Kατρούγκαλος για Αϋφαντή: Δεν είχαμε ανάγκη να «ικετεύουμε» την Τουρκία - Στον χώρο του φανταστικού η αφήγηση του Πρέσβη
Ο Τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ απάντησε για τις δηλώσεις του Πρέσβη επί τιμή
Συνέντευξη στο Ρ/Σ Κόκκινο παραχώρησε ο Γιώργος Κατρούγκαλος από τις ΗΠΑ, όπου βρίσκεται, στο πλαίσιο του παγκοσμίου συνεδρίου της Διεθνούς Ακαδημίας Συγκριτικού Δικαίου, και μεταξύ άλλων σχολίασε τις δηλώσεις του Πρέσβη επί τιμή, Γεωργίου Αϋφαντή, ο οποίος μετέφερε παρασκήνια από την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο κ. Αϋφαντής μεταξύ άλλων δήλωσε: «Τον θυμάμαι τον κύριο Κατρούγκαλο όταν ήμουν Πρέσβης το 2019 στην Σύνοδο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Είχε έρθει και ο κύριος Τσαβούσογλου στο Ελσίνκι, τον οποίο ικέτευε για μία συνάντηση. Να τον ικετεύει και να του λέει ο άλλος: “Να καθίσουμε σε έναν καναπέ να τα πούμε βρε παιδί μου. Όχι”».
Ο Τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε απαντώντας στον Πρέσβη επί τιμή ότι τις άκουσε με έκπληξη και λύπη, γιατί ο πρέσβης ήταν πολύ καλός διπλωμάτης, που σταδιακά όμως άρχιζε να έχει προβληματική επαφή με την πραγματικότητα. Η περίοδος εκείνη ήταν περίοδος σημαντικών επιτυχιών για την ελληνική διπλωματία και καθόλου δεν είχαμε ανάγκη να «ικετεύουμε» την Τουρκία, δήλωσε ο κ. Κατρούγκαλος.
Είχε προηγηθεί ένα μήνα πριν η πολιτική συμφωνία για τον αγωγό EastMed και ένα μήνα μετά, τον Ιούνιο του 2019, ο Αλέξης Τσίπρας έπαιρνε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ομόφωνη απόφαση για κυρώσεις για τις τουρκικές γεωτρήσεις στην Κύπρο, αλλά και τις απειλές κατά της δικής μας χώρας. Μόνον ενδοτικότητα δεν δείχνουν όλα αυτά.
Κατά τον κ. Κατρούγκαλο, το ότι κινείται συνολικά στο χώρο του φανταστικού η αφήγηση αυτή προκύπτει και από την περιγραφή του κ. Αϋφαντή ότι, τάχα, μετά την έξοδο του από τη συνάντηση και παρουσία των διπλωματών, συνεργάτης του είπε «μούφα, κ. υπουργέ, μούφα». Δεν χρειάζεται να γνωρίζει κανείς από διπλωματία για να αντιληφθεί ότι κάτι τέτοιο είναι εντελώς εξωπραγματικό.
Ολοκληρώνοντας ο κ. Κατρούγκαλος δήλωσε ότι μοναδικός λόγος που συζητιέται το «γεγονός» αυτό είναι η μαζική αναπαραγωγή του από τον προπαγανδιστικό μηχανισμό της Νέας Δημοκρατίας, ένα μήνα μετά την δήλωση του πρέσβη και ενώ αυτή είχε περάσει, ευλόγως, εντελώς απαρατήρητη. Για μια ακόμη φορά το κυβερνητικό κόμμα προτιμά να κάνει μικροπολιτική στο χώρο της εξωτερικής πολιτικής, όπου παρόμοια παιχνίδια δεν χωράνε.
Ο κ. Αϋφαντής μεταξύ άλλων δήλωσε: «Τον θυμάμαι τον κύριο Κατρούγκαλο όταν ήμουν Πρέσβης το 2019 στην Σύνοδο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Είχε έρθει και ο κύριος Τσαβούσογλου στο Ελσίνκι, τον οποίο ικέτευε για μία συνάντηση. Να τον ικετεύει και να του λέει ο άλλος: “Να καθίσουμε σε έναν καναπέ να τα πούμε βρε παιδί μου. Όχι”».
Ο Τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε απαντώντας στον Πρέσβη επί τιμή ότι τις άκουσε με έκπληξη και λύπη, γιατί ο πρέσβης ήταν πολύ καλός διπλωμάτης, που σταδιακά όμως άρχιζε να έχει προβληματική επαφή με την πραγματικότητα. Η περίοδος εκείνη ήταν περίοδος σημαντικών επιτυχιών για την ελληνική διπλωματία και καθόλου δεν είχαμε ανάγκη να «ικετεύουμε» την Τουρκία, δήλωσε ο κ. Κατρούγκαλος.
Είχε προηγηθεί ένα μήνα πριν η πολιτική συμφωνία για τον αγωγό EastMed και ένα μήνα μετά, τον Ιούνιο του 2019, ο Αλέξης Τσίπρας έπαιρνε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ομόφωνη απόφαση για κυρώσεις για τις τουρκικές γεωτρήσεις στην Κύπρο, αλλά και τις απειλές κατά της δικής μας χώρας. Μόνον ενδοτικότητα δεν δείχνουν όλα αυτά.
Κατά τον κ. Κατρούγκαλο, το ότι κινείται συνολικά στο χώρο του φανταστικού η αφήγηση αυτή προκύπτει και από την περιγραφή του κ. Αϋφαντή ότι, τάχα, μετά την έξοδο του από τη συνάντηση και παρουσία των διπλωματών, συνεργάτης του είπε «μούφα, κ. υπουργέ, μούφα». Δεν χρειάζεται να γνωρίζει κανείς από διπλωματία για να αντιληφθεί ότι κάτι τέτοιο είναι εντελώς εξωπραγματικό.
Ολοκληρώνοντας ο κ. Κατρούγκαλος δήλωσε ότι μοναδικός λόγος που συζητιέται το «γεγονός» αυτό είναι η μαζική αναπαραγωγή του από τον προπαγανδιστικό μηχανισμό της Νέας Δημοκρατίας, ένα μήνα μετά την δήλωση του πρέσβη και ενώ αυτή είχε περάσει, ευλόγως, εντελώς απαρατήρητη. Για μια ακόμη φορά το κυβερνητικό κόμμα προτιμά να κάνει μικροπολιτική στο χώρο της εξωτερικής πολιτικής, όπου παρόμοια παιχνίδια δεν χωράνε.