Τρεις παράγοντες για αυτοδυναμία - Η περιορισμένη απήχηση ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ στην κοινωνία και η εμπιστοσύνη των πολιτών στον Κυριάκο Μητσοτάκη
Η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη όπως αποτυπώνεται στις έρευνες της κοινής γνώμης
Κι όμως. Παρά τις σκόπιμα αισιόδοξες αναφορές του Αλέξη Τσίπρα και των στελεχών του για το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ, οι πολιτικές συνθήκες δείχνουν ότι η Νέα Δημοκρατία θα μπορούσε να επιτύχει την αυτοδυναμία, την οποία επιθυμεί και μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος, όπως προκύπτει από όλες σχεδόν τις δημοσκοπήσεις.
Οπως εκτιμούν έγκυροι αναλυτές των ερευνών της κοινής γνώμης και επικεφαλής δημοσκοπικών εταιρειών, υπάρχει ένας συνδυασμός τριών συγκεκριμένων παραγόντων που μπορούν να οδηγήσουν το σημερινό κυβερνών κόμμα στην επιδιωκόμενη αυτοδυναμία. Ο πρώτος είναι η περιορισμένη απήχηση των προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινή γνώμη. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι όλες οι έρευνες -έστω και αν συστηματικά τις αμφισβητεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης- δείχνουν μια εμφανέστατη υστέρηση του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της σημερινής κυβέρνησης στην αντιμετώπιση όλων σχεδόν των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία. Ομως υστέρηση εμφανίζει προσωπικά και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας έναντι του Κυριάκου Μητσοτάκη ως προς την ικανότητα διακυβέρνησης, καθώς η κοινωνία εμπιστεύεται περισσότερο τον σημερινό πρωθυπουργό έναντι του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τα μεγάλα προβλήματα του τόπου. Η σταθερή αυτή υπεροχή κυβερνώντος κόμματος και πρωθυπουργού φέρνει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τον Αλέξη Τσίπρα, αν θεωρήσουμε ότι ο μακροβιότερος αυτός αριστερός αρχηγός υπήρξε το βασικό πλεονέκτημα της «για πρώτη φορά Αριστερά» και εξακολουθεί να απολαμβάνει της συντριπτικής υποστήριξης του ΣΥΡΙΖΑ για να οδηγήσει το κόμμα στις επερχόμενες εκλογικές μάχες.
Κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του μειονεκτούν σε ένα πολύ βασικό για τα ελληνικά νοικοκυριά ζήτημα, που είναι το κόστος της θέρμανσης και συνολικά το ενεργειακό πρόβλημα. Ενας δεύτερος πολιτικός παράγοντας που συνδυαστικά μπορεί να οδηγήσει στην αυτοδυναμία τη Νέα Δημοκρατία είναι η ακόμα πιο περιορισμένη κοινωνική απήχηση του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝ.ΑΛ. και του νέου αρχηγού του, του Νίκου Ανδρουλάκη. Παρατηρείται ότι ακόμα και από το ζήτημα της τηλεφωνικής παρακολούθησής του, που προσπάθησε ο κ. Ανδρουλάκης να το εκμεταλλευθεί, δεν κατόρθωσε είτε αυτός είτε το κόμμα του να αποκομίσει σημαντικό πολιτικό όφελος. Αλλωστε, το επίπεδο της δημοφιλίας του έναντι εκείνης του Αλέξη Τσίπρα υπήρχε και πριν από την υπόθεση των επισυνδέσεων, καθώς ήδη ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε αρχίσει να χάνει έδαφος εξαιτίας της άρσης από την ελληνική κοινωνία της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του!
Αυτοπεποίθηση
Πέραν όμως των δύο προαναφερθέντων σημαντικών παραγόντων που δίνουν μια σαφή υπεροχή της Νέας Δημοκρατίας, υπάρχει και μια τρίτη παράμετρος που εδραιώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το πρόσωπο του σημερινού πρωθυπουργού. Το γεγονός ότι, παρά τις επίμονες εισηγήσεις, δεν άλλαξε τον εκλογικό νόμο προς όφελος της Νέας Δημοκρατίας δεν έδειξε απλώς την προσήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη στους θεσμούς, αλλά επιβεβαίωσε προς τα έξω και την αυτοπεποίθηση για το αποτέλεσμα των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, η οποία πηγάζει από την επιτυχή έως σήμερα διαχείριση πολλαπλών κρίσεων. Την αυτοπεποίθηση αυτή αλλά και την επιλογή του Μαξίμου να αποφύγει εύκολα παρεξηγήσιμους από τους ψηφοφόρους πολιτικούς ελιγμούς τις έχει αξιολογήσει θετικά η ελληνική κοινωνία. Αυτό επίσης καταγράφεται σε δημοσκοπήσεις και «focus groups» που καταγράφουν οι εταιρείες.
Λαμβανομένων υπόψη των τριών αυτών σημαντικών παραγόντων, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι, με βάση τα σημερινά δημοσκοπικά στοιχεία ως προς την πρόθεση ψήφου με συγκεκριμένες αναγωγές, η Νέα Δημοκρατία ουδόλως αποκλείεται να επιτύχει ένα 34% με 35% στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση, η οποία, ως γνωστόν, θα διεξαχθεί με το σύστημα της απλής αναλογικής. Το ποσοστό αυτό οι σχετικές εκτιμήσεις το ανεβάζουν σε αυτό το επίπεδο αξιολογώντας το γενικότερο κλίμα πολιτικής αστάθειας στην Ευρώπη, εν μέσω τόσων προβλημάτων. Με άλλα λόγια, υποστηρίζεται ότι σε σχέση με το ευρωπαϊκό κλίμα η ελληνική κοινωνία εκτιμά πως έχει την τύχη να απολαμβάνει μια πολιτική σταθερότητα. Και υπό την έννοια αυτή γνωρίζει τι θα σήμαινε αν και η χώρα μας περιέπιπτε στη δίνη μιας πολιτικής ρευστότητας που θα διαρκούσε μακρύ χρόνο, έχοντας μάλιστα την εμπειρία των αναταράξεων της προηγούμενης δεκαετίας.
Με εκτιμώμενη λοιπόν την πολύ σοβαρή πιθανότητα να επιτύχει αυτό το εκλογικό ποσοστό με το σύστημα της απλής αναλογικής, οι αναλυτές θεωρούν τα εξής: Εκκινώντας από αυτό το ποσοστό, στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση -στην οποία είναι βέβαιο ότι θα καταφύγει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θέλοντας να «κάψει» κάθε σενάριο ακυβερνησίας- η Νέα Δημοκρατία μπορεί με σχετική ευκολία να πιάσει ένα ποσοστό της τάξεως του 38,2%, το οποίο θα της εξασφαλίζει την επιδιωκόμενη αυτοδυναμία. Σε αυτό ασφαλώς θα παίξει και τον ρόλο της η ελληνική κοινωνία, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί γενικότερη εκτίμηση πολιτικών αναλυτών ότι θα επιλέξει πλειοψηφικά την πολιτική σταθερότητα, αξιολογώντας συγχρόνως ότι η Ελλάδα την τελευταία τριετία πέρασε μάλλον με επιτυχία από επικίνδυνες Συμπληγάδες, που είχαν μάλιστα διαμορφωθεί από καθαρά εξωγενείς παράγοντες.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 29/10
Οπως εκτιμούν έγκυροι αναλυτές των ερευνών της κοινής γνώμης και επικεφαλής δημοσκοπικών εταιρειών, υπάρχει ένας συνδυασμός τριών συγκεκριμένων παραγόντων που μπορούν να οδηγήσουν το σημερινό κυβερνών κόμμα στην επιδιωκόμενη αυτοδυναμία. Ο πρώτος είναι η περιορισμένη απήχηση των προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινή γνώμη. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι όλες οι έρευνες -έστω και αν συστηματικά τις αμφισβητεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης- δείχνουν μια εμφανέστατη υστέρηση του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της σημερινής κυβέρνησης στην αντιμετώπιση όλων σχεδόν των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία. Ομως υστέρηση εμφανίζει προσωπικά και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας έναντι του Κυριάκου Μητσοτάκη ως προς την ικανότητα διακυβέρνησης, καθώς η κοινωνία εμπιστεύεται περισσότερο τον σημερινό πρωθυπουργό έναντι του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τα μεγάλα προβλήματα του τόπου. Η σταθερή αυτή υπεροχή κυβερνώντος κόμματος και πρωθυπουργού φέρνει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τον Αλέξη Τσίπρα, αν θεωρήσουμε ότι ο μακροβιότερος αυτός αριστερός αρχηγός υπήρξε το βασικό πλεονέκτημα της «για πρώτη φορά Αριστερά» και εξακολουθεί να απολαμβάνει της συντριπτικής υποστήριξης του ΣΥΡΙΖΑ για να οδηγήσει το κόμμα στις επερχόμενες εκλογικές μάχες.
Κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του μειονεκτούν σε ένα πολύ βασικό για τα ελληνικά νοικοκυριά ζήτημα, που είναι το κόστος της θέρμανσης και συνολικά το ενεργειακό πρόβλημα. Ενας δεύτερος πολιτικός παράγοντας που συνδυαστικά μπορεί να οδηγήσει στην αυτοδυναμία τη Νέα Δημοκρατία είναι η ακόμα πιο περιορισμένη κοινωνική απήχηση του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝ.ΑΛ. και του νέου αρχηγού του, του Νίκου Ανδρουλάκη. Παρατηρείται ότι ακόμα και από το ζήτημα της τηλεφωνικής παρακολούθησής του, που προσπάθησε ο κ. Ανδρουλάκης να το εκμεταλλευθεί, δεν κατόρθωσε είτε αυτός είτε το κόμμα του να αποκομίσει σημαντικό πολιτικό όφελος. Αλλωστε, το επίπεδο της δημοφιλίας του έναντι εκείνης του Αλέξη Τσίπρα υπήρχε και πριν από την υπόθεση των επισυνδέσεων, καθώς ήδη ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε αρχίσει να χάνει έδαφος εξαιτίας της άρσης από την ελληνική κοινωνία της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του!
Αυτοπεποίθηση
Πέραν όμως των δύο προαναφερθέντων σημαντικών παραγόντων που δίνουν μια σαφή υπεροχή της Νέας Δημοκρατίας, υπάρχει και μια τρίτη παράμετρος που εδραιώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το πρόσωπο του σημερινού πρωθυπουργού. Το γεγονός ότι, παρά τις επίμονες εισηγήσεις, δεν άλλαξε τον εκλογικό νόμο προς όφελος της Νέας Δημοκρατίας δεν έδειξε απλώς την προσήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη στους θεσμούς, αλλά επιβεβαίωσε προς τα έξω και την αυτοπεποίθηση για το αποτέλεσμα των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, η οποία πηγάζει από την επιτυχή έως σήμερα διαχείριση πολλαπλών κρίσεων. Την αυτοπεποίθηση αυτή αλλά και την επιλογή του Μαξίμου να αποφύγει εύκολα παρεξηγήσιμους από τους ψηφοφόρους πολιτικούς ελιγμούς τις έχει αξιολογήσει θετικά η ελληνική κοινωνία. Αυτό επίσης καταγράφεται σε δημοσκοπήσεις και «focus groups» που καταγράφουν οι εταιρείες. Λαμβανομένων υπόψη των τριών αυτών σημαντικών παραγόντων, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι, με βάση τα σημερινά δημοσκοπικά στοιχεία ως προς την πρόθεση ψήφου με συγκεκριμένες αναγωγές, η Νέα Δημοκρατία ουδόλως αποκλείεται να επιτύχει ένα 34% με 35% στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση, η οποία, ως γνωστόν, θα διεξαχθεί με το σύστημα της απλής αναλογικής. Το ποσοστό αυτό οι σχετικές εκτιμήσεις το ανεβάζουν σε αυτό το επίπεδο αξιολογώντας το γενικότερο κλίμα πολιτικής αστάθειας στην Ευρώπη, εν μέσω τόσων προβλημάτων. Με άλλα λόγια, υποστηρίζεται ότι σε σχέση με το ευρωπαϊκό κλίμα η ελληνική κοινωνία εκτιμά πως έχει την τύχη να απολαμβάνει μια πολιτική σταθερότητα. Και υπό την έννοια αυτή γνωρίζει τι θα σήμαινε αν και η χώρα μας περιέπιπτε στη δίνη μιας πολιτικής ρευστότητας που θα διαρκούσε μακρύ χρόνο, έχοντας μάλιστα την εμπειρία των αναταράξεων της προηγούμενης δεκαετίας.
Με εκτιμώμενη λοιπόν την πολύ σοβαρή πιθανότητα να επιτύχει αυτό το εκλογικό ποσοστό με το σύστημα της απλής αναλογικής, οι αναλυτές θεωρούν τα εξής: Εκκινώντας από αυτό το ποσοστό, στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση -στην οποία είναι βέβαιο ότι θα καταφύγει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θέλοντας να «κάψει» κάθε σενάριο ακυβερνησίας- η Νέα Δημοκρατία μπορεί με σχετική ευκολία να πιάσει ένα ποσοστό της τάξεως του 38,2%, το οποίο θα της εξασφαλίζει την επιδιωκόμενη αυτοδυναμία. Σε αυτό ασφαλώς θα παίξει και τον ρόλο της η ελληνική κοινωνία, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί γενικότερη εκτίμηση πολιτικών αναλυτών ότι θα επιλέξει πλειοψηφικά την πολιτική σταθερότητα, αξιολογώντας συγχρόνως ότι η Ελλάδα την τελευταία τριετία πέρασε μάλλον με επιτυχία από επικίνδυνες Συμπληγάδες, που είχαν μάλιστα διαμορφωθεί από καθαρά εξωγενείς παράγοντες.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 29/10