Τηλεφωνικές παρακολουθήσεις: Στα άκρα η διαμάχη μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ισίδωρου Ντογιάκου με επίκεντρο τη γνωμοδότηση για την ΑΔΑΕ
Τα «θερμά επεισόδια» ανάμεσα στην εισαγγελία του Άρειου Πάγου και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης
Η νοµική κατάρτιση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισιδώρου Ντογιάκου, η δυνατότητά του να παρεµβαίνει σε θέµατα δηµόσιου ενδιαφέροντος και η επιτακτική ανάγκη τήρησης της νοµιµότητας τα τελευταία 24ωρα έρχονται σε µετωπική σύγκρουση µε την πολιτική πόλωση, τον διχασµό και την ακραία αντιπαράθεση.
Πλέον, η διαµάχη ανάµεσα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και το κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης έχει φτάσει στα άκρα, µε επίκεντρο το ζήτηµα των παρακολουθήσεων, το οποίο άρχισε να ερευνάται από την καταγγελία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη, τον περασµένο Αύγουστο. Οι χειρισµοί των δικαστικών Αρχών στην πολυδαίδαλη αυτή υπόθεση, που απαιτεί έρευνα σε βάθος, έχουν µπει στο στόχαστρο της κριτικής, και όχι µόνο, του ΣΥΡΙΖΑ. Ο µεθοδικός και έµπειρος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ισίδωρος Ντογιάκος, µε τη γνωµοδότησή του για το θέµα των παρακολουθήσεων έβαλε «φρένο», ερµηνεύοντας τις πρόσφατες νοµοθετικές διατάξεις, στο δικαίωµα της Αρχής ∆ιασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α∆ΑΕ) να ζητάει ενηµέρωση από τους τηλεφωνικούς παρόχους για πρόσωπα που έχουν τεθεί σε καθεστώς παρακολούθησης.
Η γνωµοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προκάλεσε θερµό επεισόδιο µε τον ΣΥΡΙΖΑ, µε τον Αλέξη Τσίπρα να αντιδρά έντονα και να προκαλεί τον πρώτο τη τάξει εισαγγελέα της χώρας να τον… συλλάβει! Το κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης έχει σηκώσει την «παντιέρα» της αντισυνταγµατικότητας, ευθυγραµµιζόµενο µε µια σειρά από συνταγµατολόγους και νοµικούς, αλλά και την άποψη του προέδρου της Α∆ΑΕ, Χρήστου Ράµµου, που βάζουν στο στόχαστρο τη γνωµοδότηση Ντογιάκου.
Αιτιολογία
Από την άλλη, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αιτιολόγησε την έκδοση της γνωµοδότησής του επισηµαίνοντας ότι αφορά ένα ζήτηµα «γενικότερου ενδιαφέροντος» και εξηγώντας πως οι εισαγγελείς όλων των βαθµών διατυπώνουν γνώµες «µε επιστηµονικά, πάντοτε, κριτήρια και σύµφωνα µε τις ισχύουσες εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας τους» και ερµηνεύουν «δυσχερή ή ασαφή νοµικά θέµατα υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόµος και πριν βεβαίως επιληφθούν των αντίστοιχων υποθέσεων επί των οποίων εκδίδονται οι γνωµοδοτήσεις τα αρµόδια δικαστήρια».
∆εν εξέφρασε προσωπικές απόψεις στη γνωµοδότησή του, αλλά ερµήνευσε τις νοµοθετικές διατάξεις που ισχύουν αυτή τη στιγµή, µη φοβούµενος τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε
Προηγήθηκε τον περασµένο ∆εκέµβριο η επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στον κ. Ντογιάκο, µε τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ να καλεί τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να απευθυνθεί στους παρόχους κινητής τηλεφωνίας, προκειµένου να αναζητήσει στοιχεία για τις υποκλοπές. ∆ύο ηµέρες µετά, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε ενηµέρωση από την Α∆ΑΕ σχετικά µε τις εισαγγελικές διατάξεις άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών από τον Ιούλιο του 2019 και µετά που ενδεχοµένως αφορούν πολιτικά πρόσωπα.
Η απάντηση του κ. Ντογιάκου, σε νοµικό επίπεδο, ήρθε µέσω της γνωµοδότησής του, στην οποία επισηµαίνει ότι µόνο ο θιγόµενος πολίτης µπορεί να ζητήσει να ενηµερωθεί αν το τηλέφωνό του έχει παρακολουθηθεί και να ακολουθηθεί η νόµιµη διαδικασία που προβλέπεται, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του Αλέξη Τσίπρα. Ταυτόχρονα, ο κ. Ντογιάκος υπενθύµισε προς όλες τις πλευρές πως όποιος παραβιάζει την ισχύουσα νοµοθεσία αντιµετωπίζει ποινικές κυρώσεις.
Στη δίνη του κυκλώνα
Σε κάθε περίπτωση, ο προαχθείς από τον περασµένο Ιούλιο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, που µετρά 40 χρόνια στον δικαστικό κλάδο, στον οποίο εισήλθε το 1983, ερµήνευσε κατά τη γνώµη του τις νοµοθετικές διατάξεις που ισχύουν αυτή τη στιγµή, µη φοβούµενος τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε. Κάτι που έχει πράξει και άλλες φορές στο παρελθόν. Άλλωστε οι συγκρούσεις αυτές θεσµικού χαρακτήρα έχουν προηγούµενο επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ.
Στην πορεία του Ισίδωρου Ντογιάκου υπήρξαν πολλές αντιπαραθέσεις, αρκετές εκ των οποίων έλαβαν χώρα εκείνη την περίοδο. Οι θέσεις στις οποίες υπηρέτησε τότε, κοµβικής σηµασίας για τη λειτουργία της ∆ικαιοσύνης, σε συνδυασµό µε τη χρονική συγκυρία εκείνης της περιόδου, τον έφεραν στο επίκεντρο αντιπαράθεσης µε τους τότε κραταιούς πολιτικούς σχηµατισµούς και τους εκφραστές τους και µέσα στους κόλπους της ∆ικαιοσύνης.
Σε κάθε περίπτωση, η ανάδειξη πριν από έξι µήνες, τον Ιούλιο του 2022, του Ισίδωρου Ντογιάκου στη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από το Υπουργικό Συµβούλιο αποτέλεσε για πολλούς αυτονόητη επιλογή, καθώς πληρούσε και τις τυπικές και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις να αναλάβει τις συγκεκριµένες ευθύνες για το χρονικό διάστηµα ενός έτους µέχρι τη συνταξιοδότησή του.
Κι εάν όλα τα άλλα επιτεύγµατά του στη µακρά πορεία του δεν αρκούσαν, η πρόταση παραποµπής της Χρυσής Αυγής ως εγκληµατικής οργάνωσης σε δίκη είναι δεδοµένο ότι αποτέλεσε την «κορωνίδα» της διαδροµής του και του έδωσε το εισιτήριο για την είσοδό του στον Άρειο Πάγο και την επιλογή του στη θέση του επικεφαλής της Εισαγγελίας του ανώτατου δικαστηρίου.
Το υπόβαθρο
Τα όσα διαδραµατίζονται τις τελευταίες ηµέρες δεν αποτελούν πρωτοφανή γεγονότα. Το υπόβαθρο και η βαθύτερη ουσία της παρούσας αντιπαράθεσης ανάγονται πίσω, οκτώ χρόνια πριν, όταν ο κ. Ντογιάκος βρισκόταν στη θέση του διευθύνοντος την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, θέση στην οποία εξελέγη το 2014.
Ήδη πριν από την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. µερίδα του Τύπου, προσκείµενου στη σηµερινή αξιωµατική αντιπολίτευση, τον είχε στοχοποιήσει, µε αιχµή του δόρατος την υπόθεση Βγενόπουλου.
Στη συνέχεια, την περίοδο που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. έκανε τους πρώτους βηµατισµούς της και ο κ. Ντογιάκος χειριζόταν από τη θέση του προϊσταµένου της Εισαγγελίας Εφετών της Αθήνας σοβαρές, ειδικά εκείνη τη χρονική περίοδο, υποθέσεις, που απασχολούσαν την κοινή γνώµη, άνοιξαν σοβαρά µέτωπα µε την τότε εκτελεστική εξουσία. Σε αυτό συντέλεσε και το γεγονός πως στον χώρο της ∆ικαιοσύνης επικρατούσε «εµφύλιος πόλεµος», όπως πολλοί αναφέρουν. Και ο κ. Ντογιάκος βρέθηκε στο επίκεντρο αυτού του πολέµου πριν καν συµπληρώσει τον πρώτο του χρόνο στη θέση του επικεφαλής της Εισαγγελίας Εφετών. Στην αντίπερα όχθη ήταν η τότε πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου, η οποία βρισκόταν σε ευθεία αντιπαράθεση µε τον κ. Ντογιάκο.
Η εκλογή του
Το έναυσµα για την πειθαρχική διαδικασία που είχε κινηθεί σε βάρος του κ. Ντογιάκου αφορούσε την εκλογή του στη θέση του διευθύνοντος την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, µε επιχείρηµα ότι δεν είχε το δικαίωµα του εκλέγεσθαι. Παρά το γεγονός ότι η Επιθεώρηση του Αρείου Πάγου και πολλοί αντεισαγγελείς είχαν άλλη γνώµη, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου επέµεινε στη µη νοµιµότητα της εκλογής του.
Μάλιστα, υπήρξε και η παρέµβαση του τότε υπουργού ∆ικαιοσύνης, Νίκου Παρασκευόπουλου, ο οποίος ζήτησε, µέσω έφεσης, να επιβληθεί στον κ. Ντογιάκο ποινή βαρύτερη από αυτήν στην οποία αρχικά είχε καταδικαστεί. Ο κ. Ντογιάκος, όταν δεν του επιδόθηκε η πειθαρχική του ποινή, έθεσε υποψηφιότητα εκ νέου και οι συνάδελφοί του τον εξέλεξαν, εκδηλώνοντας την εµπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του, για να εκπέσει του αξιώµατός του λίγο αργότερα.
Η αντιπαράθεση εκείνης της εποχής, ωστόσο, δεν άφησε αλώβητο τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καθώς έγινε στόχος τροµοκρατικής επίθεσης, µε την τοποθέτηση το 2018 εκρηκτικού µηχανισµού έξω από το σπίτι του, ο οποίος δεν εξερράγη από τύχη, κάτι που ο κ. Ντογιάκος είχε αποδώσει στα «µέτωπα» που είχαν προκύψει επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ.
Στο µεταξύ, είχε προηγηθεί, στα µέσα του 2016, ακόµα µία σφοδρή επίθεση που είχε δεχθεί ο νυν εισαγγελέας του Αρείου Πάγου για την υπόθεση της Siemens λόγω αναβολής της δίκης, για να µεταφραστεί το βούλευµα, µε τον τότε υπουργό ∆ικαιοσύνης, Ν. Παρασκευόπουλο, να παρεµβαίνει και πάλι και να ζητάει επιτάχυνση της διαδικασίας.
Τα τελευταία χρόνια, πριν από την επιλογή του στη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο κ. Ντογιάκος υπηρετούσε αθόρυβα στο ανώτατο δικαστήριο, επιτελώντας όπως πάντα το καθήκον του. Πρόσφατα -πάντως- η υπόθεση της Siemens βρέθηκε και πάλι στον δρόµο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, µε την απαλλαγή όλων των κατηγορουµένων και τον κ. Ντογιάκο να διατάσσει έρευνα προς πάσα κατεύθυνση για το ενδεχόµενο ποινικών ευθυνών προσώπων που είχαν συµµετοχή στους δικονοµικούς χειρισµούς της υπόθεσης και συντέλεσαν ουσιαστικά στην παραγραφή των αξιόποινων πράξεων.