Κερδίζει τη µάχη του Κέντρου η Ν∆ - Πώς οι μετακινήσεις ψηφοφόρων επιβεβαιώνουν την κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη
Οι εισροές ψηφοφόρων από άλλα κόµµατα είναι εντυπωσιακά περισσότερες υπέρ του κυβερνώντος
Πάντοτε προβάλλεται ως πιο εντυπωσιακό στοιχείο στις έρευνες της κοινής γνώµης η διαφορά στην πρόθεση ψήφου µεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κόµµατος.
Παρ’ όλ’ αυτά και ανεξαρτήτως του ότι επί µία τριετία διακυβέρνησης της Ν.∆. η διαφορά υπέρ αυτής παραµένει σταθερή, υπάρχουν άλλα στοιχεία που συνήθως κανείς -και εν πάση περιπτώσει οι αναγνώστες των γκάλοπ- δεν τους δίνει τη δέουσα σηµασία. Και τα οποία, όµως, επιβεβαιώνουν, πέραν της πρόθεσης ψήφου, ποιος θα είναι ο βέβαιος νικητής στην προσεχή εκλογική αναµέτρηση.
Ας πάρουµε για παράδειγµα την τελευταία δηµοσκόπηση της εταιρείας Marc. Οι εισροές ψηφοφόρων από άλλα κόµµατα προς τη Νέα ∆ηµοκρατία, όπως καταγράφονται σε σχέση µε τις εισροές προς το κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, είναι εντυπωσιακά περισσότερες υπέρ του κυβερνώντος κόµµατος.
Ειδικότερα όσον αφορά τους ψηφοφόρους των δύο αυτών κοµµάτων: από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ ένα όχι και τόσο ευκαταφρόνητο ποσοστό της τάξεως του 8,2% κατευθύνεται προς τη Νέα ∆ηµοκρατία. Αντιστοίχως, ένα ποσοστό 4,4% αυτών που είχαν ψηφίσει τη Ν.∆. φαίνεται να κατευθύνεται προς τoν ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, σε σχέση µε τον ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα ∆ηµοκρατία κερδίζει ένα καθαρό ποσοστό κοντά στο 4% στη σχέση των εισροών ψηφοφόρων από το ένα κόµµα στο άλλο.
Αυτή η υπέρ της Ν.∆. σχέση δείχνει ασφαλώς το αποτέλεσµα της σύγκρισης δύο διαφορετικών διακυβερνήσεων, της τότε του ΣΥΡΙΖΑ και της τωρινής της Ν.∆., που έχουν κάνει αυτοί που είχαν προτιµήσει το 2015 το κόµµα τής «για πρώτη φορά Αριστεράς».
Υπάρχει, όµως, κι ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, µε βάση την εκλογική εµπειρία που λέει ότι στην ανάδειξη κυβερνήσεων σηµαντικό ρόλο παίζουν οι µετακινήσεις όσων αυτοπροσδιορίζονται ότι ευρίσκονται στον κεντρώο και κεντροαριστερό χώρο. Αναλύοντας και πάλι τις εισροές προς Ν.∆. και ΣΥΡΙΖΑ από άλλα κόµµατα, θα διαπιστώσουµε ότι οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ. ΑΛ. οδεύουν προς τη Νέα ∆ηµοκρατία σε ποσοστό 7,2%, ενώ προς τον ΣΥΡΙΖΑ πηγαίνει ένα ποσοστό µόνο 2,4%.
Για την περίπτωση των αναγκαστικών κυβερνήσεων συνεργασίας, στην περίπτωση δηλαδή που δεν προκύπτει αυτοδυναµία από την εκλογική αναµέτρηση, οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. προτιµούν µία κυβέρνηση συνεργασίας µε βάση τη Ν.∆. σε ποσοστό 52,9%, ενώ µόλις ένα 17,5% από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. είναι υπέρ µιας συµµαχικής κυβέρνησης µε βάση τον ΣΥΡΙΖΑ!
Τα στοιχεία αυτά αποτελούν και στην πράξη έναν ιδεολογικό κόλαφο για τον Αλέξη Τσίπρα και το κόµµα του, διότι αυτοί είναι που έχουν εδώ και χρόνια αποδυθεί σε µία προσπάθεια να πείσουν την κοινωνία ότι αποτελούν τη νέα Κεντροαριστερά στη χώρα µας.
Οµως, οι αυτοπροσδιοριζόµενοι ως κεντροαριστεροί, µε την προτίµησή τους προς τη Ν.∆., όπως περιγράφηκε πιο πάνω, στην ουσία αποδοκιµάζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, µη έχοντας πειστεί για τη δήθεν στροφή του. Και έχουν συνειδητοποιήσει ότι βρίσκεται ακόµη στην προσπάθεια να στραφεί προς το Κέντρο, απέχοντας ακόµη πολύ από τον στόχο του. Στη σχέση αυτή των εισροών και διαρροών αντιστοίχως µεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ., και πάλι το ισοζύγιο είναι σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ.
∆ιότι ενώ, όπως είδαµε πιο πάνω, ένα ποσοστό µόλις 2,4% κατευθύνεται από το ΚΙΝ.ΑΛ. προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως υπάρχει µία διαρροή από τον ΣΥΡΙΖΑ προς το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ., που ανέρχεται σε ένα ποσοστό του 6,6%. Ελλειµµατικό, µε άλλα λόγια, και αυτό το ισοζύγιο για το κόµµα της Κουµουνδούρου.
Μία άλλη, τέλος, κραυγαλέα αποδοκιµασία του ΣΥΡΙΖΑ από την κοινή γνώµη -µε όποια σηµασία κι αν αυτό έχει- είναι και η εξής: επί µήνες τώρα ο Αλέξης Τσίπρας ζητάει πρόωρες εκλογές. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσδιόρισε, βάσει των θεσµικών του πεποιθήσεων, ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της κυβερνητικής θητείας.
Κι εδώ υπάρχει µία εµφανέστατη αποδοκιµασία του ΣΥΡΙΖΑ από την κοινωνία και, αντιθέτως, επιδοκιµασία του πρωθυπουργού για την απόφασή του αυτή. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό εκείνων των πολιτών που θέλουν εξάντληση της κυβερνητικής θητείας µέσα σε έναν µήνα σχεδόν υπερδιπλασιάστηκε και από 26,2% ανέβηκε στο 58,5%.
Σε απλά ελληνικά, αυτό σηµαίνει ότι η κοινή γνώµη αναγνωρίζει τους κρίσιµους εξωγενείς λόγους που επιβάλλουν την πολιτική σταθερότητα που εξασφαλίζει η θητεία της σηµερινής κυβέρνησης, κάτι που σκοπίµως παραγνωρίζει ο Αλέξης Τσίπρας, για καθαρά µικροκοµµατικούς λόγους.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 30 Ιουλίου 2022
Παρ’ όλ’ αυτά και ανεξαρτήτως του ότι επί µία τριετία διακυβέρνησης της Ν.∆. η διαφορά υπέρ αυτής παραµένει σταθερή, υπάρχουν άλλα στοιχεία που συνήθως κανείς -και εν πάση περιπτώσει οι αναγνώστες των γκάλοπ- δεν τους δίνει τη δέουσα σηµασία. Και τα οποία, όµως, επιβεβαιώνουν, πέραν της πρόθεσης ψήφου, ποιος θα είναι ο βέβαιος νικητής στην προσεχή εκλογική αναµέτρηση.
Ας πάρουµε για παράδειγµα την τελευταία δηµοσκόπηση της εταιρείας Marc. Οι εισροές ψηφοφόρων από άλλα κόµµατα προς τη Νέα ∆ηµοκρατία, όπως καταγράφονται σε σχέση µε τις εισροές προς το κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, είναι εντυπωσιακά περισσότερες υπέρ του κυβερνώντος κόµµατος.
Ειδικότερα όσον αφορά τους ψηφοφόρους των δύο αυτών κοµµάτων: από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ ένα όχι και τόσο ευκαταφρόνητο ποσοστό της τάξεως του 8,2% κατευθύνεται προς τη Νέα ∆ηµοκρατία. Αντιστοίχως, ένα ποσοστό 4,4% αυτών που είχαν ψηφίσει τη Ν.∆. φαίνεται να κατευθύνεται προς τoν ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, σε σχέση µε τον ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα ∆ηµοκρατία κερδίζει ένα καθαρό ποσοστό κοντά στο 4% στη σχέση των εισροών ψηφοφόρων από το ένα κόµµα στο άλλο.
Αυτή η υπέρ της Ν.∆. σχέση δείχνει ασφαλώς το αποτέλεσµα της σύγκρισης δύο διαφορετικών διακυβερνήσεων, της τότε του ΣΥΡΙΖΑ και της τωρινής της Ν.∆., που έχουν κάνει αυτοί που είχαν προτιµήσει το 2015 το κόµµα τής «για πρώτη φορά Αριστεράς».
Υπάρχει, όµως, κι ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, µε βάση την εκλογική εµπειρία που λέει ότι στην ανάδειξη κυβερνήσεων σηµαντικό ρόλο παίζουν οι µετακινήσεις όσων αυτοπροσδιορίζονται ότι ευρίσκονται στον κεντρώο και κεντροαριστερό χώρο. Αναλύοντας και πάλι τις εισροές προς Ν.∆. και ΣΥΡΙΖΑ από άλλα κόµµατα, θα διαπιστώσουµε ότι οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ. ΑΛ. οδεύουν προς τη Νέα ∆ηµοκρατία σε ποσοστό 7,2%, ενώ προς τον ΣΥΡΙΖΑ πηγαίνει ένα ποσοστό µόνο 2,4%.
Τους καλύπτει
Αυτή η σχέση έχει τη σηµασία της, διότι καταδεικνύει ότι η Νέα ∆ηµοκρατία µε την τακτική που έχει τηρήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει παγιώσει στη συνείδηση των κεντρώων-κεντροαριστερών ότι καλύπτει και τον εκλογικά νευραλγικό κεντρώο χώρο. Επιβεβαίωση αυτής της διαπίστωσης αποτελεί κι ένα άλλο στοιχείο.Για την περίπτωση των αναγκαστικών κυβερνήσεων συνεργασίας, στην περίπτωση δηλαδή που δεν προκύπτει αυτοδυναµία από την εκλογική αναµέτρηση, οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. προτιµούν µία κυβέρνηση συνεργασίας µε βάση τη Ν.∆. σε ποσοστό 52,9%, ενώ µόλις ένα 17,5% από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. είναι υπέρ µιας συµµαχικής κυβέρνησης µε βάση τον ΣΥΡΙΖΑ!
Τα στοιχεία αυτά αποτελούν και στην πράξη έναν ιδεολογικό κόλαφο για τον Αλέξη Τσίπρα και το κόµµα του, διότι αυτοί είναι που έχουν εδώ και χρόνια αποδυθεί σε µία προσπάθεια να πείσουν την κοινωνία ότι αποτελούν τη νέα Κεντροαριστερά στη χώρα µας.
Οµως, οι αυτοπροσδιοριζόµενοι ως κεντροαριστεροί, µε την προτίµησή τους προς τη Ν.∆., όπως περιγράφηκε πιο πάνω, στην ουσία αποδοκιµάζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, µη έχοντας πειστεί για τη δήθεν στροφή του. Και έχουν συνειδητοποιήσει ότι βρίσκεται ακόµη στην προσπάθεια να στραφεί προς το Κέντρο, απέχοντας ακόµη πολύ από τον στόχο του. Στη σχέση αυτή των εισροών και διαρροών αντιστοίχως µεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ., και πάλι το ισοζύγιο είναι σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ.
∆ιότι ενώ, όπως είδαµε πιο πάνω, ένα ποσοστό µόλις 2,4% κατευθύνεται από το ΚΙΝ.ΑΛ. προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως υπάρχει µία διαρροή από τον ΣΥΡΙΖΑ προς το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ., που ανέρχεται σε ένα ποσοστό του 6,6%. Ελλειµµατικό, µε άλλα λόγια, και αυτό το ισοζύγιο για το κόµµα της Κουµουνδούρου.
Μία άλλη, τέλος, κραυγαλέα αποδοκιµασία του ΣΥΡΙΖΑ από την κοινή γνώµη -µε όποια σηµασία κι αν αυτό έχει- είναι και η εξής: επί µήνες τώρα ο Αλέξης Τσίπρας ζητάει πρόωρες εκλογές. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσδιόρισε, βάσει των θεσµικών του πεποιθήσεων, ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της κυβερνητικής θητείας.
Κι εδώ υπάρχει µία εµφανέστατη αποδοκιµασία του ΣΥΡΙΖΑ από την κοινωνία και, αντιθέτως, επιδοκιµασία του πρωθυπουργού για την απόφασή του αυτή. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό εκείνων των πολιτών που θέλουν εξάντληση της κυβερνητικής θητείας µέσα σε έναν µήνα σχεδόν υπερδιπλασιάστηκε και από 26,2% ανέβηκε στο 58,5%.
Σε απλά ελληνικά, αυτό σηµαίνει ότι η κοινή γνώµη αναγνωρίζει τους κρίσιµους εξωγενείς λόγους που επιβάλλουν την πολιτική σταθερότητα που εξασφαλίζει η θητεία της σηµερινής κυβέρνησης, κάτι που σκοπίµως παραγνωρίζει ο Αλέξης Τσίπρας, για καθαρά µικροκοµµατικούς λόγους.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 30 Ιουλίου 2022