Τα μεγάλα ατού του Μητσοτάκη: Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού που οδηγούν τη ΝΔ στη νίκη
Τέσσερα χρόνια ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ερώτηση για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό δεν έχασε ποτέ την πρωτιά
Με έξι μεγάλα «ατού» πορεύεται η Νέα Δημοκρατία όλο το τελευταίο διάστημα στον δρόμο προς τις κάλπες της 21ης Μαΐου. Πρόκειται για συγκριτικά πλεονεκτήματα της κυβέρνησης και του Κυριάκου Μητσοτάκη προσωπικά, όπως αυτά έχουν προκύψει μέσα από ενδελεχή έρευνα των δημοσκοπήσεων, αλλά και των focus groups που κατά καιρούς διεξάγει το κυβερνών κόμμα. Αυτά θεωρούνται και τα βασικά στοιχεία που θα δώσουν, καθώς φαίνεται, την πρωτιά στη Ν.Δ. στην εκλογική αναμέτρηση, όπου μένει βέβαια να φανεί το εύρος της και κατά πόσο θα προσφέρει τη «βάση» που απαιτείται για την αυτοδυναμία στις πιθανές νέες εκλογές.
Ικανοποίηση από το κυβερνητικό έργο
Στην τελευταία δημοσκόπηση της GPO, που δημοσιοποιήθηκε την Πέμπτη το βράδυ, το 52,9% κρίνει θετικά και μάλλον θετικά τη διακυβέρνηση της Ν.Δ. Σχεδόν σε όλη -ή τουλάχιστον στην περισσότερη- διάρκεια της τελευταίας τετραετίας, οι συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη παρατηρούσαν με ενδιαφέρον το στοιχείο αυτό στις μετρήσεις, καθώς ήταν σταθερά πάνω από το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2019.
Ενώ, δηλαδή, την είχε ψηφίσει το 39,85%, άνω του 40%, ορισμένες δε φορές και άνω του 50%, εμφανιζόταν στις δημοσκοπήσεις ως ικανοποιημένο από το κυβερνητικό έργο. Ένα άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι, ιδίως στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝ.ΑΛ., η ικανοποίηση από τα πεπραγμένα της κυβέρνησης της Ν.Δ. ήταν αρκετά υψηλή, κάτι που αξιοποίησε πολλές φορές ο πρωθυπουργός σε ομιλίες και δημόσιες παρεμβάσεις του.
Διαχείριση των κρίσεων
Η τετραετία 2019-2023 ήταν ουσιαστικά μια συνεχής άσκηση διαχείρισης μικρών και μεγάλων κρίσεων για την κυβέρνηση και η -σε σημαντικό βαθμό- επιτυχής αντιμετώπισή τους της προσδίδει αξιοπιστία, η οποία αναμένεται να «μετρήσει» στην κάλπη της Κυριακής. Η αρχή έγινε με τις αυξημένες μεταναστευτικές ροές στο Ανατολικό Αιγαίο το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 2019. Συνεχίστηκε με το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού τον Φεβρουάριο του 2020 και τη διαχείριση κρίσεων σε πολλά επίπεδα: Μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, προμήθεια μέσων ατομικής προστασίας, αύξηση ΜΕΘ, προμήθεια εμβολίων και οργάνωση εμβολιαστικής εκστρατείας. Ακολούθησε η κρίση στον Έβρο με την οργανωμένη από την Τουρκία απόπειρα μαζικής εισόδου προσφύγων και μεταναστών και, φυσικά, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο συνεχιζόμενος πόλεμος, μαζί με την ενεργειακή κρίση που προκάλεσε.
Απουσία αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέμεινε από την αρχή μέχρι το τέλος της προεκλογικής καμπάνιας στη νίκη της Νέας Δημοκρατίας σε αυτές τις εκλογές και στην αυτοδυναμία στις επόμενες, ως μόνη ρεαλιστική και αξιόπιστη λύση διακυβέρνησης. Απέναντι σε αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ προέβαλε διαδοχικά μια σειρά από σενάρια: Συγκυβέρνηση με όλα τα κόμματα του Κέντρου και της Αριστεράς (ΠΑΣΟΚ, ΜέΡΑ25, ΚΚΕ) με πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ, συγκυβέρνηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης σε περίπτωση που πάρει τελικά τη δεύτερη διερευνητική ο ΣΥΡΙΖΑ, συγκυβέρνηση μόνο με το ΠΑΣΟΚ («ο Βαρουφάκης αυτοεξαιρέθηκε», είπε ο Αλέξης Τσίπρας), κυβέρνηση μειοψηφίας με ψήφο ανοχής ενός ή περισσότερων κομμάτων, κυβέρνηση ειδικού σκοπού με στόχο τη συγκρότηση δύο προανακριτικών επιτροπών για τα Τέμπη και για τις παρακολουθήσεις. Το αφήγημα της Ν.Δ. ήταν πιο συνεκτικό και περισσότερο συμπαγές.
Η τακτική Ανδρουλάκη
Παρά το γεγονός ότι οι μετρήσεις έδειχναν τα τελευταία χρόνια πως το κοινό του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. έβλεπε περισσότερο θετικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη από τον Αλέξη Τσίπρα και επικροτούσε αρκετές κυβερνητικές πολιτικές, ο Νίκος Ανδρουλάκης επέλεξε τον διμέτωπο αγώνα και πολύ γρήγορα φάνηκε να αυτοεγκλωβίζεται στο δίλημμα που έθεσε μόνος του: Αν θέλει η Ν.Δ. ή ο ΣΥΡΙΖΑ το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. σε συγκυβέρνηση, θα πρέπει ο αρχηγός τους να μην είναι πρωθυπουργός. «Σε μια χώρα όπως η δική μας, με παραδοσιακά πρωθυπουργικό σύστημα, ο Ανδρουλάκης λέει στους πολίτες “δεν θέλω κανέναν για πρωθυπουργό”», επισημαίνει μιλώντας στα «Π» συνεργάτης του κ. Μητσοτάκη. Η πολιτική αυτή τακτική του κ. Ανδρουλάκη δεν φαίνεται να «περπάτησε». Αντίθετα, μοιάζει να ευνοεί τελικά τη Νέα Δημοκρατία.
Η προεκλογική εκστρατεία
Περίπου από τα µέσα Απριλίου και µετά, ο κ. Μητσοτάκης και συνολικά η Ν.∆. επέλεξαν να επικεντρώσουν το µήνυµά τους σε λίγα και συγκεκριµένα προτάγµατα: την αύξηση των µισθών σε δηµόσιο και ιδιωτικό τοµέα, την ενίσχυση της Αµυνας, της ασφάλειας και της διεθνούς θέσης της χώρας, τη µεταρρύθµιση στο ΕΣΥ µε προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών και έµφαση στην πρωτοβάθµια περίθαλψη, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθµίδας για τη χώρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη πλευρά, «άπλωσε» πολύ την προεκλογική ρητορική του σε πολλά και διαφορετικά πεδία και ποικίλους στόχους, ενώ θεωρείται βέβαιο πως θα του κοστίσει η εξαγγελία Κατρούγκαλου -άσχετα αν το πήρε πίσω στη συνέχεια- για σύνδεση και πάλι των ασφαλιστικών εισφορών µε το εισόδηµα και, άρα, αύξηση των εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελµατίες.
Υπεροχή Μητσοτάκη στα ποιοτικά στοιχεία
Το «ατού» της Νέας ∆ηµοκρατίας, σύµφωνα µε τις έρευνες και τις µετρήσεις, όχι µόνο προεκλογικά, αλλά και τους προηγούµενους µήνες, είναι ο αρχηγός της. Πέρα από την ερώτηση για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό, όπου σε όλη τη διάρκεια της τετραετίας δεν έχασε ποτέ την πρωτιά, επιµέρους ποιοτικά στοιχεία φανερώνουν την υπεροχή του σε µια σειρά από χαρακτηριστικά, από τη στήριξη των πιο αδύναµων µέχρι την εκπροσώπηση της χώρας στο εξωτερικό. Για παράδειγµα, µετά την επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο και την οµιλία του στο Κογκρέσο τον περασµένο Μάιο, δηµοσκόπηση της Metron Analysis έδειχνε ότι σχεδόν ένας στους δύο (ποσοστό 48%, αυξηµένο κατά δέκα µονάδες από την αντίστοιχη µέτρηση έναν µήνα νωρίτερα) έχει µάλλον θετικές εντυπώσεις από την ασκούµενη εξωτερική πολιτική, έναντι 37%, που έχει µάλλον αρνητικές.
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» το Σάββατο 20 Μαΐου 2023