Καταπέλτης για τον Νίκο Παππά η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου - «Με την έγκριση του κόμματος και με υπεροψία επιχείρησε να δημιουργήσει το ΣΥΡΙΖΑ… channel»
Η ομόφωνη απόφασή τους είναι κόλαφος για τον κ. Παππά
Με μία πολυσέλιδη εμπεριστατωμένη απόφαση, η οποία αριθμεί 2.368 τα μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου, ανώτατοι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου στοιχειοθετούν την καταδικαστική κρίση τους για τον πρώην υπουργό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ Νίκο Παππά.
Η ομόφωνη απόφασή τους είναι κόλαφος για τον κ. Παππά. Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού καταλήγουν ότι ο «Ν. Παππας με εξακολουθητικές ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις), αντίθετες στα υπηρεσιακά του καθήκοντα και αντιβαίνουσες τις υπηρεσιακές του υποχρεώσεις που επέβαλαν την τήρηση των αρχών της νομιμότητας και της αμεροληψίας και οι οποίες απέρρεαν από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, επιδίωξε να υλοποιήσει τον σχεδιασμό που είχε καταστρωθεί από τον ίδιο αλλά και από άλλα ηγετικά στελέχη του τότε κυβερνώντος κόμματος (ΣΥΡΙΖΑ), τα στοιχεία των οποίων δεν έχουν εξακριβωθεί, με σκοπό κατά παράβαση των συνταγματικών αρχών την απόκτηση μέσων μαζικής ενημέρωσης τα οποία να τελούν υπό τον έλεγχό τους και να προωθούν τις πολιτικές θέσεις και ενέργειες της τότε κυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου του κατηγορουμένου».
Οι δικαστές ομόφωνα κρίνουν ότι ο Νίκος Παππάς «σχεδίασε την απόκτηση ενός τηλεοπτικού σταθμού, πανελλήνιας εμβέλειας, μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας και μιας πολιτικής εφημερίδας, πανελλήνιας κυκλοφορίας, ώστε εκμεταλλευόμενος αθεμίτως τη μεγάλη εμβέλεια, τη χρονική αμεσότητα και την ιδιαίτερη δύναμη επιρροής των μέσων αυτών να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη υπέρ αυτών, με το επιχείρημα ότι οι όλοι τότε λειτουργούντες μεγάλοι τηλεοπτικοί σταθμοί διάκειντο εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ».
Προς υλοποίηση του σχεδιασμού αυτού ο Νίκος Παππάς, σύμφωνα με την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου, «έχει αποκτήσει απόλυτη "κυριαρχία" στα της διενέργειας του διαγωνισμού και διακατεχόμενος από αίσθηση υπεροψίας και ισχύος ως κορυφαίος υπουργός που συνομιλούσε απευθείας με τον τότε πρωθυπουργό, περί τον Οκτώβριο του 2015 απευθύνθηκε στον Χρήστο Καλογρίτσα, με τον οποίο διατηρούσε στενές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις.
Οι δικαστές μάλιστα, επικαλούμενοι και την κατάθεση της γραμματέως του Χρήστου Καλογρίτσα, Ευθαλία Διαμαντή, στο Ειδικό Δικαστήριο, επισημαίνουν πως ο επιχειρηματίας ήταν ανέκαθεν ενταγμένος-στρατευμένος στην Αριστερά.
Όπως περιγράφεται στην απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου, ο Νίκος Παππάς «ζήτησε από τον Καλογρίτσα να "δανείσει" το όνομά του, δηλαδή να υποβάλει ο ίδιος αίτηση συμμετοχής στη δημοπρασία για την απόκτηση μιας εκ των τεσσάρων τηλεοπτικών αδειών και ίδρυση τηλεοπτικού σταθμού, ενεργώντας όμως εν τοις πράγμασι για λογαριασμό του πρώτου κατηγορουμένου Νίκου Παππά ως δικό του παρένθετο πρόσωπο σύμφωνα με τις οδηγίες και τις εντολές του. Και τούτο διότι ο πρώτος κατηγορούμενος λόγω της υπουργικής ιδιότητάς του δεν είχε το δικαίωμα να ασκήσει οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα, πολλώ δε μάλλον να μετάσχει σε επιχείρηση που θα διεκδικούσε μία εκ των τεσσάρων τηλεοπτικών αδειών. Ο ανωτέρω σχεδιασμός του πρώτου κατηγορουμένου που τελούσε υπό την έγκριση του κομματικού μηχανισμού απέβλεπε στην ίδρυση τηλεοπτικού σταθμού πανελλήνιας εμβέλειας που θα ελεγχόταν από τον πρώτο κατηγορούμενο και τον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ και θα προωθούσε τις πολιτικές θέσεις και δράσης του κόμματος και της τότε κυβέρνησης αλλά και του ίδιου ως υπουργού αυτής, με σκοπό την υπέρ αυτόν άσκηση επιρροής στον πολιτικό προσανατολισμό της κοινής γνώμης».
Στον ίδιο σχεδιασμό του πρώτου κατηγορουμένου περιλαμβανόταν και η έκδοση πολιτικής εφημερίδας πανελλήνιας κυκλοφορίας, τυπικά στο όνομα του δεύτερου κατηγορουμένου, πραγματικά όμως για λογαριασμό του ίδιου και του κομματικού μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ υπό τις ίδιες συνθήκες και με τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τον επηρεασμό υπέρ αυτών της κοινής γνώμης.
Όπως έκριναν οι δικαστές του Ειδικού Δικαστηρίου, ο Νίκος Παππάς ζήτησε από τον Χρήστο Καλογρίτσα να χρηματοδοτήσει καταρχήν το ως άνω εγχείρημα, με τη ρητή υπόσχεση όμως ότι θα του επιστρέφονταν τα χρήματα.
«Ύστερα από επανειλημμένες συζητήσεις και συναντήσεις που έλαβαν χώρα μέχρι τις αρχές του 2016 στα γραφεία της επιχείρησης του δεύτερου κατηγορουμένου αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου, παρουσία και άλλων κομματικών στελεχών, ο δεύτερος κατηγορούμενος αποδέχθηκε την πρόταση και συγκεκριμένα αποδέχθηκε να ενεργήσει ως "καθοδηγούμενος" από τον συγκατηγορούμενό του για να βοηθήσει στην υλοποίηση του συγκεκριμένου εγχειρήματος. Μάλιστα, παρότι ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά τον χρόνο αυτό αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα με τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του ίδιου και της οικογένειάς του ύστερα από διενεργηθέντα φορολογικό έλεγχο -ο οποίος εκ των υστέρων δικαιώθηκε με δικαστικές αποφάσεις-, όπως άλλωστε κατέθεσαν ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου οι μάρτυρες που εξετάστηκαν Ευθαλία Διαμαντή και Ευάγγελος Μαρινάκης, δέχθηκε να στηρίξει την πρόταση του συγκατηγορουμένου του Νίκου Παππά, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στην υπόσχεσή του ότι "χρήματα υπάρχουν και θα βρεθούν"», τονίζεται στην απόφαση των δικαστών του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, περιγράφεται στη δικαστική απόφαση ότι «εγκαταστάθηκαν στα γραφεία των επιχειρήσεων του δεύτερου κατηγορουμένου δεκάδες άτομα επιλεγέντα από τον πρώτο κατηγορούμενο και συγκεκριμένα δημοσιογράφοι, τεχνικοί αλλά και δικηγόροι, οι οποίοι είχαν αναλάβει κάθε εντολή αυτού να προετοιμάσουν τη σύσταση και λειτουργία του τηλεοπτικού σταθμού σαν να ήταν εκ των προτέρων σίγουρη ότι θα τους χορηγηθεί η σχετική άδεια, καθώς και την υλοποίηση της υποβολής της σχετικής αίτησης συμμετοχής στη διαγωνιστική διαδικασία».
Στο σκεπτικό της απόφασης τονίζεται ότι «ο πρώτος κατηγορούμενος ανέλαβε να υλοποιήσει τον σχεδιασμό του ίδιου και της κυβερνητικής ηγεσίας για την απόκτηση τηλεοπτικού σταθμού και εφημερίδας, παραβιάζοντας τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του για τήρηση του συντάγματος και του νόμου, πείθοντας τον δεύτερο κατηγορούμενο να υπακούσει στις εντολές τους ως "πειθήνιο όργανό του", ως "παρένθετος" τούτου, που θα εξασφάλιζε τη νομιμοφάνεια στις παράνομες και εξωθεσμικές ενέργειές του ενώ ο ίδιος θα παρέμενε στο απυρόβλητο».
Οι δικαστές είδαν μηνύματα και e-mail που προσκόμισε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο Χρήστος Καλογρίτσας. Σύμφωνα με το σκεπτικό, όλα τα περιστατικά «ισχύουν κατά τρόπο που δεν επιδέχεται καμία αμφιβολία την κρίση ότι εικονικά και μόνον καταρτίστηκε η συγκεκριμένη συμφωνία υπεργολαβίας» για τη συμμετοχή του επιχειρηματία στον διαγωνισμό».
Για τους δικαστές του Ειδικού Δικαστηρίου «αποδείχθηκε χωρίς να καταλείπεται η ελάχιστη αμφιβολία περί του αντιθέτου ότι με αφετηρία τη διενέργεια της δημοπρασίας για τη χορήγηση τεσσάρων αδειών σε ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς προκειμένου να επιβληθεί ο έλεγχος του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου και η αξιοποίηση των συχνοτήτων που αποτελούν περιουσιακό στοιχείο του ελληνικού λαού προς όφελος του δύναμη του νόμου 4337 2015 όπως συμπληρώθηκε με το νόμο 4357 του 2016 και της είπα αριθμόν 1 2016 προκηρύξεις που εν λόγω κατηγορούμενους εξέδωσε χωρίς να ενδιαφέρει το παρόν ποινικό δικαστήριο η ορθότητα η νομιμότητα η σκοπιμότητα του νόμου αυτού πολλώ δε μάλλον οι πολιτικές αντιπαραθέσεις που εκδηλώθηκαν κατά την ψήφιση του ή μετά την ισχύ του οι οποίες ουδόλως απασχόλησαν την αποδεικτική διαδικασία ή επηρέασαν την κρίση του δικαστηρίου τούτου που περιορίστηκε αποκλειστικά και μόνο στο στενό πλαίσιο της ενδελεχούς έρευνας και της βασιμότητας ή μη της κατηγορίας που αποδόθηκε στους δύο κατηγορούμενους καθώς και η αντισυνταγματικότητα διατάξεων αυτού που ελέγχθηκαν αρμοδίως από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με σειρά αποφάσεων του ο ανωτέρω ως κορυφαίος υπουργός ο οποίος αναφερόταν απευθείας στον τότε πρωθυπουργό της χώρας και συνεννοηθείτε με την ηγεσία της κυβέρνησης υπό το κράτος της ισχύος της επιρροής και των διασυνδέσεων που διέθετε ενεργώντας εξακολουθητικά με πράξεις και παραλείψεις με πρόθεση παρέβη τα υπηρεσιακά απολύτως συνυφασμένα με την υπουργική του ιδιότητα καθήκοντα σχεδιάζοντας και υλοποιώντας με αδιαφανείς διαδικασίες και αδιαφανές ιδιοκτησιακό καθεστώς την αποκτήσει μέσω της δημοπρασίας και υπό το μανδύα της νομιμότητας την απόκτηση τηλεοπτικού σταθμού ο οποίος τυπικά μεν θα λειτουργούσε από τον συγκατηγορούμενό του Χρήστο Καλογρίτσα στην πραγματικότητα όμως θα τελούσε υπό τις εντολές του την καθοδήγηση και τον έλεγχο αυτού και του κόμματός του με σκοπό να περιποιήσει στον ίδιο ως κυβερνητικό στέλεχος παράνομη και θίγουσα την υπηρεσιακή χρηστότητα και καθαρότητα δύναμη επιρροής στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης ώστε να αποκτήσει αυτός και το κόμμα του με αυτόν τον τρόπο η περιοχή στον τομέα της επικοινωνίας και της ενημέρωσης του κοινού βλάπτουν τα στέλνει τους επιχειρηματίες που διεκδικούσαν άδεια για τηλεοπτικό σταθμό αλλά και το κράτος ως εγγυητή της διαφάνειας της νομιμότητας του άνωθεν των σχετικών διαδικασιών και της πολυφωνίας».
Η ομόφωνη απόφασή τους είναι κόλαφος για τον κ. Παππά. Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού καταλήγουν ότι ο «Ν. Παππας με εξακολουθητικές ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις), αντίθετες στα υπηρεσιακά του καθήκοντα και αντιβαίνουσες τις υπηρεσιακές του υποχρεώσεις που επέβαλαν την τήρηση των αρχών της νομιμότητας και της αμεροληψίας και οι οποίες απέρρεαν από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, επιδίωξε να υλοποιήσει τον σχεδιασμό που είχε καταστρωθεί από τον ίδιο αλλά και από άλλα ηγετικά στελέχη του τότε κυβερνώντος κόμματος (ΣΥΡΙΖΑ), τα στοιχεία των οποίων δεν έχουν εξακριβωθεί, με σκοπό κατά παράβαση των συνταγματικών αρχών την απόκτηση μέσων μαζικής ενημέρωσης τα οποία να τελούν υπό τον έλεγχό τους και να προωθούν τις πολιτικές θέσεις και ενέργειες της τότε κυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου του κατηγορουμένου».
Οι δικαστές ομόφωνα κρίνουν ότι ο Νίκος Παππάς «σχεδίασε την απόκτηση ενός τηλεοπτικού σταθμού, πανελλήνιας εμβέλειας, μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας και μιας πολιτικής εφημερίδας, πανελλήνιας κυκλοφορίας, ώστε εκμεταλλευόμενος αθεμίτως τη μεγάλη εμβέλεια, τη χρονική αμεσότητα και την ιδιαίτερη δύναμη επιρροής των μέσων αυτών να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη υπέρ αυτών, με το επιχείρημα ότι οι όλοι τότε λειτουργούντες μεγάλοι τηλεοπτικοί σταθμοί διάκειντο εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ».
Προς υλοποίηση του σχεδιασμού αυτού ο Νίκος Παππάς, σύμφωνα με την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου, «έχει αποκτήσει απόλυτη "κυριαρχία" στα της διενέργειας του διαγωνισμού και διακατεχόμενος από αίσθηση υπεροψίας και ισχύος ως κορυφαίος υπουργός που συνομιλούσε απευθείας με τον τότε πρωθυπουργό, περί τον Οκτώβριο του 2015 απευθύνθηκε στον Χρήστο Καλογρίτσα, με τον οποίο διατηρούσε στενές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις.
Οι δικαστές μάλιστα, επικαλούμενοι και την κατάθεση της γραμματέως του Χρήστου Καλογρίτσα, Ευθαλία Διαμαντή, στο Ειδικό Δικαστήριο, επισημαίνουν πως ο επιχειρηματίας ήταν ανέκαθεν ενταγμένος-στρατευμένος στην Αριστερά.
Ειδικότερα, στην απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου περιγράφεται ότι
«κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016 ο Παππάς ενεργώντας για τον εαυτό του αλλά και για λογαριασμό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, εκμεταλλευόμενος τις ιδιαίτερα στενές σχέσεις που διατηρούσε με τον συγκατηγορούμενό του, συνεπικουρούμενος από ομάδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να ενισχύσει την αναγκαιότητα του εγχειρήματος, έχοντας πλήρη γνώση της αφοσίωσης του Χρ. Καλογρίτσα στην Αριστερά, ύστερα από επανειλημμένες συζητήσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα κυρίως στα επαγγελματικά γραφεία του δεύτερου κατηγορούμενου, αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο αυτός συχνά επισκεπτόταν, του ζήτησε να βοηθήσει στη δημιουργία τηλεοπτικού σταθμού και στην έκδοση πολιτικής εφημερίδας».Όπως περιγράφεται στην απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου, ο Νίκος Παππάς «ζήτησε από τον Καλογρίτσα να "δανείσει" το όνομά του, δηλαδή να υποβάλει ο ίδιος αίτηση συμμετοχής στη δημοπρασία για την απόκτηση μιας εκ των τεσσάρων τηλεοπτικών αδειών και ίδρυση τηλεοπτικού σταθμού, ενεργώντας όμως εν τοις πράγμασι για λογαριασμό του πρώτου κατηγορουμένου Νίκου Παππά ως δικό του παρένθετο πρόσωπο σύμφωνα με τις οδηγίες και τις εντολές του. Και τούτο διότι ο πρώτος κατηγορούμενος λόγω της υπουργικής ιδιότητάς του δεν είχε το δικαίωμα να ασκήσει οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα, πολλώ δε μάλλον να μετάσχει σε επιχείρηση που θα διεκδικούσε μία εκ των τεσσάρων τηλεοπτικών αδειών. Ο ανωτέρω σχεδιασμός του πρώτου κατηγορουμένου που τελούσε υπό την έγκριση του κομματικού μηχανισμού απέβλεπε στην ίδρυση τηλεοπτικού σταθμού πανελλήνιας εμβέλειας που θα ελεγχόταν από τον πρώτο κατηγορούμενο και τον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ και θα προωθούσε τις πολιτικές θέσεις και δράσης του κόμματος και της τότε κυβέρνησης αλλά και του ίδιου ως υπουργού αυτής, με σκοπό την υπέρ αυτόν άσκηση επιρροής στον πολιτικό προσανατολισμό της κοινής γνώμης».
Στον ίδιο σχεδιασμό του πρώτου κατηγορουμένου περιλαμβανόταν και η έκδοση πολιτικής εφημερίδας πανελλήνιας κυκλοφορίας, τυπικά στο όνομα του δεύτερου κατηγορουμένου, πραγματικά όμως για λογαριασμό του ίδιου και του κομματικού μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ υπό τις ίδιες συνθήκες και με τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τον επηρεασμό υπέρ αυτών της κοινής γνώμης.
Όπως έκριναν οι δικαστές του Ειδικού Δικαστηρίου, ο Νίκος Παππάς ζήτησε από τον Χρήστο Καλογρίτσα να χρηματοδοτήσει καταρχήν το ως άνω εγχείρημα, με τη ρητή υπόσχεση όμως ότι θα του επιστρέφονταν τα χρήματα.
«Ύστερα από επανειλημμένες συζητήσεις και συναντήσεις που έλαβαν χώρα μέχρι τις αρχές του 2016 στα γραφεία της επιχείρησης του δεύτερου κατηγορουμένου αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου, παρουσία και άλλων κομματικών στελεχών, ο δεύτερος κατηγορούμενος αποδέχθηκε την πρόταση και συγκεκριμένα αποδέχθηκε να ενεργήσει ως "καθοδηγούμενος" από τον συγκατηγορούμενό του για να βοηθήσει στην υλοποίηση του συγκεκριμένου εγχειρήματος. Μάλιστα, παρότι ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά τον χρόνο αυτό αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα με τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του ίδιου και της οικογένειάς του ύστερα από διενεργηθέντα φορολογικό έλεγχο -ο οποίος εκ των υστέρων δικαιώθηκε με δικαστικές αποφάσεις-, όπως άλλωστε κατέθεσαν ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου οι μάρτυρες που εξετάστηκαν Ευθαλία Διαμαντή και Ευάγγελος Μαρινάκης, δέχθηκε να στηρίξει την πρόταση του συγκατηγορουμένου του Νίκου Παππά, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στην υπόσχεσή του ότι "χρήματα υπάρχουν και θα βρεθούν"», τονίζεται στην απόφαση των δικαστών του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, περιγράφεται στη δικαστική απόφαση ότι «εγκαταστάθηκαν στα γραφεία των επιχειρήσεων του δεύτερου κατηγορουμένου δεκάδες άτομα επιλεγέντα από τον πρώτο κατηγορούμενο και συγκεκριμένα δημοσιογράφοι, τεχνικοί αλλά και δικηγόροι, οι οποίοι είχαν αναλάβει κάθε εντολή αυτού να προετοιμάσουν τη σύσταση και λειτουργία του τηλεοπτικού σταθμού σαν να ήταν εκ των προτέρων σίγουρη ότι θα τους χορηγηθεί η σχετική άδεια, καθώς και την υλοποίηση της υποβολής της σχετικής αίτησης συμμετοχής στη διαγωνιστική διαδικασία».
Στο σκεπτικό της απόφασης τονίζεται ότι «ο πρώτος κατηγορούμενος ανέλαβε να υλοποιήσει τον σχεδιασμό του ίδιου και της κυβερνητικής ηγεσίας για την απόκτηση τηλεοπτικού σταθμού και εφημερίδας, παραβιάζοντας τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του για τήρηση του συντάγματος και του νόμου, πείθοντας τον δεύτερο κατηγορούμενο να υπακούσει στις εντολές τους ως "πειθήνιο όργανό του", ως "παρένθετος" τούτου, που θα εξασφάλιζε τη νομιμοφάνεια στις παράνομες και εξωθεσμικές ενέργειές του ενώ ο ίδιος θα παρέμενε στο απυρόβλητο».
Οι δικαστές είδαν μηνύματα και e-mail που προσκόμισε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο Χρήστος Καλογρίτσας. Σύμφωνα με το σκεπτικό, όλα τα περιστατικά «ισχύουν κατά τρόπο που δεν επιδέχεται καμία αμφιβολία την κρίση ότι εικονικά και μόνον καταρτίστηκε η συγκεκριμένη συμφωνία υπεργολαβίας» για τη συμμετοχή του επιχειρηματία στον διαγωνισμό».
Για τους δικαστές του Ειδικού Δικαστηρίου «αποδείχθηκε χωρίς να καταλείπεται η ελάχιστη αμφιβολία περί του αντιθέτου ότι με αφετηρία τη διενέργεια της δημοπρασίας για τη χορήγηση τεσσάρων αδειών σε ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς προκειμένου να επιβληθεί ο έλεγχος του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου και η αξιοποίηση των συχνοτήτων που αποτελούν περιουσιακό στοιχείο του ελληνικού λαού προς όφελος του δύναμη του νόμου 4337 2015 όπως συμπληρώθηκε με το νόμο 4357 του 2016 και της είπα αριθμόν 1 2016 προκηρύξεις που εν λόγω κατηγορούμενους εξέδωσε χωρίς να ενδιαφέρει το παρόν ποινικό δικαστήριο η ορθότητα η νομιμότητα η σκοπιμότητα του νόμου αυτού πολλώ δε μάλλον οι πολιτικές αντιπαραθέσεις που εκδηλώθηκαν κατά την ψήφιση του ή μετά την ισχύ του οι οποίες ουδόλως απασχόλησαν την αποδεικτική διαδικασία ή επηρέασαν την κρίση του δικαστηρίου τούτου που περιορίστηκε αποκλειστικά και μόνο στο στενό πλαίσιο της ενδελεχούς έρευνας και της βασιμότητας ή μη της κατηγορίας που αποδόθηκε στους δύο κατηγορούμενους καθώς και η αντισυνταγματικότητα διατάξεων αυτού που ελέγχθηκαν αρμοδίως από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με σειρά αποφάσεων του ο ανωτέρω ως κορυφαίος υπουργός ο οποίος αναφερόταν απευθείας στον τότε πρωθυπουργό της χώρας και συνεννοηθείτε με την ηγεσία της κυβέρνησης υπό το κράτος της ισχύος της επιρροής και των διασυνδέσεων που διέθετε ενεργώντας εξακολουθητικά με πράξεις και παραλείψεις με πρόθεση παρέβη τα υπηρεσιακά απολύτως συνυφασμένα με την υπουργική του ιδιότητα καθήκοντα σχεδιάζοντας και υλοποιώντας με αδιαφανείς διαδικασίες και αδιαφανές ιδιοκτησιακό καθεστώς την αποκτήσει μέσω της δημοπρασίας και υπό το μανδύα της νομιμότητας την απόκτηση τηλεοπτικού σταθμού ο οποίος τυπικά μεν θα λειτουργούσε από τον συγκατηγορούμενό του Χρήστο Καλογρίτσα στην πραγματικότητα όμως θα τελούσε υπό τις εντολές του την καθοδήγηση και τον έλεγχο αυτού και του κόμματός του με σκοπό να περιποιήσει στον ίδιο ως κυβερνητικό στέλεχος παράνομη και θίγουσα την υπηρεσιακή χρηστότητα και καθαρότητα δύναμη επιρροής στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης ώστε να αποκτήσει αυτός και το κόμμα του με αυτόν τον τρόπο η περιοχή στον τομέα της επικοινωνίας και της ενημέρωσης του κοινού βλάπτουν τα στέλνει τους επιχειρηματίες που διεκδικούσαν άδεια για τηλεοπτικό σταθμό αλλά και το κράτος ως εγγυητή της διαφάνειας της νομιμότητας του άνωθεν των σχετικών διαδικασιών και της πολυφωνίας».