O... δρόμος για «προοδευτική διακυβέρνηση» - Οι πέντε βασικοί λόγοι που κάνουν σχεδόν αδύνατη τη σύμπλευση του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ
Η πλειοψηφία των πολιτών αντιλαμβάνεται ότι μεταξύ των δύο χώρων δεν υπάρχει επί της ουσίας ούτε πολιτική, ούτε ιδεολογική, αλλά ούτε και προγραμματική συμπόρευση
Η ψήφιση της απλής αναλογικής διαφημίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ ως τομή στο εκλογικό περιβάλλον της χώρας, ως μια ιστορική δικαίωση της Αριστεράς και ως καταλύτης εξελίξεων που θα σχηματοποιούσε το πολιτικό σκηνικό στα πρότυπα όσων κατά βάση ισχύουν σε σημαντικό τμήμα των ευρωπαϊκών χωρών.
Ανατρέχοντας ωστόσο στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την ψήφιση της απλής αναλογικής το 2016 έως και σήμερα που πρόκειται τελικά να εφαρμοστεί, δεν μπορούμε να διακρίνουμε, εκτός από το τελευταίο διάστημα, ουσιαστικές προσπάθειες που έκανε το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα προς την κατεύθυνση και την εμπέδωση ενός συνεργατικού κλίματος μεταξύ των πολιτικών χώρων που θεωρούνται όμοροι.
Συνέχεια της Δεξιάς
Κατά τα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ συνέχισε να θεωρείται ο βασικός υπαίτιος για τον πολιτικό και οικονομικό εκμαυλισμό της ελληνικής κοινωνίας, ενώ αντιμετωπιζόταν στην καλύτερη περίπτωση ως παρακολούθημα της Δεξιάς, ένα κόμμα σε αποδρομή, χωρίς ρόλο και πολιτικό περιεχόμενο.
Στον αντίποδα, η κυβερνητική συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ ήταν, και σε μεγάλο βαθμό παραμένει, ένα αξεπέραστο εμπόδιο που προκαλούσε ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που ήταν πλέον το μεγάλο κόμμα, και της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Κάποιες μεμονωμένες συνεργασίες στο κομμάτι της τοπικής αυτοδιοίκησης που στέφθηκαν με επιτυχία δεν στάθηκαν ικανές να φέρουν κοντά τους δύο χώρους σε κεντρικό επίπεδο και το χάσμα παρέμενε, αφού δεν υπήρχε πολιτικό βάθος.
Το ίδιο χρονικό διάστημα το ΚΙΝΑΛ αγωνιζόταν για την πολιτική του επιβίωση προασπιζόμενο την απόφασή του για τη συνεργασία του 2012 με τη ΝΔ ως λύση εθνικής ανάγκης, που επί της ουσίας συρρίκνωσε τις δυνάμεις του, έσωσε όμως τη χώρα από την άτακτη χρεοκοπία. Η αλλαγή ηγεσίας αναζωογόνησε τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ, αναπτέρωσε τις προσδοκίες της κομματικής βάσης και προώθησε ως στρατηγικό στόχο την ανακατάληψη της δεύτερης θέσης, με το αφήγημα της υπεύθυνης αξιωματικής αντιπολίτευσης που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την πολιτική κυριαρχία της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το διάστημα της δημοσκοπικής ανόδου του ΠΑΣΟΚ δεν ακούστηκε καμία φωνή που να καλούσε σε συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, τουναντίον, χωρίς να εκφράζεται από την ηγεσία, η βάση εμφορούταν από μάλλον ρεβανσιστικές διαθέσεις ενανντίον αυτών που υφάρπαξαν τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ και επιχείρησαν να το θέσουν στο περιθώριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2015 έως και την εκλογή Ανδρουλάκη οι μετακινήσεις ψηφοφόρων μεταξύ των δύο χώρων είχαν σταματήσει, σχηματοποιώντας μια εικόνα περιχαράκωσης ανάμεσα στα δύο κόμματα, τα οποία είχαν δημιουργήσει στεγανά και δεν επικοινωνούσαν τόσο σε επίπεδο βάσης όσο και ηγεσίας ούτε πολιτικά αλλά ούτε και «αισθητικά».
Η υπόθεση των υπόθεση των υποκλοπών τον Αύγουστο του 2022 διέλυσε τις προοπτικές συνεργασίας του ΠΑΣΟΚ με την κυβερνητική παράταξη και με πρωτοβουλία του Τσίπρα άρχισε να ξετυλίγεται το αφήγημα της προοδευτικής διακυβέρνησης, το οποίο ωστόσο και με βάση όσα παρουσιάσαμε παραπάνω πάσχει σε καίρια σημεία:
α) Οι δύο χώροι δεν συναντήθηκαν ποτέ πολιτικά τα τελευταία χρόνια.
β) Δεν έδωσαν ποτέ αμοιβαίες πολιτικές εξηγήσεις για όσα συνέβησαν κατά τη μνημονιακή περίοδο.
γ) Σε κανένα επίπεδο δεν έχει καλλιεργηθεί ένα μίνιμουμ σημείο εμπιστοσύνης.
δ) Και οι δύο διεκδικούν για τον εαυτό τους τον ίδιο ρόλο: να είναι ο δεύτερος πόλος απέναντι στην πολιτική ηγεμονία Μητσοτάκη.
ε) Παρά την αναγκαστική κεντροαριστερή μετατόπιση του Αλ. Τσίπρα, η οργανωτική βάση του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ριζοσπαστική και σε απόσταση από το ΠΑΣΟΚικό DNA.
Χάσμα ιδεολογικό
Η πλειοψηφία των πολιτών μπορεί να μην εμβαθύνει στα παραπάνω διαφοροποιητικά δεδομένα, αντιλαμβάνεται ωστόσο ότι μεταξύ των δύο χώρων δεν υπάρχει επί της ουσίας ούτε πολιτική, ούτε ιδεολογική, αλλά ούτε και προγραμματική συμπόρευση. Η όλη συζήτηση καθοδηγείται από ένα στείρο αντιπολιτευτικό περιεχόμενο που δαιμονοποιεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Αυτό είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό σημείο που αδυνατίζει την όλη επιχειρηματολογία, καθώς η μάχη δεν δίνεται στο πεδίο των ιδεών αλλά σε επίπεδο προσώπων. Και σε αυτό το επίπεδο η καθαρή πρόταση προέρχεται από τον πρωθυπουργό. Τα μηνύματα της άλλης πλευράς παραμένουν δυσνόητα, ευκαιριακά και θολά.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ της Κυριακής στις 19/2
Ανατρέχοντας ωστόσο στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την ψήφιση της απλής αναλογικής το 2016 έως και σήμερα που πρόκειται τελικά να εφαρμοστεί, δεν μπορούμε να διακρίνουμε, εκτός από το τελευταίο διάστημα, ουσιαστικές προσπάθειες που έκανε το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα προς την κατεύθυνση και την εμπέδωση ενός συνεργατικού κλίματος μεταξύ των πολιτικών χώρων που θεωρούνται όμοροι.
Συνέχεια της Δεξιάς
Κατά τα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ συνέχισε να θεωρείται ο βασικός υπαίτιος για τον πολιτικό και οικονομικό εκμαυλισμό της ελληνικής κοινωνίας, ενώ αντιμετωπιζόταν στην καλύτερη περίπτωση ως παρακολούθημα της Δεξιάς, ένα κόμμα σε αποδρομή, χωρίς ρόλο και πολιτικό περιεχόμενο. Στον αντίποδα, η κυβερνητική συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ ήταν, και σε μεγάλο βαθμό παραμένει, ένα αξεπέραστο εμπόδιο που προκαλούσε ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που ήταν πλέον το μεγάλο κόμμα, και της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Κάποιες μεμονωμένες συνεργασίες στο κομμάτι της τοπικής αυτοδιοίκησης που στέφθηκαν με επιτυχία δεν στάθηκαν ικανές να φέρουν κοντά τους δύο χώρους σε κεντρικό επίπεδο και το χάσμα παρέμενε, αφού δεν υπήρχε πολιτικό βάθος.
Το ίδιο χρονικό διάστημα το ΚΙΝΑΛ αγωνιζόταν για την πολιτική του επιβίωση προασπιζόμενο την απόφασή του για τη συνεργασία του 2012 με τη ΝΔ ως λύση εθνικής ανάγκης, που επί της ουσίας συρρίκνωσε τις δυνάμεις του, έσωσε όμως τη χώρα από την άτακτη χρεοκοπία. Η αλλαγή ηγεσίας αναζωογόνησε τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ, αναπτέρωσε τις προσδοκίες της κομματικής βάσης και προώθησε ως στρατηγικό στόχο την ανακατάληψη της δεύτερης θέσης, με το αφήγημα της υπεύθυνης αξιωματικής αντιπολίτευσης που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την πολιτική κυριαρχία της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το διάστημα της δημοσκοπικής ανόδου του ΠΑΣΟΚ δεν ακούστηκε καμία φωνή που να καλούσε σε συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, τουναντίον, χωρίς να εκφράζεται από την ηγεσία, η βάση εμφορούταν από μάλλον ρεβανσιστικές διαθέσεις ενανντίον αυτών που υφάρπαξαν τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ και επιχείρησαν να το θέσουν στο περιθώριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2015 έως και την εκλογή Ανδρουλάκη οι μετακινήσεις ψηφοφόρων μεταξύ των δύο χώρων είχαν σταματήσει, σχηματοποιώντας μια εικόνα περιχαράκωσης ανάμεσα στα δύο κόμματα, τα οποία είχαν δημιουργήσει στεγανά και δεν επικοινωνούσαν τόσο σε επίπεδο βάσης όσο και ηγεσίας ούτε πολιτικά αλλά ούτε και «αισθητικά».
Η υπόθεση των υπόθεση των υποκλοπών τον Αύγουστο του 2022 διέλυσε τις προοπτικές συνεργασίας του ΠΑΣΟΚ με την κυβερνητική παράταξη και με πρωτοβουλία του Τσίπρα άρχισε να ξετυλίγεται το αφήγημα της προοδευτικής διακυβέρνησης, το οποίο ωστόσο και με βάση όσα παρουσιάσαμε παραπάνω πάσχει σε καίρια σημεία:
α) Οι δύο χώροι δεν συναντήθηκαν ποτέ πολιτικά τα τελευταία χρόνια.
β) Δεν έδωσαν ποτέ αμοιβαίες πολιτικές εξηγήσεις για όσα συνέβησαν κατά τη μνημονιακή περίοδο.
γ) Σε κανένα επίπεδο δεν έχει καλλιεργηθεί ένα μίνιμουμ σημείο εμπιστοσύνης.
δ) Και οι δύο διεκδικούν για τον εαυτό τους τον ίδιο ρόλο: να είναι ο δεύτερος πόλος απέναντι στην πολιτική ηγεμονία Μητσοτάκη.
ε) Παρά την αναγκαστική κεντροαριστερή μετατόπιση του Αλ. Τσίπρα, η οργανωτική βάση του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ριζοσπαστική και σε απόσταση από το ΠΑΣΟΚικό DNA.
Χάσμα ιδεολογικό
Η πλειοψηφία των πολιτών μπορεί να μην εμβαθύνει στα παραπάνω διαφοροποιητικά δεδομένα, αντιλαμβάνεται ωστόσο ότι μεταξύ των δύο χώρων δεν υπάρχει επί της ουσίας ούτε πολιτική, ούτε ιδεολογική, αλλά ούτε και προγραμματική συμπόρευση. Η όλη συζήτηση καθοδηγείται από ένα στείρο αντιπολιτευτικό περιεχόμενο που δαιμονοποιεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αυτό είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό σημείο που αδυνατίζει την όλη επιχειρηματολογία, καθώς η μάχη δεν δίνεται στο πεδίο των ιδεών αλλά σε επίπεδο προσώπων. Και σε αυτό το επίπεδο η καθαρή πρόταση προέρχεται από τον πρωθυπουργό. Τα μηνύματα της άλλης πλευράς παραμένουν δυσνόητα, ευκαιριακά και θολά.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ της Κυριακής στις 19/2