Πέρασαν ήδη δύο εβδομάδες από το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, που στοίχισε τη ζωή σε 57 συνανθρώπους μας.

Το κλίμα είναι ιδιαίτερα βαρύ και το πένθος συνεχίζεται βουβό σε ολόκληρη την Ελλάδα. Είναι ένα συμβάν που σόκαρε την ελληνική κοινωνία και έλαβε τις διαστάσεις μιας εθνικής τραγωδίας. Πολύ μεγάλες οι ευθύνες για τους φυσικούς αυτουργούς, οι οποίοι χρεώνονται με βαρύτατες αμέλειες, με μια σωρεία λαθών που οδήγησαν στο τραγικό αποτέλεσμα. Η Δικαιοσύνη ήδη ερευνά τα αίτια και ελέγχει τους υπεύθυνους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες σε βαθμό κακουργήματος. Ας μην ξεχνάμε ότι στο Ποινικό Δίκαιο ισχύει πως η βαρύτατη αμέλεια ισοδυναμεί με ενδεχόμενο δόλο.

Οι δεκάδες νεκροί από το δυστύχημα δεν επιτρέπουν καμία ολιγωρία, καμία καθυστέρηση, καμία παράλειψη. Παράλληλα όμως με τις βαρύτατες ευθύνες των υπαλλήλων του ΟΣΕ, που ενεπλάκησαν εκείνο το μοιραίο βράδυ στο δυστύχημα, υπάρχουν και οι πολύ βαριές πολιτικές ευθύνες για όσα δεν έγιναν ως τον Μάρτιο του 2023 σχετικά με την ασφάλεια στο δίκτυο των σιδηροδρόμων στη χώρα μας. Από την πρώτη στιγμή ανελήφθησαν αυτές οι ευθύνες από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, για την αντικειμενική ευθύνη που έχει αυτή η κυβέρνηση, όπως και η κάθε κυβέρνηση, για τέτοιου είδους τραγικά συμβάντα που συμβαίνουν στη διάρκεια της θητείας της, καθώς και από τον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό Υποδομών και Μεταφορών, Κώστα Καραμανλή, για όσα δεν έγιναν τα προηγούμενα χρόνια.

Τώρα πρέπει να έρθουν όλα στο φως για να διαπιστωθεί γιατί δεν λειτουργούσε ένα τέτοιο σύστημα ασφαλείας που θα απέτρεπε αυτό το δυστύχημα. Σίγουρα οι ευθύνες εκτείνονται χρονικά και πέραν της θητείας της παρούσας κυβέρνησης. Ωστόσο δεν είναι ώρα ούτε για συμψηφισμούς ούτε για τον επιμερισμό των ευθυνών. Αντίθετα, τώρα είναι ώρα για έρευνα σε βάθος όλων των αιτιών που οδήγησαν στην εθνική τραγωδία, καθώς και για τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου ώστε να μην επιτρέψουμε ποτέ ξανά να συμβεί κάτι παρόμοιο στο μέλλον. Η οργή και ο θυμός των πολιτών είναι έκδηλοι και αποτυπώνονται στις συγκεντρώσεις, στις διαμαρτυρίες, στις δημοσκοπήσεις. Θα πρέπει λοιπόν να γνωρίζουν κάποιοι να σιωπούν, εάν δεν έχουν κάτι συγκεκριμένο να πουν ή εάν δεν έχουν την αρμοδιότητα να μιλήσουν για όσα συμβαίνουν. Πολύ δε περισσότερο θα πρέπει κάποιοι να αντιλαμβάνονται ότι το μόνο που δεν χρειάζεται αυτή την περίοδο είναι οι αντεγκλήσεις και οι δημόσιες αντιπαραθέσεις με φόντο το τραγικό αυτό δυστύχημα.

Τώρα είναι ώρα για λιγότερα λόγια και για πολλή και συστηματική δουλειά για να καλυφθούν όλα αυτά τα κενά που επέτρεψαν να συμβεί το μοιραίο δυστύχημα. Αργότερα θα έχουμε και χρόνο και μεγαλύτερη άνεση να μιλήσουμε και να επεκτείνουμε τις ευθύνες προς κάθε κατεύθυνση. Ο σεβασμός στη μνήμη των νεκρών και στην οδύνη των οικογενειών των θυμάτων απαιτεί περισσότερη σιωπή, χαμηλούς τόνους και προτάσεις που θα οδηγήσουν σε λύσεις εφικτές και άμεσες. Κανείς δεν μπορεί να «ξεφορτωθεί» από πάνω του ευθύνες που του αναλογούν.

Ας είναι βέβαιοι όλοι ότι αυτές οι ευθύνες θα αποδοθούν όπου κι αν ανήκουν μέσα από την πορεία και τα πορίσματα της έρευνας που διεξάγεται. Και επειδή διανύουμε ήδη μια οιονεί προεκλογική περίοδο, ας μην κάνουν το λάθος μερικοί να μεταφέρουν στον δημόσιο διάλογο, υπό τη μορφή του καβγά και της έντασης, αυτό το τραγικό θέμα. Ούτως ή άλλως οι εκλογές θα γίνουν μέσα στο πολύ βαρύ κλίμα αυτής της τραγωδίας. Ωστόσο θα μετρηθούμε όλοι από τον τρόπο αντιμετώπισης αυτού του ζητήματος στον δημόσιο διάλογο και σίγουρα θα αντιμετωπιστούν με πολύ αρνητικό τρόπο εκείνοι που θα επιχειρήσουν να το χρησιμοποιήσουν για λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης ή κομματικών σκοπιμοτήτων.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 18/3