Η εξέλιξη της Συνόδου Κορυφής στη Μαδρίτη μετράται ήδη από την ελληνική διπλωματία σε σχέση με το πώς μπορεί να υπολογίζει πλέον η Αθήνα στις εκτιμήσεις και αντιδράσεις του ΝΑΤΟ απέναντι στις πολεμικές απειλές της Τουρκίας -αύριο, ίσως και με πόλεμο επί του πεδίου- κατά της Ελλάδας.

Persona gratissima, ιδιαίτερα επιθυμητό πρόσωπο, σήμερα επί χάρτου ο Ερντογάν για τη συμμαχία της Δύσης και μένει να διαπιστωθεί τι ακριβώς θα σημάνει για το ΝΑΤΟ το ενδεχόμενο πολέμου Ελλάδας - Τουρκίας.

Η πολιτική ταπείνωση της Σουηδίας και της Φινλανδίας, που υπέγραψαν μνημόνιο αποδοχής τουρκικών όρων, υπό πίεση, δεν στέλνει ευχάριστα μηνύματα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ομως είναι τώρα φανερό ότι η συμμαχία της Δύσης, παρ’ ότι σε σύγχυση, αγγίζει τα όρια της συνοχής της και δεν αποπνέει πλέον καμία συμπάθεια προς την αναθεωρητική Τουρκία. Ο,τι κι αν πήρε ο Ερντογάν από τη Μαδρίτη, σημασία έχει για την Αθήνα ότι τα παιχνίδια του στο Αιγαίο είναι τώρα υπό παρακολούθηση από τις ΗΠΑ, που ευθέως ζητούν από την Αγκυρα σταθερότητα στην περιοχή.

Στη Σύνοδο της Μαδρίτης, τα παρασκήνια είχαν τον πρώτο ρόλο. Με «διευθυντή ορχήστρας» τον Λευκό Οίκο. Η Αθήνα είχε στείλει εκεί τα δικά της «μηνύματα». Η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει ότι η Ουάσινγκτον δεν επέτρεψε στον Ερντογάν να εγείρει στη Μαδρίτη ζήτημα άμυνας και κυριαρχίας ελληνικών νησιών.

Η Σύνοδος Κορυφής δεν άντεχε προφανώς έναν ελληνοτουρκικό καβγά μέσα στο ΝΑΤΟ, στη σημερινή φάση. Γενικότερα, οι ΗΠΑ εκτιμούν ότι δεν πρέπει να εμπλακεί το ΝΑΤΟ στη διένεξη Ελλάδας - Τουρκίας - γι’ αυτό και ο γενικός γραμματέας, Γ. Στόλτενμπεγκ, εκλεκτός του Βερολίνου, πήρε, όπως λέγεται στα παρασκήνια, κακό βαθμό από την Ουάσινγκτον με την αδέξια και πολιτικά ανόητη παρέμβασή του, προσφάτως, εκνευρίζοντας πολύ την Αθήνα.

Καραμπόλες

Επί της ουσίας, η εμμονή των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ για ήττα της Ρωσίας από τη Δύση δεν άλλαξε βαθμό πίεσης, ούτε και άλλαξε τίποτε η Μαδρίτη στη ζοφερή κατάσταση που έχει δημιουργήσει η παράφρων αναθεωρητική ρητορική της πολεμοχαρούς Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Αν πάλι κάτι άλλαξε, αυτό θα φανεί στη συνέχεια τούτο το καλοκαίρι. Εκείνο που ζωηρά εντυπώθηκε στη Σύνοδο της Μαδρίτης είναι η αντίφαση μεταξύ της ενίσχυσης των δυνάμεων του ΝΑΤΟ γύρω από την αντίπαλο Ρωσία, με τουρκική κατάφαση, και της άρνησης της Αγκυρας να κόψει το νήμα των σχέσεών της με την Μόσχα. Και είναι αυτή η αντίφαση που τώρα προβληματίζει έντονα και την ελληνική πολιτική ηγεσία, καθώς όλα δείχνουν ότι το σκηνικό στην περιοχή μας θα παραμείνει επικίνδυνα «ανοικτό» και δεκτικό για απρόβλεπτες καραμπόλες προσεχώς.

Η ελληνική διπλωματία εκτιμά, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, ότι η Ουάσινγκτον δεν επιθυμεί μεν να αποκλείσει σε τούτη τη φάση τη ΝΑΤΟϊκή σύμμαχο Τουρκία από τον ενίσχυσή της με ορισμένα σύγχρονα αεροπορικά συστήματα -το ίδιο και για την Ελλάδα-, αλλά διαχειρίζεται προσεκτικά τις πολιτικές της Αγκυρας έναντι των ΗΠΑ στην περιοχή μας και τις σχέσεις του Ερντογάν με τη Μόσχα.

Ειδικότερα, η αμερικανική διπλωματία ενοχλείται εξαιρετικά από τη διασύνδεση των βάσεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα με το ενδεχόμενο πολέμου στο Αιγαίο, που διατυπώνει η Αγκυρα, η οποία υποστηρίζει, ως γνωστόν, ότι αυτές οι βάσεις σημαδεύουν την Τουρκία και όχι τη Ρωσία. Γι’ αυτό (και για πολλά άλλα), άλλωστε, η συνάντηση Μπάιντεν - Ερντογάν στη Μαδρίτη έγινε σε ψυχρό κλίμα και σε τίποτε δεν ευνόησε ουσιαστικά τη βελτίωση των σχέσεων ΗΠΑ - Τουρκίας.

Οι αρχές και οι εκπτώσεις

Προβληματική είναι η εικόνα μιας Συμμαχίας που παραβιάζει τις καταστατικές αρχές της, για να κρατήσει κοντά της με υψηλό τίμημα την Τουρκία του αυταρχικού ισλαμιστή Ταγίπ Ερντογάν. Γηράσκοντας το ΝΑΤΟ επιβεβαιώνει σε πρώτο επίπεδο τη στρατιωτική δύναμή του, αλλά ακυρώνει τις ίδιες τις καταστατικές πολιτικές αρχές του.

Τον Απρίλιο του 1949, οι συμβαλλόμενοι στο Σύμφωνο «διαδηλώνουν την πίστη τους στους σκοπούς και τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών» και προσθέτουν ότι «έχουν αποφασίσει να διαφυλάξουν την ελευθερία, τις κοινές παραδόσεις, τον πολιτισμό των λαών τους, που είναι θεμελιωμένες στις δημοκρατικές αρχές της ατομικής ελευθερίας και του κράτους Δικαίου».

Από τις 28 Ιουνίου 2022 τα παραπάνω αμφισβητούνται με παρέμβαση της αναθεωρητικής Τουρκίας. Δύο ευρωπαϊκές, δημοκρατικές χώρες, προκειμένου να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, υποχρεώνονται να επιβεβαιώσουν τις θεμιτές ανησυχίες ασφαλείας του ισλαμικού καθεστώτος Ερντογάν, αλλάζοντας προ τούτο έως και το εσωτερικό Δίκαιό τους. Πρόκειται για ιστορικών διαστάσεων ήττα των δημοκρατικών αρχών της Δύσης, που πνίγηκαν στα νερά των αναγκών του ΝΑΤΟ.