Ευρύτερες διαστάσεις αποκτούν σταδιακά τα πεδία στα οποία κινούνται οι δυνάμεις που αναζητούν νέους στρατηγικούς ρόλους και επιρροές στον μεταβαλλόμενο κόσμο του 2022. Ήδη διαγράφονται στον ορίζοντα εξελίξεις που τείνουν να αλλάξουν στρατηγικά δεδομένα και ισορροπίες πολλών δεκαετιών σε Δύση και Ανατολή.

Η εξωτερική πολιτική της Αθήνας μπορεί να στέκει «απέναντι» στη Ρωσία, αλλά αυτό δεν αρκεί για να καλυφθούν αυτομάτως οι στρατηγικές ανάγκες της χώρας. Αναπόφευκτα, ο πόλεμος Δύσης - Ρωσίας έχει προκαλέσει στην Ευρώπη δραματικές εντάσεις. Στο τοπίο αυτό, τα πράγματα έχουν γίνει δύσκολα και για την Ελλάδα, με την πολιτική ηγεσία και τη διπλωματία της υποχρεωμένες να αναζητήσουν «σταθερές» στο διεθνές περιβάλλον και να διευρύνουν τα πεδία των προβληματισμών τους.

Οι διεθνείς εξελίξεις οδηγούν στην ανάγκη για ενίσχυση της «περιφερειακής όρασης» των διαχειριστών της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Το απαιτούν αυτό και οι ευέλικτες πολιτικές που ασκεί η Τουρκία στο μεταβαλλόμενο διεθνές σκηνικό.

Η θέση της Ελλάδας στη «μεγάλη εικόνα» των εξελίξεων δεν είναι σήμερα κεντρική, παρ’ ότι είναι σοβαρά τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Σύμφωνα με πληροφορίες από έγκυρες διπλωματικές πηγές, η κυβέρνηση δεν παύει να προσέχει και να μετρά τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό του Ταγίπ Ερντογάν, αλλά υπολογίζει και άλλα σημαντικά πράγματα, όπως: το πόσο «κοντά» στην Ελλάδα είναι πλέον η Μαύρη Θάλασσα ως πεδίο στρατηγικής αντιπαράθεσης της Ρωσίας με ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, με τις αμερικανικές βάσεις στη Θράκη να έχουν πια σημαντικό ρόλο στην περιοχή και να «απασχολούν» τη Μόσχα όσο και την Τουρκία. Επιπλέον, με δεδομένο ότι η Μόσχα κατατάσσει ρητώς την Ελλάδα στον κατάλογο των «εχθρών» της και ότι η Τουρκία κρατά ανοικτές τις πόρτες της συνεργασίας της με τον πρόεδρο Πούτιν, η Αθήνα μετράει τις πιθανότητες να εμπλακεί σε ένα ορατό μέλλον η Ελλάδα σε στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ, που θα την έφερναν «πρόσωπο με πρόσωπο» με τη Ρωσία. Δεν είναι πλέον καθόλου «ακραίο» αυτό το ενδεχόμενο, κατά την άποψη της στρατιωτικής ηγεσίας και των αναλυτών του υπουργείου Εξωτερικών.


ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

Στα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας, κοινή είναι η εκτίμηση ότι, με δεδομένη την επίμονη επιθετικότητα της Τουρκίας, η στρατιωτικά ενισχυμένη Αθήνα πρέπει να διασφαλίσει σταθερό το βαλκανικό της μέτωπο και ειδικά να επιδιώξει τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με τη στρατηγική σύμμαχο Βουλγαρία, άσχετα με το κατά πόσον μπορεί να υπάρχουν διπλωματικά προβλήματα στις σχέσεις της Σόφιας με τα Σκόπια ή με την Ε.Ε.

Κατά τις ίδιες πηγές, το γενικότερο σχέδιο εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας σήμερα είναι να εμπλουτίσει και να στερεώσει διπλωματικές και στρατιωτικές σχέσεις με φιλικές της τρίτες χώρες, έτσι ώστε μια απόπειρα της Αγκυρας να πλήξει την Ελλάδα να είναι εκ των προτέρων αδύνατη ή εξόχως «δαπανηρή» για την Τουρκία.

Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής αντίληψης, η Αθήνα επανέρχεται στην ενίσχυση των συνεργασιών της με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Οι δύο αυτές χώρες δεν θέλουν να γίνει ποτέ «τουρκική» η Κύπρος, θέλουν να τους προσφέρει ανοικτούς θαλάσσιους ορίζοντες η Ελλάδα προς την Ευρώπη, αλλά δεν θέλουν να «αγνοήσουν» την Τουρκία, που «παίζει» στην Ανατολική Μεσόγειο, χωρίς να αγνοεί τη στρατηγική των ΗΠΑ στην περιοχή αυτή στη βάση της συμμαχίας 3+1. Η ελληνική διπλωματία κινείται τώρα με υπολογισμό των εξελίξεων που γεννά και για την Ανατολική Μεσόγειο η τριμερής συνεργασία Ρωσίας και Τουρκίας με το Ιράν. Και κινείται επίσης με δεδομένο ότι ΗΠΑ και ΝΑΤΟ εξακολουθούν έως σήμερα να επιμένουν ότι είναι προς το συμφέρον της Συμμαχίας της Δύσης η παραμονή της «άτακτης» Τουρκίας στους κόλπους της.

Η ελληνική διπλωματία σχεδιάζει πάντως τις κινήσεις της εκτιμώντας ότι αργά ή γρήγορα η συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ θα καταστεί αφόρητη για όλα τα μέρη, καθώς θα επιταχύνεται προσεχώς και η συνεργασία της Αγκυρας με το Πεκίνο. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε μεγάλη αναταραχή στο διεθνές περιβάλλον της Ελλάδας. Στόχος της Αθήνας είναι να έχει προετοιμαστεί στρατιωτικά και πολιτικά, ώστε να μην αιφνιδιαστεί από «απότομες» εξελίξεις, που θα προκαλούσαν στην περιοχή μας η Τουρκία και τρίτες χώρες.

Ας σημειωθεί ότι, πέρα από όλα αυτά, ορισμένοι διπλωματικοί παράγοντες συνιστούν στην πολιτική ηγεσία να μην ξεχνά ότι ο κορυφαίος στόχος των ΗΠΑ είναι να επιβάλουν την πλήρη αποκοπή της Ρωσίας από την Ευρώπη και να ελέγξουν τα πράγματα στην Ε.Ε., που διαρκώς αποδυναμώνεται. Αυτή η κίνηση της ηγεσίας Τζο Μπάιντεν δεν ενισχύει το «ευρωπαϊκό πρόσωπο» της Ελλάδας στην Ε.Ε. Και αυτό απαιτεί, τονίζουν διπλωματικοί κύκλοι, την κατά το δυνατόν γρήγορη «αλλαγή ταχυτήτων» της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας, που έχει μεν ανανεωθεί την τελευταία διετία, αλλά κατά βάθος παραμένει «συντηρητική».

*Δημοσιεύθηκε στα «Παραπολιτικά» στις 30/07/2022