Μιθριδάτης Χατζηχατζόγλου: Οι «αντισυστημικοί» στίχοι, ο αυτοθαυμασμός για το μουσικό στίγμα που άφησε και η ώρα της εξαργύρωσης με το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ
Ο... επαναστάτης των 90s άρxισε τις κωλοτούμπες
Αγγλικά Τσίπρα σε απόδοση Μιθριδάτη, λίγα χρόνια πριν: «Γιες χαλόου, μάι νέιμ ις Μητσάρας, άιμ ρίπινγκ μνημόνια λάικ Τρομάρας». Γυριστή Μιθριδάτη με αφορμή το πρόσφατο «ταγκάρισμά» του ως υποψήφιος βουλευτής στο άρμα του ΣΥΡΙΖΑ (σε δικούς μας στίχους): «Γιες χαλόου το vote σου ζητούσα και γλείφω χωρίς σέιμινγκ εκεί που κατουρούσα».
Ήταν Πρωταπριλιά του 2023, όταν ο Αλέξης Τσίπρας καλωσόριζε τον ράπερ και μέλος του πάλαι ποτέ συγκροτήματος «Ημισκούμπρια» στους κόλπους του κόμματός του, κοινοποιώντας μια φωτογραφία με τις παλάμες τους σε σχήμα γροθιάς. Ήταν Πρωταπριλιά και γελάσαμε, «ωραίο αστείο, ρε μπαγάσα», είπαμε. Κι ύστερα, όταν ακόμη ένα ψέμα έγινε αλήθεια, μας ήρθε να μπήξουμε τα κλάματα. Κι όταν στεγνώσανε τα δάκρυα, να αναρωτηθούμε: Μα αυτός δεν χλεύαζε τον Τσίπρα; Δεν τουίταρε ειρωνικά τσιτάτα του στυλ «η Μέρκελ να ζητήσει συγγνώμη από τον ελληνικό λαό, λέει… Σιγά μη μας πάρει και καμία π@πα, ρε Τσιπρουλέτο»;
Ο ίδιος άνθρωπος δεν έκραζε στο «Είναι Μόνο Εκλογές» όλους τους εκπροσώπους του κενού star system που με χαρά θα έστελνε στη Βουλή ο ταλαίπωρος μεν, ανίδεος δε Έλληνας ψηφοφόρος, μετά του στίχου «με τον Παπακαλιάτη μα και τον Γεωργούλη, άμα κατεβαίνανε θα τους ψηφίζαν ούλοι»;
Η ίδια επαναστατική και επαναστατημένη οντότητα δεν διερρήγνυε τα ιμάτιά της υποστηρίζοντας πως «παρότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, οφείλω να το κοροϊδεύω»; Έχει ο καιρός γυρίσματα και το hip hop παραφωνίες, θα πεις. «Είδα την καταστρόφα, έκανα την επιλόγα μου και ζητώ ανταπόκρα», θα σου αντιγυρίσει ο τύπος που αφού έβαλε τα λιθαράκια του στη slang της νέας ελληνικής, είπε να στήσει κι έναν ογκόλιθο στον χώρο της πολιτικής. Υπάρχει λόγος να τον πάρουμε με τις πέτρες;
«Είχαμε τεράστια απήχηση, αλλά ανάθεμα κι αν καταλάβαινε και κανείς τι λέγαμε. Όσοι ακούν το κομμάτι “Παραλία” νομίζετε ότι καταλαβαίνουν τι λέει;». Ομολογουμένως, τόσο ψαγμένους στίχους είναι δύσκολο να τους καταλάβεις, τόσο ιερά νοήματα αδύνατο να τα αφομοιώσεις, τέτοια γλώσσα χρήζει βαθύτερης ανάλυσης και δεύτερης ανάγνωσης: «Κουβαδάκια και σκατάκια για να παίζουν τα παιδάκια / Κατουράνε στα ρηχά να ζεσταίνουν τα νερά / Αν κολλήσω μικιτία θα τα ρίξω στην κυρά». Και αφήστε τον απλό κοσμάκη με νιονιό κουκούτσι. Τα Ημισκούμπρια δεν τα καταλάβαιναν ούτε οι παραγωγοί της ελληνικής τηλεόρασης (που εκεί μέσα άνθισαν) αλλά ούτε και οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί οι οποίοι «φοβόντουσαν να μας παίξουν».
Και αν πιστεύετε πως η... επαρσάρα Μιθριδάτη εξαντλείται μόνο στα μουσικά του επιτεύγματα, πλανάστε πλάνην οικτράν. Ιδού τι απάντησε σε δημοσιογράφο, ο οποίος τόλμησε να χαρακτηρίσει τα Ημισκούμπρια... «γκρουπάκι»: «Δεν ξεκινήσαμε το... γκρουπάκι, όπως λέτε. Ξεκινήσαμε το γκρουπ! Ξέρετε, έχω ένα θέμα με τα υποκοριστικά. Τα σιχαίνομαι, εκτός αν είναι υποκοριστικά που φτιάχνω εγώ. Τότε, έχει καλώς...».
Και ποια υποκοριστικά φτιάχνει αυτός; Ελάτε τώρα, ευκολάκι! Την «οικογενειούλα», τη «γυναικούλα», τα «παιδάκια», τη «δουλίτσα», καταστάσεις δηλαδή που συνυπάρχουν με την κατώτερη κάστα του Έλληνα…
«Είμαι άντρας (ναι) και το κέφι μου θα κάνω / Και θα ρίξω (παφ) και μια μπάτσα παραπάνω / Τι ‘ναι τούτες οι γυναίκες; Σου βγάζουνε την πίστη / Παράπονο και γκρίνια / Πω, ρε πίστη...».
Προφανώς, η σύγχρονη πολιτική ορθότητα (η οποία πολύ συχνά φλερτάρει πλέον με την ορθοπολιτική φανατίλα) δεν είχε θέση στην εποχή των νιάτων μας και προφανέστατα δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε για σεξιστή, ομοφοβικό ή χυδαίο με βάση το παρελθόν. Όταν η γενιά των 90s μεγάλωνε με παιδικές εκπομπές της δημόσιας τηλεόρασης όπου έπαιζαν διάλογοι του στυλ «η Μαρσελίνα είναι αδελφή μου και τη δέρνω όποτε θέλω. Άντε από εκεί βρομοαράπη. Κι εσύ χοντρή αντί να μπλέκεσαι στα πόδια μου να φροντίσεις να χάσεις κανένα κιλό», ο Μιθριδάτης ήταν μέσα στο πνεύμα της. Αλλά ξέχασα... Εκείνος το σατίριζε για να μας ταρακουνήσει, το διακωμωδούσε για να μας αφυπνίσει, το καυτηρίαζε για να μας ξυπνήσει (τσουτσουριάσαμε). Πάσο, λοιπόν.
Εντάξει, βρε παιδιά της ΝΔ, που πέσατε να τον φάτε… Πλακίτσα στο τουίτερ έκανε ο άνθρωπος. Χαβαλέ με τον πόνο, αστειάκια με το διαφορετικό, συμβόλαιο με ό,τι πιο παλιακό, αναχρονιστικό και σιχαμένο υπάρχει, για να μας δείξει τα χάλια μας και να μας... αφυπνίσει / ταρακουνήσει / ξυπνήσει.
Κατά τ’ άλλα άλλαξε. Ωρίμασε. Μεγάλωσε. Και από δηλωμένος απολιτίκ γράφει καταγγελτικά στιχάκια κοινωνικού προβληματισμού αφιερωμένα στον πρωθυπουργό. «Κυβέρνηση με σήμα το κουταλοπίρουνο / κι έναν φλώρο ξαφνικά έχεις για τύραννο / Μια πρωθυπουργάντζα, που έχει στην καβάτζα / κάθε ορντινάντζα, δευτεράντζα για μπροστάντζα», που τα έκανε σημαία ο ΣΥΡΙΖΑ ανάβοντας το «πράσινο» φως στην υποψηφιότητα Μιθριδάτη.
Σήμερα, το ατίθασο αγόρι των 90s μοιάζει να απεμπολεί το παρελθόν του, να ζητεί την ψήφο του Ελληνάρα που κορόιδευε, να φλερτάρει με κλισέ γενικολογίες πολιτικάντικης χροιάς, και για να το πούμε πιο λαϊκά, να γλείφει εκεί που έφτυνε. Όσο για εμάς; Εμείς ψάχνουμε ακόμη το νόημα εκείνων των ομολογουμένως καλών στίχων του που στην παρούσα φάση τού ταιριάζουν γάντι: «Τελικά σ’ αυτή τη χώρα η ψήφος σου μετράει γι’ αυτό όλοι μαζί να ψηφίσουμε Ποπάι. Ψηφίστε Ποπάι, μάγκες...».
Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει: «Από μικρός δεν ονειρευόμουν, όπως γενικά δεν ονειρεύομαι. Τα όνειρα είναι για να παραμένουν όνειρα. Εγώ είχα και έχω στόχους και πλάνα...». Στα… πέντε του λοιπόν (κατά τα λεγόμενά του) είχε στόχο ζωής να γίνει ζωγράφος. Το ’93 περνάει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης, στην «παράγκα του καραγκιόζη», όπως την έχει χαρακτηρίσει, κι έναν χρόνο αργότερα ξαναδίνει εξετάσεις και μπαίνει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Με το διαστημικό για την εποχή είδος μουσικής τους κι ένα εξωπραγματικό για τα ήθη και τα έθιμα άτιτιουντ, εμφανίζονται σε αμέτρητα τηλεοπτικά σόου, οργώνουν σ’ ένα χιτσκοχικό σκηνικό ολόκληρη την Ελλάδα, γίνονται «χρυσοί» και πάνω από όλα διάσημοι. Η εκκεντρική εικόνα τους (ο Μιθριδάτης με κόκκινο μουσάκι, ο Μεντζέλος με βερμούδα και ο Πρύτανης με καπέλο ΟΤΕ) κι αυτό το κάτι διαφορετικό που έχουν να πουν τους εξασφαλίζει το χωρίς επιστροφή εισιτήριο της επιτυχίας. Ο καθένας το εξαργυρώνει με τρόπο διαφορετικό, ακόμη και μετά τη διάλυσή τους γύρω στο 2009, όταν αποφασίζουν να τραβήξουν solo καριέρα.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Απογευματινή στις 9 Απριλίου 2023
Ήταν Πρωταπριλιά του 2023, όταν ο Αλέξης Τσίπρας καλωσόριζε τον ράπερ και μέλος του πάλαι ποτέ συγκροτήματος «Ημισκούμπρια» στους κόλπους του κόμματός του, κοινοποιώντας μια φωτογραφία με τις παλάμες τους σε σχήμα γροθιάς. Ήταν Πρωταπριλιά και γελάσαμε, «ωραίο αστείο, ρε μπαγάσα», είπαμε. Κι ύστερα, όταν ακόμη ένα ψέμα έγινε αλήθεια, μας ήρθε να μπήξουμε τα κλάματα. Κι όταν στεγνώσανε τα δάκρυα, να αναρωτηθούμε: Μα αυτός δεν χλεύαζε τον Τσίπρα; Δεν τουίταρε ειρωνικά τσιτάτα του στυλ «η Μέρκελ να ζητήσει συγγνώμη από τον ελληνικό λαό, λέει… Σιγά μη μας πάρει και καμία π@πα, ρε Τσιπρουλέτο»;
Ο ίδιος άνθρωπος δεν έκραζε στο «Είναι Μόνο Εκλογές» όλους τους εκπροσώπους του κενού star system που με χαρά θα έστελνε στη Βουλή ο ταλαίπωρος μεν, ανίδεος δε Έλληνας ψηφοφόρος, μετά του στίχου «με τον Παπακαλιάτη μα και τον Γεωργούλη, άμα κατεβαίνανε θα τους ψηφίζαν ούλοι»;
Η ίδια επαναστατική και επαναστατημένη οντότητα δεν διερρήγνυε τα ιμάτιά της υποστηρίζοντας πως «παρότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, οφείλω να το κοροϊδεύω»; Έχει ο καιρός γυρίσματα και το hip hop παραφωνίες, θα πεις. «Είδα την καταστρόφα, έκανα την επιλόγα μου και ζητώ ανταπόκρα», θα σου αντιγυρίσει ο τύπος που αφού έβαλε τα λιθαράκια του στη slang της νέας ελληνικής, είπε να στήσει κι έναν ογκόλιθο στον χώρο της πολιτικής. Υπάρχει λόγος να τον πάρουμε με τις πέτρες;
Υπέρμετρη υπεροψία
Αρκεί να ακούσει κάποιος τον Μιθριδάτη να μιλά για τα περασμένα μεγαλεία του, για να καταλάβει το μέγεθος του αυτοθαυμασμού και της φυσικής ροπής του στον αυτοεγκωμιασμό. Για τον ίδιο, τα Ημισκούμπρια δεν παίξανε απλώς μπάλα στη μουσική σκηνή της χώρας. Παίξανε ΤΗΝ μπάλα. «Υπήρχαν κι άλλα άτομα στη ραπ σκηνή αλλά ήταν στο χώμα. Τέταρτη εθνική ήταν, κι εκεί θα έμεναν... Το θέμα της επιτυχίας μας δεν ήταν ούτε τύχη ούτε οι συνθήκες ούτε τίποτα από αυτά. Το θέμα ήταν πως ήμασταν η... εξαιρεσιακή περίπτωση». Και ως εξαιρεσιακή περίπτωση οι πτωχοί τω πνεύματι Έλληνες τους άκουγαν μεν, δεν τους κατανοούσαν δε. Χαμηλό νοητικό επίπεδο; Νοήματα-ταβάνι; Αυτό μόνο ο ίδιος ο καλλιτέχνης μπορεί να το απαντήσει:«Είχαμε τεράστια απήχηση, αλλά ανάθεμα κι αν καταλάβαινε και κανείς τι λέγαμε. Όσοι ακούν το κομμάτι “Παραλία” νομίζετε ότι καταλαβαίνουν τι λέει;». Ομολογουμένως, τόσο ψαγμένους στίχους είναι δύσκολο να τους καταλάβεις, τόσο ιερά νοήματα αδύνατο να τα αφομοιώσεις, τέτοια γλώσσα χρήζει βαθύτερης ανάλυσης και δεύτερης ανάγνωσης: «Κουβαδάκια και σκατάκια για να παίζουν τα παιδάκια / Κατουράνε στα ρηχά να ζεσταίνουν τα νερά / Αν κολλήσω μικιτία θα τα ρίξω στην κυρά». Και αφήστε τον απλό κοσμάκη με νιονιό κουκούτσι. Τα Ημισκούμπρια δεν τα καταλάβαιναν ούτε οι παραγωγοί της ελληνικής τηλεόρασης (που εκεί μέσα άνθισαν) αλλά ούτε και οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί οι οποίοι «φοβόντουσαν να μας παίξουν».
Και αν πιστεύετε πως η... επαρσάρα Μιθριδάτη εξαντλείται μόνο στα μουσικά του επιτεύγματα, πλανάστε πλάνην οικτράν. Ιδού τι απάντησε σε δημοσιογράφο, ο οποίος τόλμησε να χαρακτηρίσει τα Ημισκούμπρια... «γκρουπάκι»: «Δεν ξεκινήσαμε το... γκρουπάκι, όπως λέτε. Ξεκινήσαμε το γκρουπ! Ξέρετε, έχω ένα θέμα με τα υποκοριστικά. Τα σιχαίνομαι, εκτός αν είναι υποκοριστικά που φτιάχνω εγώ. Τότε, έχει καλώς...».
Και ποια υποκοριστικά φτιάχνει αυτός; Ελάτε τώρα, ευκολάκι! Την «οικογενειούλα», τη «γυναικούλα», τα «παιδάκια», τη «δουλίτσα», καταστάσεις δηλαδή που συνυπάρχουν με την κατώτερη κάστα του Έλληνα…
Γελάει κανείς;
Ας με συγχωρέσει ο κύριος Μιθιδράτης, αλλά δεν τον άκουγα. Προτιμούσα τους ελαφριούς στίχους του Κηλαηδόνη και του Τζιμάκου του Πανούση, δεν είχα αντίληψη ικανή για τα βαθιά νοήματα που πρέσβευε εκείνος. Τον ακούγανε όμως τα αγόρια, που πολύ πλάκα έσπαγαν με τις τραγουδάρες του (τραγουδάκια ήθελα να πω, αλλά πιπέρι στο στόμα!).«Είμαι άντρας (ναι) και το κέφι μου θα κάνω / Και θα ρίξω (παφ) και μια μπάτσα παραπάνω / Τι ‘ναι τούτες οι γυναίκες; Σου βγάζουνε την πίστη / Παράπονο και γκρίνια / Πω, ρε πίστη...».
Προφανώς, η σύγχρονη πολιτική ορθότητα (η οποία πολύ συχνά φλερτάρει πλέον με την ορθοπολιτική φανατίλα) δεν είχε θέση στην εποχή των νιάτων μας και προφανέστατα δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε για σεξιστή, ομοφοβικό ή χυδαίο με βάση το παρελθόν. Όταν η γενιά των 90s μεγάλωνε με παιδικές εκπομπές της δημόσιας τηλεόρασης όπου έπαιζαν διάλογοι του στυλ «η Μαρσελίνα είναι αδελφή μου και τη δέρνω όποτε θέλω. Άντε από εκεί βρομοαράπη. Κι εσύ χοντρή αντί να μπλέκεσαι στα πόδια μου να φροντίσεις να χάσεις κανένα κιλό», ο Μιθριδάτης ήταν μέσα στο πνεύμα της. Αλλά ξέχασα... Εκείνος το σατίριζε για να μας ταρακουνήσει, το διακωμωδούσε για να μας αφυπνίσει, το καυτηρίαζε για να μας ξυπνήσει (τσουτσουριάσαμε). Πάσο, λοιπόν.
«Κολλημένος»
Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται λοιπόν εκεί. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι τριάντα χρόνια μετά και παρά τους αγώνες που έχουν δοθεί ενάντια στην ομοφοβία, τον ρατσισμό και τον σεξισμό, εκείνος συνεχίζει να κάνει πλακίτσες με γελοίες ατάκες του στυλ «Τα κορίτσια θέλουν Χάνα Μοντάνα και τ’ αγόρια μια Χάνα πουτάνα» / «Όχι. Θέλουμε τουλάχιστον καλό μο@νί, καλές π@πες και κ@λο, στην περίπτωση που δεν έχετε προσωπικότητα και μυαλό» / «Εσείς οι άντρες που στις Απόκριες ντύνεστε γυναίκες, να ξέρετε ότι δεν ντύνεστε γυναίκες, αλλά τραβεστί» / «Οι γυναίκες με προβλήματα στον οργασμό, πάσχουν από χρόνιο κληρονομικό χριστιανισμό».Εντάξει, βρε παιδιά της ΝΔ, που πέσατε να τον φάτε… Πλακίτσα στο τουίτερ έκανε ο άνθρωπος. Χαβαλέ με τον πόνο, αστειάκια με το διαφορετικό, συμβόλαιο με ό,τι πιο παλιακό, αναχρονιστικό και σιχαμένο υπάρχει, για να μας δείξει τα χάλια μας και να μας... αφυπνίσει / ταρακουνήσει / ξυπνήσει.
Κατά τ’ άλλα άλλαξε. Ωρίμασε. Μεγάλωσε. Και από δηλωμένος απολιτίκ γράφει καταγγελτικά στιχάκια κοινωνικού προβληματισμού αφιερωμένα στον πρωθυπουργό. «Κυβέρνηση με σήμα το κουταλοπίρουνο / κι έναν φλώρο ξαφνικά έχεις για τύραννο / Μια πρωθυπουργάντζα, που έχει στην καβάτζα / κάθε ορντινάντζα, δευτεράντζα για μπροστάντζα», που τα έκανε σημαία ο ΣΥΡΙΖΑ ανάβοντας το «πράσινο» φως στην υποψηφιότητα Μιθριδάτη.
Σήμερα, το ατίθασο αγόρι των 90s μοιάζει να απεμπολεί το παρελθόν του, να ζητεί την ψήφο του Ελληνάρα που κορόιδευε, να φλερτάρει με κλισέ γενικολογίες πολιτικάντικης χροιάς, και για να το πούμε πιο λαϊκά, να γλείφει εκεί που έφτυνε. Όσο για εμάς; Εμείς ψάχνουμε ακόμη το νόημα εκείνων των ομολογουμένως καλών στίχων του που στην παρούσα φάση τού ταιριάζουν γάντι: «Τελικά σ’ αυτή τη χώρα η ψήφος σου μετράει γι’ αυτό όλοι μαζί να ψηφίσουμε Ποπάι. Ψηφίστε Ποπάι, μάγκες...».
Ημισκούμπρια: Από το «πουθενά», επιτυxία με το «τίποτα»
Ο Μιθριδάτης Χατζηχατζόγλου, γιος των ηθοποιών Κώστα Χατζόγλου και Ανθής Γούναρη, γεννιέται τον Μάρτιο του 1975 και περνά τα πρώτα χρόνια της ζωής του στου Γκύζη. Όταν τελειώνει το Δημοτικό, η οικογένεια μετακομίζει στην Κυψέλη (την οποία χαρακτηρίζει σήμερα αλλοιωμένη λόγω της αλλοιωμένης φάρας μας) όπου και μένει μέχρι τα 25 του για να «μεταναστεύσει» στη συνέχεια στα νότια προάστια της Γλυφάδας.Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει: «Από μικρός δεν ονειρευόμουν, όπως γενικά δεν ονειρεύομαι. Τα όνειρα είναι για να παραμένουν όνειρα. Εγώ είχα και έχω στόχους και πλάνα...». Στα… πέντε του λοιπόν (κατά τα λεγόμενά του) είχε στόχο ζωής να γίνει ζωγράφος. Το ’93 περνάει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης, στην «παράγκα του καραγκιόζη», όπως την έχει χαρακτηρίσει, κι έναν χρόνο αργότερα ξαναδίνει εξετάσεις και μπαίνει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Το συγκρότημα
Στα... πέντε του (επίσης, κατά τα λεγόμενά του) συνειδητοποιεί ακόμη πως η μουσική είναι για εκείνον «το οξυγόνο, το νερό και το φαΐ». Στα 14 του επιλέγει να ασχοληθεί με το hip hop, σκαρώνει μελωδίες, γράφει στίχους, ψάχνει ανθρώπους για να φτιάξει ένα συγκρότημα και στις αρχές του ’90 μαζί με τον Δημήτρη Μεντζέλο και τον Πρύτανη στήνουν τα Ημισκούμπρια, μια από τις ιστορικές πλέον μπάντες του hip hop στην Ελλάδα. Οι στίχοι τους ευρηματικοί, η χρήση της γλώσσας όξινη, οι ρίμες τους ευφάνταστες, το πικάντικο έργο τους αντιτάσσεται στον μικροαστισμό της εποχής σατιρίζοντας τον Ελληνάρα. «Δε θέλω κάτσε, σήκω, ανέβα και κατέβα / Γιατί τα ξύνω μόνιμα, δημόσιο forevah! / Αφού η μονιμότητα κυλάει μες στη φλέβα / Γι’ αυτό τα ξύνω μόνιμα, δημόσιο forevah!».Με το διαστημικό για την εποχή είδος μουσικής τους κι ένα εξωπραγματικό για τα ήθη και τα έθιμα άτιτιουντ, εμφανίζονται σε αμέτρητα τηλεοπτικά σόου, οργώνουν σ’ ένα χιτσκοχικό σκηνικό ολόκληρη την Ελλάδα, γίνονται «χρυσοί» και πάνω από όλα διάσημοι. Η εκκεντρική εικόνα τους (ο Μιθριδάτης με κόκκινο μουσάκι, ο Μεντζέλος με βερμούδα και ο Πρύτανης με καπέλο ΟΤΕ) κι αυτό το κάτι διαφορετικό που έχουν να πουν τους εξασφαλίζει το χωρίς επιστροφή εισιτήριο της επιτυχίας. Ο καθένας το εξαργυρώνει με τρόπο διαφορετικό, ακόμη και μετά τη διάλυσή τους γύρω στο 2009, όταν αποφασίζουν να τραβήξουν solo καριέρα.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Απογευματινή στις 9 Απριλίου 2023