Πόσο επηρεάζει σήμερα τους ψηφοφόρους το debate - Η πολιτική αξία της τηλεμαχίας στις εκλογές της 21ης Μαΐου
Ποια ήταν τα λάθη αλλά και οι εμπλοκές των κομματικών επιτελείων από το 2004 που αποδυνάμωσαν τη σημασία τους
Οι εθνικές εκλογές του 2019 τα είχαν όλα: Κόντρες, διαξιφισμούς και αλλαγή κυβερνώντος κόμματος. Είχαν όμως και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: Δεν έγινε debate.
Ο θεσμός, που καθιερώθηκε το 1996, είχε αδιάλειπτη παρουσία μέχρι το 2012, όταν οι διαφωνίες μεταξύ των κομματικών επιτελείων δεν κατέστησαν εφικτή τη διαδικασία. Τα ερωτήματα που τίθενται πλέον είναι τα εξής: Πόσο χρήσιμο είναι πια το τηλεοπτικό debate; Επηρεάζει το εκλογικό κοινό; Θα αποτελέσει κομβικό παράγοντα στο να κριθεί ο νικητής των εκλογών;
Στην Ελλάδα, η απορρύθμιση του τηλεοπτικού πεδίου τη δεκαετία του 1990 έφερε την πολιτική επικοινωνία ενώπιον μιας πρωτοφανούς και έντονης αλλαγής. Οι διαμεσολαβούντες από την τηλεοπτική εικόνα πολιτικοί ενίσχυσαν την επιρροή τους διά του Μέσου, ενώ η ανάδειξη του ρόλου των συμβούλων επικοινωνίας και η λειτουργία των κομμάτων εξουσίας σαν να βρίσκονται σε παρατεταμένη εκλογική περίοδο ενίσχυσαν περισσότερο την παρεμβατικότητα της τηλεόρασης ως Μέσου.
Σε πρώτο βαθμό, η τηλεόραση πέτυχε την ενίσχυση των προσώπων που εμφανίστηκαν στο γυαλί. Για παράδειγμα, στις εκλογές του 2000 σημαντικός αριθμός βουλευτών απέτυχε να επανεκλεγεί, με τη συντριπτική πλειονότητα των νεοεισαχθέντων βουλευτών να έχουν δημιουργήσει τη «φίρμα» τους από την τηλεοπτική τους παρουσία. Οι πολιτικοί έκαναν πιο προσιτό και άμεσο τον λόγο τους με εντυπωσιακά «τσιτάτα» και εύπεπτες ατάκες (σε σημείο λαϊκισμού αρκετές φορές), με τους πολίτες να αισθάνονται -τρόπον τινά- ότι μετέχουν στην πολιτική διαδικασία. Ως πρώτο συμπέρασμα μπορούμε να αναγνωρίσουμε την επιρροή του Μέσου στο οποίο διεξάγονται τα debates στην εκλογική διαδικασία. Πλέον, η επιρροή του κοινού κατά κύριο λόγο έχει μεταφερθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με την τηλεόραση όμως να διατηρεί τις δυνάμεις της.
Ο θεσμός των debates ξεκίνησε από τις ΗΠΑ το 1960. Σύμφωνα με τις τελευταίες πειραματικές έρευνες που διεξάγονται στη χώρα για τον αντίκτυπό τους κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών, αυτά τα (προεδρικά) debates ενισχύουν τις πεποιθήσεις των ήδη αποφασισμένων ψηφοφόρων. Κατά συνέπεια, ο κύριος αντίκτυπος εμφανίζεται στους αναποφάσιστους ή λιγότερο ενημερωμένους, ενώ οι πολίτες επηρεάζονται ή όχι σύμφωνα με την ακολουθούμενη θεματολογία της τηλεοπτικής αυτής εκδήλωσης.
Ενώ το 1996, με την πραγματοποίηση του πρώτου debate μεταξύ πολιτικών αρχηγών, έγινε η πρώτη προσέγγιση μιας πολύ καινοτόμου -για την Ελλάδα- επικοινωνιακής πρακτικής, στην πορεία αυτό άλλαξε. Από το 2004 και την εισαγωγή της ελληνικής ιδιαιτερότητας του «πολλαπλού debate», φανερώνεται πως ο ψηφοφόρος έχασε το ενδιαφέρον του. Η εισαγωγή πολλών ενοτήτων, που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα της ελληνικής και διεθνούς πραγματικότητας, παρείχε περαιτέρω ενημέρωση για τις θέσεις του πολιτικού αρχηγού στον τηλεθεατή, όμως ο συνδυασμός της χρονικής επέκτασης αυτού και της παραγόμενης ανίας στον τηλεθεατή ψηφοφόρο ήταν το πρώτο «καμπανάκι». Ταυτόχρονα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν υπήρξε ο «καθολικός» νικητής του debate, με τους όρους «ισοπαλία» και «σούπα» να αποτελούν συνώνυμο του πορίσματος των τηλεμαχιών.
Η έκθεση των πολιτικών στα ΜΜΕ έχει γίνει συνήθεια σταδιακά, με αποτέλεσμα να αναζητείται ένας τρόπος που θα έδινε μεγαλύτερα κίνητρα για τη δημιουργία ενός ελκυστικού προϊόντος κατά τη διάρκεια της προεκλογικής διαδικασίας. Ετσι, ενώ στην αρχή «άρπαξαν» την ευκαιρία για την παραγωγή στοχευμένου και συγκεκριμένου πολιτικού μηνύματος, στην πορεία αναλώθηκαν στα τεχνικά ζητήματα, την επιβολή ευνοϊκών όρων και την παραγωγή «ατάκας». Το ερώτημα είναι, όμως, πόση αξία θα έχει στις επικείμενες εκλογές μια τηλεμαχία.
Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, δήλωσε στα «Παραπολιτικά» στις 14/4 ότι είναι διαθέσιμος ανά πάσα στιγμή να γίνει ένα debate τόσο με τον Αλέξη Τσίπρα όσο και με τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς, εξετάζοντας «με ποιον τρόπο θα μιλήσουμε προεκλογικά».
Πρώτον, παρά τις συνεχείς συζητήσεις στη Βουλή, την ανταλλαγή επιχειρημάτων και τον ευρύ χρόνο τοποθετήσεων, οι κανόνες που διέπουν τις τηλεμαχίες είναι σταθεροί, με συγκεκριμένο χρόνο, για να αποτυπωθεί με σαφήνεια, συντομία και ακρίβεια το μήνυμα. Συνεπώς, θα ήταν χρήσιμο για το εκλογικό κοινό να ακούσει σε ενάμισι ή δύο λεπτά (όπως συνέβαινε στο παρελθόν) το ακριβές μήνυμα του εκάστοτε πολιτικού αρχηγού, δίχως μακρόσυρτες αναλύσεις, ιδιαίτερα σε ένα αναδιαμορφωμένο «σοσιαλμιντιακό περιβάλλον», που στοχεύει σε ένα μικρό χρονικά, απλουστευμένο και στοχευμένο μήνυμα και δεν δίνει ευκαιρία σε ατελείωτες και «κενές» αναλύσεις-διαλέξεις.
Δεύτερον, οι αλλεπάλληλες κρίσεις που έλαβαν χώρα την περασμένη τετραετία καθώς και η στάση που έδειξαν η κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης κρίθηκαν από τους πολίτες, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά. Σε μια περίοδο που είναι απαραίτητες οι ξεκάθαρες θέσεις για τα προβλήματα που διέπουν την κοινωνία, δεν χωρούν αμφίσημα λόγια και μεσβέζικες θέσεις. Καθοριστικό για την ψήφο του πολίτη, μία ανάσα πριν από τις κάλπες, θα είναι να αποτυπωθούν μέσω των debates οι πραγματικές θέσεις των κοµµάτων και το κατά πόσο είναι ρεαλιστικό το πλάνο τους για την αντιµετώπιση των κρίσεων που µαστίζουν τη χώρα, µε κοµβικό παράγοντα τα ζητήµατα εξωτερικής πολιτικής, δεδοµένων τόσο των εθνικών απειλών όσο και του αποσταθεροποιητικού παράγοντα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Στιγμιότυπο από το debate των πολιτικών αρχηγών το 2015
Aκόµα, εµβόλιµη θεµατική στη διαδικασία ίσως αποτελέσουν οι µετεκλογικές συνεργασίες. Σηµειολογικά, τα debates λόγω του χαρακτήρα τους αποτελούν την «τελευταία ευρεία δήλωση» (δίχως τις προεκλογικές συγκεντρώσεις) πριν από τις κάλπες, µε συνέπεια το µήνυµα του πολιτικού αρχηγού να ξεδιπλώνεται εξ ολοκλήρου. Χρήσιµο, λοιπόν, θα είναι να αποκαλυφθούν οι θέσεις των κοµµάτων για την «επόµενη ηµέρα» και, υπό το -ακραίο- σενάριο µέχρι και τριπλής κάλπης, να γίνει ξεκάθαρο στους πολίτες αν η ψήφος τους σηµαίνει κυβερνησιµότητα ή ευρύτερη αστάθεια. Τέλος, σύµφωνα µε τους παραπάνω όρους, που κατέστησαν τα debates διαδικασία µειωµένου ενδιαφέροντος, χρήζουν αναθεώρησης οι όροι διεξαγωγής.
Αλλαγές µεγάλου βεληνεκούς ενδέχεται να µη γίνουν, όµως µια προσπάθεια απλοποίησης των όρων, θελκτικότητας, αλλά και ουσιαστικοποίησης της πολιτικής δήλωσης µέσω του θεσµού αυτού θα τον αναβίωνε και θα τον καθιστούσε όχι µόνο ένα επικοινωνιακό εργαλείο ανάδειξης θέσεων, αλλά και πολιτικό γεγονός διευρυµένης δυναµικής και ουσιαστικής επιρροής. Συµπερασµατικά, παρά τις κρίσεις και την πλήξη που προκάλεσε στο παρελθόν η διοργάνωση, ένα debate σήµερα είναι πιο αναγκαίο από ποτέ.
Με τα νέα επικοινωνιακά εργαλεία να επιτάσσουν τον εκσυγχρονισµό της διαδικασίας και µε την αξία που έχουν οι επικείµενες κάλπες, το debate µπορεί να δώσει τις ξεκάθαρες πολιτικές απαντήσεις που επιθυµούν οι ψηφοφόροι και να «µετρήσει» τα µεγέθη των πολιτικών αρχηγών και τις προοπτικές ισορροπίας και ανάπτυξης που θα τους δώσουν. Θα ήταν µεστή πολιτική πράξη µέσω του debate η µεταφορά του πολιτικού µηνύµατος να συνδεθεί µε την έννοια της σύγχρονης πολιτικής εξουσίας, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, µε επικοινωνιακές διαστάσεις, οι οποίες αναπτύσσονται όχι µόνο κατά τη διάρκεια των προεκλογικών περιόδων, αλλά κάθε ηµέρα.
Δημοσιεύτηκε στα «Παραπολιτικά» στις 28/4
Ο θεσμός, που καθιερώθηκε το 1996, είχε αδιάλειπτη παρουσία μέχρι το 2012, όταν οι διαφωνίες μεταξύ των κομματικών επιτελείων δεν κατέστησαν εφικτή τη διαδικασία. Τα ερωτήματα που τίθενται πλέον είναι τα εξής: Πόσο χρήσιμο είναι πια το τηλεοπτικό debate; Επηρεάζει το εκλογικό κοινό; Θα αποτελέσει κομβικό παράγοντα στο να κριθεί ο νικητής των εκλογών;
Στην Ελλάδα, η απορρύθμιση του τηλεοπτικού πεδίου τη δεκαετία του 1990 έφερε την πολιτική επικοινωνία ενώπιον μιας πρωτοφανούς και έντονης αλλαγής. Οι διαμεσολαβούντες από την τηλεοπτική εικόνα πολιτικοί ενίσχυσαν την επιρροή τους διά του Μέσου, ενώ η ανάδειξη του ρόλου των συμβούλων επικοινωνίας και η λειτουργία των κομμάτων εξουσίας σαν να βρίσκονται σε παρατεταμένη εκλογική περίοδο ενίσχυσαν περισσότερο την παρεμβατικότητα της τηλεόρασης ως Μέσου.
Σε πρώτο βαθμό, η τηλεόραση πέτυχε την ενίσχυση των προσώπων που εμφανίστηκαν στο γυαλί. Για παράδειγμα, στις εκλογές του 2000 σημαντικός αριθμός βουλευτών απέτυχε να επανεκλεγεί, με τη συντριπτική πλειονότητα των νεοεισαχθέντων βουλευτών να έχουν δημιουργήσει τη «φίρμα» τους από την τηλεοπτική τους παρουσία. Οι πολιτικοί έκαναν πιο προσιτό και άμεσο τον λόγο τους με εντυπωσιακά «τσιτάτα» και εύπεπτες ατάκες (σε σημείο λαϊκισμού αρκετές φορές), με τους πολίτες να αισθάνονται -τρόπον τινά- ότι μετέχουν στην πολιτική διαδικασία. Ως πρώτο συμπέρασμα μπορούμε να αναγνωρίσουμε την επιρροή του Μέσου στο οποίο διεξάγονται τα debates στην εκλογική διαδικασία. Πλέον, η επιρροή του κοινού κατά κύριο λόγο έχει μεταφερθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με την τηλεόραση όμως να διατηρεί τις δυνάμεις της.
Ο θεσμός των debates ξεκίνησε από τις ΗΠΑ το 1960. Σύμφωνα με τις τελευταίες πειραματικές έρευνες που διεξάγονται στη χώρα για τον αντίκτυπό τους κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών, αυτά τα (προεδρικά) debates ενισχύουν τις πεποιθήσεις των ήδη αποφασισμένων ψηφοφόρων. Κατά συνέπεια, ο κύριος αντίκτυπος εμφανίζεται στους αναποφάσιστους ή λιγότερο ενημερωμένους, ενώ οι πολίτες επηρεάζονται ή όχι σύμφωνα με την ακολουθούμενη θεματολογία της τηλεοπτικής αυτής εκδήλωσης.
Τα διάφορα στάδια
Στην Ελλάδα, από το πρώτο «ανεπίσημο» debate, που διοργανώθηκε σε πανεπιστημιακό επίπεδο στην Πάντειο το 1990, το πρώτο κανονικό του 1996 έως και το 2015, η τηλεμαχία έχει περάσει από διάφορα στάδια, τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως στάδια αναζήτησης ταυτότητας, εξελικτικά, αλλά και στάδια καθιέρωσης.Ενώ το 1996, με την πραγματοποίηση του πρώτου debate μεταξύ πολιτικών αρχηγών, έγινε η πρώτη προσέγγιση μιας πολύ καινοτόμου -για την Ελλάδα- επικοινωνιακής πρακτικής, στην πορεία αυτό άλλαξε. Από το 2004 και την εισαγωγή της ελληνικής ιδιαιτερότητας του «πολλαπλού debate», φανερώνεται πως ο ψηφοφόρος έχασε το ενδιαφέρον του. Η εισαγωγή πολλών ενοτήτων, που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα της ελληνικής και διεθνούς πραγματικότητας, παρείχε περαιτέρω ενημέρωση για τις θέσεις του πολιτικού αρχηγού στον τηλεθεατή, όμως ο συνδυασμός της χρονικής επέκτασης αυτού και της παραγόμενης ανίας στον τηλεθεατή ψηφοφόρο ήταν το πρώτο «καμπανάκι». Ταυτόχρονα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν υπήρξε ο «καθολικός» νικητής του debate, με τους όρους «ισοπαλία» και «σούπα» να αποτελούν συνώνυμο του πορίσματος των τηλεμαχιών.
Πλέον, η επιρροή του κοινού κατά κύριο λόγο έχει μεταφερθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με την τηλεόραση όμως να διατηρεί τις δυνάμεις της
Φάουλ
Παράλληλα, οι συνεχείς διαφωνίες των κομματικών επιτελείων για την ενίσχυση των όρων παρουσίας των αρχηγών, η σχεδόν αποκλειστική επικέντρωση στην ενίσχυση της τηλεοπτικής παρουσίας των αρχηγών και στις λεπτομέρειες αυτής, η αναγωγή σε τηλεοπτικό προϊόν, με νικητή και χαμένο, και η εστίαση σε εκείνον που θα κερδίσει τη συμπάθεια του κοινού κατά βάση εκείνης της παρουσίας -λόγω του συγκεντρωτικού και πολλαπλής κατεύθυνσης χαρακτήρα της εκδήλωσης- ενίσχυσαν την αδιαφορία του κοινού για τον θεσμό στην Ελλάδα.Η έκθεση των πολιτικών στα ΜΜΕ έχει γίνει συνήθεια σταδιακά, με αποτέλεσμα να αναζητείται ένας τρόπος που θα έδινε μεγαλύτερα κίνητρα για τη δημιουργία ενός ελκυστικού προϊόντος κατά τη διάρκεια της προεκλογικής διαδικασίας. Ετσι, ενώ στην αρχή «άρπαξαν» την ευκαιρία για την παραγωγή στοχευμένου και συγκεκριμένου πολιτικού μηνύματος, στην πορεία αναλώθηκαν στα τεχνικά ζητήματα, την επιβολή ευνοϊκών όρων και την παραγωγή «ατάκας». Το ερώτημα είναι, όμως, πόση αξία θα έχει στις επικείμενες εκλογές μια τηλεμαχία.
Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, δήλωσε στα «Παραπολιτικά» στις 14/4 ότι είναι διαθέσιμος ανά πάσα στιγμή να γίνει ένα debate τόσο με τον Αλέξη Τσίπρα όσο και με τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς, εξετάζοντας «με ποιον τρόπο θα μιλήσουμε προεκλογικά».
Εκσυγχρονισμός
Επειτα από επτά χρόνια δίχως τη διεξαγωγή του θεσμού, με το πεδίο της επικοινωνίας να έχει υποστεί τεκτονικές αλλαγές, είναι χρήσιμο έως και απαραίτητο να δούμε την αξία του στις επικείμενες εκλογές.Πρώτον, παρά τις συνεχείς συζητήσεις στη Βουλή, την ανταλλαγή επιχειρημάτων και τον ευρύ χρόνο τοποθετήσεων, οι κανόνες που διέπουν τις τηλεμαχίες είναι σταθεροί, με συγκεκριμένο χρόνο, για να αποτυπωθεί με σαφήνεια, συντομία και ακρίβεια το μήνυμα. Συνεπώς, θα ήταν χρήσιμο για το εκλογικό κοινό να ακούσει σε ενάμισι ή δύο λεπτά (όπως συνέβαινε στο παρελθόν) το ακριβές μήνυμα του εκάστοτε πολιτικού αρχηγού, δίχως μακρόσυρτες αναλύσεις, ιδιαίτερα σε ένα αναδιαμορφωμένο «σοσιαλμιντιακό περιβάλλον», που στοχεύει σε ένα μικρό χρονικά, απλουστευμένο και στοχευμένο μήνυμα και δεν δίνει ευκαιρία σε ατελείωτες και «κενές» αναλύσεις-διαλέξεις.
Δεύτερον, οι αλλεπάλληλες κρίσεις που έλαβαν χώρα την περασμένη τετραετία καθώς και η στάση που έδειξαν η κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης κρίθηκαν από τους πολίτες, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά. Σε μια περίοδο που είναι απαραίτητες οι ξεκάθαρες θέσεις για τα προβλήματα που διέπουν την κοινωνία, δεν χωρούν αμφίσημα λόγια και μεσβέζικες θέσεις. Καθοριστικό για την ψήφο του πολίτη, μία ανάσα πριν από τις κάλπες, θα είναι να αποτυπωθούν μέσω των debates οι πραγματικές θέσεις των κοµµάτων και το κατά πόσο είναι ρεαλιστικό το πλάνο τους για την αντιµετώπιση των κρίσεων που µαστίζουν τη χώρα, µε κοµβικό παράγοντα τα ζητήµατα εξωτερικής πολιτικής, δεδοµένων τόσο των εθνικών απειλών όσο και του αποσταθεροποιητικού παράγοντα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Στιγμιότυπο από το debate των πολιτικών αρχηγών το 2015
Aκόµα, εµβόλιµη θεµατική στη διαδικασία ίσως αποτελέσουν οι µετεκλογικές συνεργασίες. Σηµειολογικά, τα debates λόγω του χαρακτήρα τους αποτελούν την «τελευταία ευρεία δήλωση» (δίχως τις προεκλογικές συγκεντρώσεις) πριν από τις κάλπες, µε συνέπεια το µήνυµα του πολιτικού αρχηγού να ξεδιπλώνεται εξ ολοκλήρου. Χρήσιµο, λοιπόν, θα είναι να αποκαλυφθούν οι θέσεις των κοµµάτων για την «επόµενη ηµέρα» και, υπό το -ακραίο- σενάριο µέχρι και τριπλής κάλπης, να γίνει ξεκάθαρο στους πολίτες αν η ψήφος τους σηµαίνει κυβερνησιµότητα ή ευρύτερη αστάθεια. Τέλος, σύµφωνα µε τους παραπάνω όρους, που κατέστησαν τα debates διαδικασία µειωµένου ενδιαφέροντος, χρήζουν αναθεώρησης οι όροι διεξαγωγής.
Αλλαγές µεγάλου βεληνεκούς ενδέχεται να µη γίνουν, όµως µια προσπάθεια απλοποίησης των όρων, θελκτικότητας, αλλά και ουσιαστικοποίησης της πολιτικής δήλωσης µέσω του θεσµού αυτού θα τον αναβίωνε και θα τον καθιστούσε όχι µόνο ένα επικοινωνιακό εργαλείο ανάδειξης θέσεων, αλλά και πολιτικό γεγονός διευρυµένης δυναµικής και ουσιαστικής επιρροής. Συµπερασµατικά, παρά τις κρίσεις και την πλήξη που προκάλεσε στο παρελθόν η διοργάνωση, ένα debate σήµερα είναι πιο αναγκαίο από ποτέ.
Με τα νέα επικοινωνιακά εργαλεία να επιτάσσουν τον εκσυγχρονισµό της διαδικασίας και µε την αξία που έχουν οι επικείµενες κάλπες, το debate µπορεί να δώσει τις ξεκάθαρες πολιτικές απαντήσεις που επιθυµούν οι ψηφοφόροι και να «µετρήσει» τα µεγέθη των πολιτικών αρχηγών και τις προοπτικές ισορροπίας και ανάπτυξης που θα τους δώσουν. Θα ήταν µεστή πολιτική πράξη µέσω του debate η µεταφορά του πολιτικού µηνύµατος να συνδεθεί µε την έννοια της σύγχρονης πολιτικής εξουσίας, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, µε επικοινωνιακές διαστάσεις, οι οποίες αναπτύσσονται όχι µόνο κατά τη διάρκεια των προεκλογικών περιόδων, αλλά κάθε ηµέρα.
Δημοσιεύτηκε στα «Παραπολιτικά» στις 28/4