Μεταξύ του 2012 και του 2014, επί διακυβέρνησης Σαµαρά - Βενιζέλου, ο τότε αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, Αλέξης Τσίπρας, κήρυττε τον... προσωπικό του πολιτικό «ανένδοτο», που έµελλε να αποτελέσει το κεντρικό αφήγηµα του ΣΥΡΙΖΑ ακόµα και µετά την άνοδο της «πρώτη φορά Αριστεράς» στην εξουσία. Επρόκειτο για τη ρητορική περί ρήξης µε τη λεγόµενη µεταπολιτευτική διαπλοκή. Στην αιχµή βεβαίως του δόρατος αυτού του επικοινωνιακού πολέµου τοποθετήθηκε η σταθερή επιχείρηση «δαιµονοποίησης» του εγχώριου µιντιακού συστήµατος και των εκπροσώπων του.

syriza
Φυσικά, τους µήνες που ακολούθησαν την εκλογική νίκη του Αλέξη Τσίπρα τον Ιανουάριο του 2015, και κυρίως µετά τις δεύτερες εκλογές του Σεπτεµβρίου του ίδιου χρόνου, που διενεργήθηκαν στον απόηχο της... περήφανης διαπραγµάτευσης και των συνεπειών της, αποδείχθηκε περίτρανα ότι το µέτωπο ενάντια στη διαπλοκή δεν ήταν τίποτα άλλο παρά το περιτύλιγµα της προσπάθειας της τότε κυβέρνησης είτε να ελέγξει τα παραδοσιακά ΜΜΕ είτε να δηµιουργήσει το δικό της, αριστερόστροφο σύστηµα µαζικής επιρροής. Πρωταγωνιστής σε αυτό το εγχείρηµα, το απόλυτο alter ego του πρώην πρωθυπουργού για πολλά χρόνια. Ο λόγος για τον τότε υπουργό Επικρατείας, Νίκο Παππά, που σαν έτοιµος από καιρό προετοίµαζε µε µεθοδικότητα και αποφασιστικότητα τη µεγάλη κυβερνητική αντεπίθεση στο σύστηµα και τις δοµές των µίντια, βασικός άξονας της οποίας θα ήταν φυσικά ο διαγωνισµός για τις τηλεοπτικές συχνότητες στα τέλη Αυγούστου του 2016. Η αρχή είχε γίνει µε την υιοθέτηση µιας σκληρής επιχειρηµατολογίας ενάντια των παραδοσιακών µιντιακών συγκροτηµάτων. Το παλαιό Mega αποτέλεσε το απόλυτο σύµβολο της εικόνας ρήξης µε τους επιχειρηµατίες των media που ήθελε να προβάλλει το Μέγαρο Μαξίµου. Οπου είχε σταθεί δυνατό να βρεθούν κοινοί κώδικες επικοινωνίας (βλέπε περίπτωση «Πήγασου» της οικογένειας Μπόµπολα), η πολεµική περνούσε σε δεύτερη µοίρα, µε απόλυτη προτεραιότητα την αξιοποίηση των σχέσεων που καλλιεργούνταν µε τον µέχρι πρότινος... ταξικό και πολιτικό εχθρό. Αντιθέτως, σε περιπτώσεις -όπως του ιστορικού ∆ΟΛ- που για τον έναν ή τον άλλον λόγο δεν έδειξαν τη διάθεση να υπηρετήσουν τα σχέδια του συστήµατος Τσίπρα, κινήθηκαν µε συνοπτικές διαδικασίες οι προβλεπόµενες και µη ενέργειες απαξίωσής τους.

Το µεγάλο όραµα των... παιδιών του Μεγάρου Μαξίµου, όπως είχε χαρακτηρίσει κάποτε ο Θανάσης Καρτερός τον Αλέξη Τσίπρα, τον Νίκο Παππά, τον ∆ηµήτρη Τζανακόπουλο και τα υπόλοιπα πρωτοπαλλήκαρα του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν η δηµιουργία Μέσων, και ιδιαιτέρως ενός καναλιού που θα ελεγχόταν απόλυτα από τους ίδιους. Το πρόσωπο που θα έδινε υπόσταση σε αυτό το εγχείρηµα είχε βρεθεί και δεν ήταν άλλο από τον πλέον αναγνωρίσιµο επιχειρηµατία αριστερών καταβολών, µε µακρά πορεία στον χώρο των κατασκευών, αλλά και στις επάλξεις του ευρύτερου χώρου. Ο λόγος για τον Χρήστο Καλογρίτσα, το πρόσωπο του οποίου έκρυβε και ακόµα µία ισχυρή σηµειολογία, αφού ήταν κατά το παρελθόν ο εκδότης της εφηµερίδας της Αριστεράς υπό τον τίτλο «Πρώτη».

Τα παιδιά του Μαξίµου, η κουµπαριά µε τον συγκυβερνήτη, η περίεργη εγγυητική και το «Documento»


Ωστόσο, δεδοµένης της έντονης κοινωνικής του παρουσίας, διέθετε κι ένα άλλο «προσόν»: την κουµπαριά, επί τρία µάλιστα, µε τον τότε συγκυβερνήτη του Αλέξη Τσίπρα, Πάνο Καµµένο, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει ποικιλοτρόπως στις υπόγειες ζυµώσεις µε φόντο τη δηµοπράτηση των τεσσάρων τηλεοπτικών συχνοτήτων που χωρούσαν στη χώρα, σύµφωνα µε την περιβόητη εκ Φλωρεντίας γνωµοδότηση που είχε κάνει «σηµαία» ο Νίκος Παππάς. Μάλιστα, οι διεργασίες για τη σύσταση του εν λόγω καναλιού είχαν ξεκινήσει, όπως γνωρίζουν άπαντες, πριν ακόµα από τον διαγωνισµό, µε παρασκηνιακές διαβουλεύσεις στο Μέγαρο Μαξίµου. Τη στελέχωση του δηµοσιογραφικού δυναµικού, σύµφωνα µε πληροφορίες που δεν έχουν διαψευσθεί, είχε αναλάβει ο σηµερινός ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Χρήστος Αρβανίτης, συνεπικουρούµενος στις περισσότερες συσκέψεις από τον δηµοσιογράφο Θανάση Καρτερό και βεβαίως τον Νίκο Παππά, µε τις επαφές να πραγµατοποιούνται ακόµα και εντός του πρωθυπουργικού στρατηγείου.

Το πρόβληµα στην περίπτωση του Χρήστου Καλογρίτσα ήταν ότι, όπως είχε ξεκαθαρίσει εξαρχής ο ίδιος, δεν ήταν σε θέση να παράσχει τις οικονοµικές εγγυήσεις τόσο για τη διεκδίκηση της τηλεοπτικής άδειας όσο και για το κόστος λειτουργίας του σταθµού. Ωστόσο, τότε ο υπουργός Επικρατείας ανέλαβε να τον καθησυχάσει, λέγοντας ότι το Μαξίµου θα ήταν εκείνο που θα αναλάµβανε δράση την κρίσιµη στιγµή.

Το plan B

Ο σάλος µε τα... βοσκοτόπια και την περιβόητη εγγυητική της Attica Bank, που επέτρεψαν στον Χρήστο Καλογρίτσα να εξασφαλίσει τα 3 εκατοµµύρια ευρώ (στη συνέχεια αποδείχθηκε µέσω της έρευνας της ∆ικαιοσύνης η εµπλοκή της οικογένειας Χούρι, CCC, στο κοµµάτι της εξεύρεσης του συγκεκριµένου ποσού) για να συµµετάσχει στη διαγωνιστική διαδικασία, ήταν µια προσωρινή λύση, ωστόσο άπαντες ήρθαν προ της σκληρής πραγµατικότητας ενόψει της... λυπητερής για την πρώτη δόση του αντίτιµου της άδειας που έπρεπε να καταβληθεί λίγες µόλις ηµέρες αργότερα. Το ποσό ανερχόταν στα 17,5 εκατοµµύρια ευρώ και, όπως είχε διαµηνύσει εξαρχής ο επιχειρηµατίας, δεν είχε τη δυνατότητα να το καλύψει.

Στο πλαίσιο αυτό, µε την προτροπή και την καθοδήγηση του Μεγάρου Μαξίµου µπήκε σε εφαρµογή το plan b, που προέβλεπε την άµεση ή έµµεση ενίσχυση του εγχειρήµατος για τον ΣΥΡΙΖΑ από άλλους ισχυρούς επιχειρηµατίες που είχαν συµµετάσχει στον διαγωνισµό για τις τηλεοπτικές άδειες. Ενδεικτικές ήταν οι σχετικές αναφορές περί ραντεβού µε τον κύριο Καλογρίτσα, µε τις ευλογίες της τότε κυβέρνησης και του Νίκου Παππά, τόσο του Βαγγέλη Μαρινάκη όσο και του ∆ήµου Βερύκιου, ο οποίος γνώριζε από πρώτο χέρι τις επαφές µε τον εκλιπόντα πλέον ∆ηµήτρη Κοντοµηνά.

Βλέπετε, ο... έτοιµος Alpha είχε µπει στο µάτι του Μαξίµου τόσο πριν όσο και µετά τον διαγωνισµό, στον οποίο η πλευρά Κοντοµηνά δεν είχε εξασφαλίσει άδεια. Κάπου εδώ εισέρχεται στην εξίσωση -κι ενώ είχε προηγηθεί το µεγαλοπρεπές «άδειασµα» στον «δικό τους άνθρωπο», Χρήστο Καλογρίτσα, που εκτός των άλλων ήταν ο βασικός παράγων για την έκδοση του «Documento» του Κώστα Βαξεβάνη, το οποίο, ως γνωστόν, συνιστά τον δηµοσιογραφικό βραχίονα των επιθέσεων ενάντια στην κυβέρνηση και προσωπικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη- ο νέος αγαπηµένος της «πρώτη φορά Αριστεράς». Ο εκ Ροστόφ ορµώµενος Ιβάν Σαββίδης.