τη συμπεριφορά της «αναθεωρητικής» Άγκυρας
Οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας - ΗΠΑ είναι εξαιρετικές όσο ποτέ άλλοτε από τότε που η χώρα μας έγινε μέλος της ευρωπαϊκής κοινότητας. Η δε συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας, που την Πέμπτη επικυρώθηκε στη Βουλή των Ελλήνων, κατέδειξε πως η Αθήνα συμμερίζεται απολύτως την αμερικανική στρατηγική στην περιοχή μας.
Παρ’ όλα αυτά, στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις πέφτει η σκιά της Τουρκίας, με την Αθήνα να προβληματίζεται με το πώς η Ουάσινγκτον αντιλαμβάνεται τον ρόλο της Άγκυρας σήμερα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, θα συναντηθεί μεθαύριο με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στον Λευκό Οίκο και στις 17 του μήνα θα μιλήσει στο αμερικανικό Κογκρέσο.
Η ελληνική διπλωματία εκτιμά ότι αυτό το ταξίδι του κ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ δίνει μια μοναδική ευκαιρία στην ελληνική πλευρά να καταστήσει με στέρεα επιχειρήματα απολύτως σαφή ορισμένα ζητήματα σχετικά με την επικίνδυνα επιθετική συμπεριφορά της αναθεωρητικής Τουρκίας.
Αλλά η Αθήνα περιμένει να διαπιστώσει στην Ουάσινγκτον και το πώς η ηγεσία των ΗΠΑ εκτιμά σήμερα τις προοπτικές των σχέσεων της Συμμαχίας της Δύσης με τον επιθετικό τουρκικό ισλαμισμό, που έχει ευθέως αντιδυτικό χαρακτήρα και αναπτύσσει φιλορωσικές και «ανατολικές» πολιτικές.
Από διπλωματικές πηγές της Αθήνας εκτιμάται ότι είναι πλέον απαραίτητο για την ελληνική πλευρά να απαντήσει η Ουάσινγκτον σε μια σειρά από ερωτήματα. Αυτά αφορούν τη θέση και τον ρόλο της Ελλάδας στο «νέο διεθνές σύστημα», σε συνδυασμό με τη στρατηγική αυτονομία που επιζητεί η νεο-οθωμανική Τουρκία, η οποία μάλιστα θεωρεί, διά στόματος Ερντογάν, ότι «η δυτική ηγεμονία έχει τελειώσει».
Στο αμερικανικό Κογκρέσο, όπου η Ελλάδα διαθέτει πολιτικούς υποστηρικτές, ο πρωθυπουργός μπορεί να μιλήσει για όλα αυτά και να επισημάνει το ενδεχόμενο κόστος για τη Δύση, και ειδικότερα για τις ΗΠΑ, από την ανάπτυξη του νεο-οθωμανικού αναθεωρητισμού.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν καθόλου δεν συμπαθεί, λέγεται, την «περίπτωση» του Ερντογάν. Αλλά η ελληνική κυβέρνηση δεν αγνοεί ότι το «βαθύ» Στέιτ Ντιπάρτμεντ ακολουθεί σήμερα με εμμονή την παραδοσιακή γραμμή της οπωσδήποτε διατήρησης της Τουρκίας εντός του ΝΑΤΟ.
Και ο υπουργός Εξωτερικών, Αντ. Μπλίνκεν, ζητά από την Ελλάδα να επιδείξει (για άλλη μία φορά) «κατανόηση» αυτής της γραμμής, καθώς μάλιστα μαίνεται ακόμα ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Η ελληνική πλευρά εκτιμά ότι ακόμα δεν έχει απαντηθεί από τα επιτελικά κέντρα της Ουάσινγκτον το ερώτημα πώς εννοεί η ηγεσία των ΗΠΑ την προοπτική στρατηγικής «συνεννόησής» της με έναν αυταρχικό ισλαμιστή αρχηγό.
Η ελληνική κυβέρνηση σίγουρα δεν στερείται ρεαλισμού. Γνωρίζει τα δεδομένα της στρατηγικής των ΗΠΑ ως ηγέτιδας δύναμης των Δυτικών έναντι της Ρωσίας. Γνωρίζει και ότι η Μόσχα δεν αποδέχεται μια ευρωατλαντική σύνθεση πραγμάτων που θα «πέταγε έξω» τη Ρωσία. Η Αθήνα έχει πάρει, λοιπόν, θέση απέναντι σε αυτά.
Ομως, φαίνεται να «ενοχλείται» ιδιαιτέρως σήμερα από το ότι η Ουάσινγκτον αγνοεί το τουρκικό «casus belli» και μπορεί να συζητά για την ενίσχυση της Τουρκίας με σύγχρονα πολεμικά αεροσκάφη, γνωρίζοντας ότι αυτά θα χρησιμοποιηθούν σε βάρος της Ελλάδας. Με λίγα λόγια, η Αθήνα μπορεί να μην το εκδηλώνει δημόσια, αλλά δυσαρεστείται από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ θεωρούν τη στρατηγική σύμμαχό τους Ελλάδα τόσο «δεδομένη» όταν σχεδιάζουν τις κινήσεις τους προς την «πολύτιμη σύμμαχο» Τουρκία.
Στην Ουάσινγκτον, πάντως, η ελληνική πλευρά θα έχει στις «αποσκευές» της τη σειρά των διεθνώς στέρεων νομικών επιχειρημάτων της, που καθιστούν παράνομες τις τουρκικές πολιτικές της «γαλάζιας πατρίδας» και απολύτως ισχυρές τις θέσεις της Ελλάδας για την άμυνα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, κατά τα οριζόμενα από Συνθήκες και από το Αρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ για το δικαίωμα αυτοάμυνας κάθε χώρας που υφίσταται στρατιωτική απειλή.
Στο ζήτημα αυτό, η Αθήνα είναι ανυποχώρητη και διαψεύδει τις φήμες περί «πιέσεων» από τρίτες δυνάμεις για «κατανόηση» της τουρκικής απαίτησης περί αφοπλισμού αυτών των νησιών απέναντι στην αποβατική Στρατιά του Αιγαίου, που διατηρεί η Τουρκία από τη δεκαετία του ’70.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 14/05/2022
Παρ’ όλα αυτά, στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις πέφτει η σκιά της Τουρκίας, με την Αθήνα να προβληματίζεται με το πώς η Ουάσινγκτον αντιλαμβάνεται τον ρόλο της Άγκυρας σήμερα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, θα συναντηθεί μεθαύριο με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στον Λευκό Οίκο και στις 17 του μήνα θα μιλήσει στο αμερικανικό Κογκρέσο.
Η ελληνική διπλωματία εκτιμά ότι αυτό το ταξίδι του κ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ δίνει μια μοναδική ευκαιρία στην ελληνική πλευρά να καταστήσει με στέρεα επιχειρήματα απολύτως σαφή ορισμένα ζητήματα σχετικά με την επικίνδυνα επιθετική συμπεριφορά της αναθεωρητικής Τουρκίας.
Αλλά η Αθήνα περιμένει να διαπιστώσει στην Ουάσινγκτον και το πώς η ηγεσία των ΗΠΑ εκτιμά σήμερα τις προοπτικές των σχέσεων της Συμμαχίας της Δύσης με τον επιθετικό τουρκικό ισλαμισμό, που έχει ευθέως αντιδυτικό χαρακτήρα και αναπτύσσει φιλορωσικές και «ανατολικές» πολιτικές.
Από διπλωματικές πηγές της Αθήνας εκτιμάται ότι είναι πλέον απαραίτητο για την ελληνική πλευρά να απαντήσει η Ουάσινγκτον σε μια σειρά από ερωτήματα. Αυτά αφορούν τη θέση και τον ρόλο της Ελλάδας στο «νέο διεθνές σύστημα», σε συνδυασμό με τη στρατηγική αυτονομία που επιζητεί η νεο-οθωμανική Τουρκία, η οποία μάλιστα θεωρεί, διά στόματος Ερντογάν, ότι «η δυτική ηγεμονία έχει τελειώσει».
Στο αμερικανικό Κογκρέσο, όπου η Ελλάδα διαθέτει πολιτικούς υποστηρικτές, ο πρωθυπουργός μπορεί να μιλήσει για όλα αυτά και να επισημάνει το ενδεχόμενο κόστος για τη Δύση, και ειδικότερα για τις ΗΠΑ, από την ανάπτυξη του νεο-οθωμανικού αναθεωρητισμού.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν καθόλου δεν συμπαθεί, λέγεται, την «περίπτωση» του Ερντογάν. Αλλά η ελληνική κυβέρνηση δεν αγνοεί ότι το «βαθύ» Στέιτ Ντιπάρτμεντ ακολουθεί σήμερα με εμμονή την παραδοσιακή γραμμή της οπωσδήποτε διατήρησης της Τουρκίας εντός του ΝΑΤΟ.
Και ο υπουργός Εξωτερικών, Αντ. Μπλίνκεν, ζητά από την Ελλάδα να επιδείξει (για άλλη μία φορά) «κατανόηση» αυτής της γραμμής, καθώς μάλιστα μαίνεται ακόμα ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Η ελληνική πλευρά εκτιμά ότι ακόμα δεν έχει απαντηθεί από τα επιτελικά κέντρα της Ουάσινγκτον το ερώτημα πώς εννοεί η ηγεσία των ΗΠΑ την προοπτική στρατηγικής «συνεννόησής» της με έναν αυταρχικό ισλαμιστή αρχηγό.
ΜΕ ΡΕΑΛΙΣΜΟ
Η ελληνική κυβέρνηση σίγουρα δεν στερείται ρεαλισμού. Γνωρίζει τα δεδομένα της στρατηγικής των ΗΠΑ ως ηγέτιδας δύναμης των Δυτικών έναντι της Ρωσίας. Γνωρίζει και ότι η Μόσχα δεν αποδέχεται μια ευρωατλαντική σύνθεση πραγμάτων που θα «πέταγε έξω» τη Ρωσία. Η Αθήνα έχει πάρει, λοιπόν, θέση απέναντι σε αυτά. Ομως, φαίνεται να «ενοχλείται» ιδιαιτέρως σήμερα από το ότι η Ουάσινγκτον αγνοεί το τουρκικό «casus belli» και μπορεί να συζητά για την ενίσχυση της Τουρκίας με σύγχρονα πολεμικά αεροσκάφη, γνωρίζοντας ότι αυτά θα χρησιμοποιηθούν σε βάρος της Ελλάδας. Με λίγα λόγια, η Αθήνα μπορεί να μην το εκδηλώνει δημόσια, αλλά δυσαρεστείται από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ θεωρούν τη στρατηγική σύμμαχό τους Ελλάδα τόσο «δεδομένη» όταν σχεδιάζουν τις κινήσεις τους προς την «πολύτιμη σύμμαχο» Τουρκία.
Στην Ουάσινγκτον, πάντως, η ελληνική πλευρά θα έχει στις «αποσκευές» της τη σειρά των διεθνώς στέρεων νομικών επιχειρημάτων της, που καθιστούν παράνομες τις τουρκικές πολιτικές της «γαλάζιας πατρίδας» και απολύτως ισχυρές τις θέσεις της Ελλάδας για την άμυνα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, κατά τα οριζόμενα από Συνθήκες και από το Αρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ για το δικαίωμα αυτοάμυνας κάθε χώρας που υφίσταται στρατιωτική απειλή.
Στο ζήτημα αυτό, η Αθήνα είναι ανυποχώρητη και διαψεύδει τις φήμες περί «πιέσεων» από τρίτες δυνάμεις για «κατανόηση» της τουρκικής απαίτησης περί αφοπλισμού αυτών των νησιών απέναντι στην αποβατική Στρατιά του Αιγαίου, που διατηρεί η Τουρκία από τη δεκαετία του ’70.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 14/05/2022