Εκνευρισμός στην Άγκυρα από τη διεθνοποίηση των τουρκικών προκλήσεων από την Αθήνα - Προσπαθεί να αντιστρέψει τους ρόλους θύτη - θύματος ο Ερντογάν
Η ελληνική κυβέρνηση μεθοδικά αποδομεί τις απειλητικές κραυγές του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τηρώντας απαρέγκλιτα θεσμική στάση
Εντείνεται ο εκνευρισμός της Τουρκίας μετά τις κινήσεις - ματ της ελληνικής κυβέρνησης η οποία αφενός έχει φροντίσει να διεθνοποιήσει την τουρκική προκλητικότητα -σε επίπεδο ΕΕ, ΟΗΕ και διά της ομιλίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Κογκρέσο- αφετέρου δε τηρεί ψύχραιμη και θεσμική στάση σε επίπεδο διπλωματίας.
Η ελληνική κυβέρνηση μεθοδικά αποδομεί τις απειλητικές κραυγές του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κρατώντας χαμηλά τους τόνους. Με επιστολή της στον ΟΗΕ την Πέμπτη κατέρριψε τις έωλες τουρκικές αιτιάσεις τεκμηριώνοντας τις ελληνικές θέσεις βάσει του Διεθνούς Δικαίου.
Η τακτική αυτή έχει προκαλέσει αναβρασμό στην Τουρκία που προσπαθεί να αντεπιτεθεί κατηγορώντας την Αθήνα για προκλητικές ενέργειες στο Αιγαίο.
Στο ανακοινωθέν της χθεσινής συνεδρίασης του τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, η Ελλάδα εγκαλείται για πρόκληση εντάσεων στο Αιγαίο, μολονότι η Άγκυρα επιδίδεται τα τελευταία εικοσιτετράωρα σε ένα μπαράζ υπερπτήσεων και παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου, αυξάνοντας παράλληλα τις μεταναστευτικές ροές στο αρχιπέλαγος.
Σύμφωνα με το τουρκικό ανακοινωθέν, «εξετάστηκαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας οι εντεινόμενες προκλητικές ενέργειες της Ελλάδας στο Αιγαίο που παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο και τις Συνθήκες στις οποίες είναι συμβαλλόμενο μέρος (υπαινιγμός για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών), όπως εξετάστηκαν και οι προσπάθειες της Ελλάδας να καταχραστεί τις συμμαχίες στις οποίες είναι μέλος και στις οποίες θα πρέπει ουσιαστικά να συνεργάζεται», όπως αναφέρεται, με εμφανή την αιχμή ως προς το υψηλό επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, μετά το πρόσφατο ταξίδι του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στις ΗΠΑ.
«Ξεκαθαρίσαμε ότι θα συνεχίσουμε με αποφασιστικότητα να υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του έθνους μας» επισημαίνεται ακόμη από πλευράς του τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, το οποίο συνεδρίασε χθες το απόγευμα και ενώ είχαν προηγηθεί νέες προκλητικές δηλώσεις δια στόματος του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Επιστρέφοντας από το Ισραήλ, με το οποίο η Άγκυρα επιχειρεί επανεκκίνηση των διπλωματικών τους σχέσεων, ο Τούρκος ΥΠΕΞ απείλησε λέγοντας πως «δεν μπλοφάρουμε. Εάν η Αθήνα δεν συμμορφωθεί, θα πάμε τα πράγματα μπροστά», και επανέλαβε το αίτημα «αποστρατικοποίησης των νησιών» του Αιγαίου.
Εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια της τουρκικής ηγεσίας για το επιτυχές ταξίδι του κ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, ο Τσαβούσογλου ανέφερε, σύμφωνα με τη Hurriyet, πως «έχουμε πει ανοιχτά στις ΗΠΑ: Έχουν μια πολιτική ισορροπίας τόσο στην Κύπρο όσο και στην Τουρκία και την Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου. Βλέπουμε μια απόκλιση από αυτή την ισορροπία, το είπαμε στον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν, κάναμε προειδοποίηση στις ΗΠΑ. Αν και ο κόσμος είπε ότι οι βάσεις σε μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ δεν αποτελούν απειλή για μια άλλη χώρα του ΝΑΤΟ, αυτή η αύξηση δεν διέφυγε της προσοχής μας, φυσικά».
Η απόπειρα του Ερντογάν να περάσει την εντύπωση πως η Ελλάδα είναι ο θύτης στη διμερή αντιπαράθεση καθώς και ότι «απειλεί», αποτυπώνει την αγωνία της Άγκυρας να μετακυλήσει τις ευθύνες της για την πρόκληση έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο, σε μια περίοδο παγκόσμιας ρευστότητας, με τη διεθνή κοινότητα να επιχειρεί να κλείσει επιμέρους πληγές. Στην προσπάθεια «θυματοποίησης» της Άγκυρας φαίνεται να επέδρασε τόσο η διεθνής εκστρατεία ενημέρωσης από πλευράς της Αθήνας για τις εντεινόμενες προκλήσεις της γειτονικής χώρας, όσο και η επιστολή της ελληνικής κυβέρνησης προς τον ΟΗΕ, καθώς η Τουρκία εμφανίζεται ως παράγοντας αποσταθεροποίησης της περιφερειακής ειρήνης και σταθερότητας.
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, η επιστολή αποτελεί προϊόν πολύμηνης ενδελεχούς συνεργασίας από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών, με την οποία απορρίπτονται στο σύνολό τους οι τουρκικοί ισχυρισμοί, ως αβάσιμοι νομικά, ιστορικά και επί των πραγματικών γεγονότων. Στο κείμενό της, η ελληνική πλευρά καταρρίπτει την τουρκική επιχειρηματολογία περί «διασύνδεσης» της ελληνικής κυριαρχίας των νησιών και των παρακείμενων νήσων του Αιγαίου με την δήθεν υποχρέωση αποστρατικοποίησης των νησιών αυτών.
Αντίθετα, υπογραμμίζεται ότι η διασύνδεση αυτή αποτελεί καθαρή αθέτηση τόσο του γράμματος όσο και του πνεύματος της συνθήκης της Λωζάννης του 1923 και της συνθήκης των Παρισίων του 1947 (σ.σ. τις οποίες επικαλέστηκε στις δηλώσεις του ο Τούρκος ΥΠΕΞ), που ορίζουν μόνιμα σύνορα και εδαφικά δικαιώματα στις χώρες που αναφέρονται, χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος όρος ή υποχρέωση.
Επιπλέον, τονίζεται ότι σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, όταν τα κράτη συνομολογούν μια συνθήκη που ορίζει σύνορα ή εδαφική κυριαρχία, ο βασικός σκοπός τους είναι να επιτύχουν σταθερότητα και τελικό καθεστώς (finality). Για τον λόγο αυτό, όταν μια συνθήκη ορίζει ένα σύνορο ή μια οριστική εδαφική διευθέτηση, αυτή η διευθέτηση αποτελεί ένα πραγματικό γεγονός από μόνο του, το οποίο δεν εξαρτάται πλέον από την συνθήκη.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο ορισμός ενός συνόρου αποτελεί μια αυτόνομη πραγματικότητα και δημιουργεί μονιμότητα. Αντιθέτως, στην επιστολή της Ελληνίδας Μονίμου Αντιπροσώπου υποδεικνύεται ότι οι τουρκικές μονομερείς αιτιάσεις υπονομεύουν αναφανδόν την περιφερειακή ειρήνη και ασφάλεια. Παράλληλα, τονίζεται ότι τα νησιά αυτά, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (άρθρο 121 (2), έχουν δικαιώματα σε χωρικά ύδατα, αποκλειστική οικονομική ζώνη και υφαλοκρηπίδα.
Ακόμη, η επιστολή απορρίπτει στο σύνολό τους τις τουρκικές αιτιάσεις σχετικά με την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, υπογραμμίζοντας ότι οι αιτιάσεις αυτές, οι οποίες δεν στέκουν νομικά, αλλά έχουν καθαρά πολιτικά κίνητρα, τροφοδοτούν έτι περαιτέρω την αστάθεια που προκαλεί η Τουρκία με τις ενέργειές της.
Σαφής αναφορά γίνεται και στην κλιμάκωση της επιθετικότητας της Τουρκίας, με την επίκληση του casus belli, καθώς και την στάθμευση έναντι των νησιών του Αιγαίου, μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων, καθώς επισημαίνεται η παραβατική συμπεριφορά της Τουρκίας με ιδιαίτερα απειλητικές ενέργειες, τόσο με τις υπερπτήσεις ελληνικού εδάφους, όσο και με την παρενόχληση πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού και ερευνητικών σκαφών.
Η επιστολή καταλήγει λέγοντας ότι η Ελλάδα καλεί την Τουρκία να σταματήσει να αμφισβητεί την κυριαρχία επί των νησιών του Αιγαίου, να απέχει από την απειλή χρήσης βίας, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 2(4) του Χάρτη ου ΟΗΕ, και να σταματήσει να πραγματοποιεί παράνομες ενέργειες, οι οποίες παραβιάζουν την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τέλος, επισημαίνεται ότι η Ελλάδα παραμένει πεπεισμένη ότι οι δύο χώρες μπορούν να επιλύσουν την μοναδική τους διαφορά, ήτοι τον ορισμό της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, στο πλαίσιο των σχέσεων καλής γειτονίας και πάντα στη βάση του Διεθνούς Δίκαιο.
Στη διάρκεια της συνάντησης, ο κ. Μητσοτάκης έθεσε προς τον κ. Σέντερ το ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας, τονίζοντας ότι η ΕΕ έχει στρατηγικό συμφέρον στη διατήρηση ενός σταθερού και ασφαλούς περιβάλλοντος στην περιοχή της Μεσογείου, ιδίως σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία. Στο ίδιο πλαίσιο, αναφορά έγινε και στο μεταναστευτικό, αλλά και στην ανάγκη αποτελεσματικής προστασίας των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ και επίδειξης αλληλεγγύης προς τις χώρες της πρώτης γραμμής, στη σκιά της απότομης αύξησης των μεταναστευτικών ροών τις τελευταίες ημέρες.
Η ελληνική κυβέρνηση μεθοδικά αποδομεί τις απειλητικές κραυγές του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κρατώντας χαμηλά τους τόνους. Με επιστολή της στον ΟΗΕ την Πέμπτη κατέρριψε τις έωλες τουρκικές αιτιάσεις τεκμηριώνοντας τις ελληνικές θέσεις βάσει του Διεθνούς Δικαίου.
Η τακτική αυτή έχει προκαλέσει αναβρασμό στην Τουρκία που προσπαθεί να αντεπιτεθεί κατηγορώντας την Αθήνα για προκλητικές ενέργειες στο Αιγαίο.
Στο ανακοινωθέν της χθεσινής συνεδρίασης του τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, η Ελλάδα εγκαλείται για πρόκληση εντάσεων στο Αιγαίο, μολονότι η Άγκυρα επιδίδεται τα τελευταία εικοσιτετράωρα σε ένα μπαράζ υπερπτήσεων και παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου, αυξάνοντας παράλληλα τις μεταναστευτικές ροές στο αρχιπέλαγος.
Σύμφωνα με το τουρκικό ανακοινωθέν, «εξετάστηκαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας οι εντεινόμενες προκλητικές ενέργειες της Ελλάδας στο Αιγαίο που παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο και τις Συνθήκες στις οποίες είναι συμβαλλόμενο μέρος (υπαινιγμός για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών), όπως εξετάστηκαν και οι προσπάθειες της Ελλάδας να καταχραστεί τις συμμαχίες στις οποίες είναι μέλος και στις οποίες θα πρέπει ουσιαστικά να συνεργάζεται», όπως αναφέρεται, με εμφανή την αιχμή ως προς το υψηλό επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, μετά το πρόσφατο ταξίδι του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στις ΗΠΑ.
«Ξεκαθαρίσαμε ότι θα συνεχίσουμε με αποφασιστικότητα να υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του έθνους μας» επισημαίνεται ακόμη από πλευράς του τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, το οποίο συνεδρίασε χθες το απόγευμα και ενώ είχαν προηγηθεί νέες προκλητικές δηλώσεις δια στόματος του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Επιστρέφοντας από το Ισραήλ, με το οποίο η Άγκυρα επιχειρεί επανεκκίνηση των διπλωματικών τους σχέσεων, ο Τούρκος ΥΠΕΞ απείλησε λέγοντας πως «δεν μπλοφάρουμε. Εάν η Αθήνα δεν συμμορφωθεί, θα πάμε τα πράγματα μπροστά», και επανέλαβε το αίτημα «αποστρατικοποίησης των νησιών» του Αιγαίου.
Εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια της τουρκικής ηγεσίας για το επιτυχές ταξίδι του κ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, ο Τσαβούσογλου ανέφερε, σύμφωνα με τη Hurriyet, πως «έχουμε πει ανοιχτά στις ΗΠΑ: Έχουν μια πολιτική ισορροπίας τόσο στην Κύπρο όσο και στην Τουρκία και την Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου. Βλέπουμε μια απόκλιση από αυτή την ισορροπία, το είπαμε στον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν, κάναμε προειδοποίηση στις ΗΠΑ. Αν και ο κόσμος είπε ότι οι βάσεις σε μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ δεν αποτελούν απειλή για μια άλλη χώρα του ΝΑΤΟ, αυτή η αύξηση δεν διέφυγε της προσοχής μας, φυσικά».
Επικαλούνται τώρα το... Διεθνές Δίκαιο
Ο Τσαβούσογλου επιχείρησε να δώσει νομική βάση στα επιχειρήματα της γειτονικής χώρας, λέγοντας πως «από την άλλη πλευρά, είναι αντίθετο με το διεθνές δίκαιο να ακυρώσει η Ελλάδα το καθεστώς των νησιών που της δόθηκαν υπό όρους στο πλαίσιο των Ειρηνευτικών Συμφωνιών της Λωζάννης του 1923 και του 1947 των Παρισίων. Όποιον λόγο και να βρει η Ελλάδα, η δικαίωσή της δεν ισχύει. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις, ότι δεν θα οπλίσει αυτά τα νησιά; Η Ελλάδα τα έχει οπλίσει από το 1960 και είπαμε ότι αν δεν υποχωρήσει, θα ξεκινήσει η συζήτηση για την κυριαρχία, είναι ξεκάθαρο».Η απόπειρα του Ερντογάν να περάσει την εντύπωση πως η Ελλάδα είναι ο θύτης στη διμερή αντιπαράθεση καθώς και ότι «απειλεί», αποτυπώνει την αγωνία της Άγκυρας να μετακυλήσει τις ευθύνες της για την πρόκληση έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο, σε μια περίοδο παγκόσμιας ρευστότητας, με τη διεθνή κοινότητα να επιχειρεί να κλείσει επιμέρους πληγές. Στην προσπάθεια «θυματοποίησης» της Άγκυρας φαίνεται να επέδρασε τόσο η διεθνής εκστρατεία ενημέρωσης από πλευράς της Αθήνας για τις εντεινόμενες προκλήσεις της γειτονικής χώρας, όσο και η επιστολή της ελληνικής κυβέρνησης προς τον ΟΗΕ, καθώς η Τουρκία εμφανίζεται ως παράγοντας αποσταθεροποίησης της περιφερειακής ειρήνης και σταθερότητας.
Η ελληνική απάντηση μέσω ΟΗΕ
στην ελληνική επιστολή, την οποία επέδωσε στο Γ.Γραμματέα του ΟΗΕ η Μόνιμη Αντιπρόσωπος της Ελλάδας Μαρία Θεοφίλη κατόπιν οδηγιών του Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια, απαντώνται αναλυτικά τα επιχειρήματα που είχε καταθέσει η τουρκική πλευρά στον Οργανισμό, με επιστολή της, στις 30 Σεπτεμβρίου 2021.Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, η επιστολή αποτελεί προϊόν πολύμηνης ενδελεχούς συνεργασίας από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών, με την οποία απορρίπτονται στο σύνολό τους οι τουρκικοί ισχυρισμοί, ως αβάσιμοι νομικά, ιστορικά και επί των πραγματικών γεγονότων. Στο κείμενό της, η ελληνική πλευρά καταρρίπτει την τουρκική επιχειρηματολογία περί «διασύνδεσης» της ελληνικής κυριαρχίας των νησιών και των παρακείμενων νήσων του Αιγαίου με την δήθεν υποχρέωση αποστρατικοποίησης των νησιών αυτών.
Αντίθετα, υπογραμμίζεται ότι η διασύνδεση αυτή αποτελεί καθαρή αθέτηση τόσο του γράμματος όσο και του πνεύματος της συνθήκης της Λωζάννης του 1923 και της συνθήκης των Παρισίων του 1947 (σ.σ. τις οποίες επικαλέστηκε στις δηλώσεις του ο Τούρκος ΥΠΕΞ), που ορίζουν μόνιμα σύνορα και εδαφικά δικαιώματα στις χώρες που αναφέρονται, χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος όρος ή υποχρέωση.
Επιπλέον, τονίζεται ότι σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, όταν τα κράτη συνομολογούν μια συνθήκη που ορίζει σύνορα ή εδαφική κυριαρχία, ο βασικός σκοπός τους είναι να επιτύχουν σταθερότητα και τελικό καθεστώς (finality). Για τον λόγο αυτό, όταν μια συνθήκη ορίζει ένα σύνορο ή μια οριστική εδαφική διευθέτηση, αυτή η διευθέτηση αποτελεί ένα πραγματικό γεγονός από μόνο του, το οποίο δεν εξαρτάται πλέον από την συνθήκη.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο ορισμός ενός συνόρου αποτελεί μια αυτόνομη πραγματικότητα και δημιουργεί μονιμότητα. Αντιθέτως, στην επιστολή της Ελληνίδας Μονίμου Αντιπροσώπου υποδεικνύεται ότι οι τουρκικές μονομερείς αιτιάσεις υπονομεύουν αναφανδόν την περιφερειακή ειρήνη και ασφάλεια. Παράλληλα, τονίζεται ότι τα νησιά αυτά, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (άρθρο 121 (2), έχουν δικαιώματα σε χωρικά ύδατα, αποκλειστική οικονομική ζώνη και υφαλοκρηπίδα.
Ακόμη, η επιστολή απορρίπτει στο σύνολό τους τις τουρκικές αιτιάσεις σχετικά με την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, υπογραμμίζοντας ότι οι αιτιάσεις αυτές, οι οποίες δεν στέκουν νομικά, αλλά έχουν καθαρά πολιτικά κίνητρα, τροφοδοτούν έτι περαιτέρω την αστάθεια που προκαλεί η Τουρκία με τις ενέργειές της.
Σαφής αναφορά γίνεται και στην κλιμάκωση της επιθετικότητας της Τουρκίας, με την επίκληση του casus belli, καθώς και την στάθμευση έναντι των νησιών του Αιγαίου, μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων, καθώς επισημαίνεται η παραβατική συμπεριφορά της Τουρκίας με ιδιαίτερα απειλητικές ενέργειες, τόσο με τις υπερπτήσεις ελληνικού εδάφους, όσο και με την παρενόχληση πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού και ερευνητικών σκαφών.
Η επιστολή καταλήγει λέγοντας ότι η Ελλάδα καλεί την Τουρκία να σταματήσει να αμφισβητεί την κυριαρχία επί των νησιών του Αιγαίου, να απέχει από την απειλή χρήσης βίας, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 2(4) του Χάρτη ου ΟΗΕ, και να σταματήσει να πραγματοποιεί παράνομες ενέργειες, οι οποίες παραβιάζουν την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τέλος, επισημαίνεται ότι η Ελλάδα παραμένει πεπεισμένη ότι οι δύο χώρες μπορούν να επιλύσουν την μοναδική τους διαφορά, ήτοι τον ορισμό της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, στο πλαίσιο των σχέσεων καλής γειτονίας και πάντα στη βάση του Διεθνούς Δίκαιο.
Διεθνοποίηση της τουρκικής προκλητικότητας
Παράλληλα με την νομική τεκμηρίωση του σημερινού status quo, όπως αυτή απορρέει από το Διεθνές Δίκαιο, η Αθήνα δίνει συνέχεια στην ενημέρωση για την τουρκική προκλητικότητα, περιλαμβάνοντας τις παραβατικές ενέργειες της Τουρκίας στην ατζέντα όλων των διμερών επαφών του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως συνέβη χθες με την επίσκεψη του Πρωθυπουργού της Βαυαρίας, Μάρκους Σέντερ, στο Μέγαρο Μαξίμου.Στη διάρκεια της συνάντησης, ο κ. Μητσοτάκης έθεσε προς τον κ. Σέντερ το ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας, τονίζοντας ότι η ΕΕ έχει στρατηγικό συμφέρον στη διατήρηση ενός σταθερού και ασφαλούς περιβάλλοντος στην περιοχή της Μεσογείου, ιδίως σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία. Στο ίδιο πλαίσιο, αναφορά έγινε και στο μεταναστευτικό, αλλά και στην ανάγκη αποτελεσματικής προστασίας των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ και επίδειξης αλληλεγγύης προς τις χώρες της πρώτης γραμμής, στη σκιά της απότομης αύξησης των μεταναστευτικών ροών τις τελευταίες ημέρες.