Εκλογές 2023: Τι οδήγησε στον εκλογικό θρίαμβο της ΝΔ - Το κυβερνητικό έργο, η διαχείριση κρίσεων και άλλα 4 «κλειδιά»
Στη μεταπολίτευση, εδώ και μισό αιώνα σχεδόν δηλαδή, υπάρχουν δύο σταθερές που σχεδόν ποτέ δεν παραβιάστηκαν
Έναν πρωτοφανή για τα δεδομένα της μεταπολίτευσης πολιτικό θρίαμβο κατήγαγε η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος όχι μόνο κέρδισε τον μεγάλο αντίπαλό του με 20 μονάδες διαφορά, αλλά παράλληλα μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης και την αναμενόμενη φθορά που αυτή επιφέρει αύξησε κατά μία μονάδα το ποσοστό του κόμματός του σε σχέση με εκείνο της τελευταίας εκλογικής αναμέτρησης.
Καθώς πολύ σύντομα η χώρα θα μπει εκ νέου σε εκλογική τροχιά για τις επόμενες εκλογές, που θα διεξαχθούν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, αξίζει να σταθούμε σε ορισμένους από τους βασικούς παράγοντες που εξηγούν τη μεγάλη αυτή εκλογική επιτυχία της Νέας Δημοκρατίας.
Ικανοποίηση από το κυβερνητικό έργο
Στην τελευταία δημοσκόπηση της GPO, που δημοσιοποιήθηκε την Πέμπτη το βράδυ, το 52,9% κρίνει θετικά και μάλλον θετικά τη διακυβέρνηση της ΝΔ. Σε όλη σχεδόν –ή στην περισσότερη τουλάχιστον– διάρκεια της τελευταίας τετραετίας, οι συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη παρατηρούσαν με ενδιαφέρον το στοιχείο αυτό στις μετρήσεις, καθώς ήταν σταθερά πάνω από το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2019. Ενώ, δηλαδή, την είχε ψηφίσει τo 39.85%, άνω του 40%, ορισμένες δε φορές και άνω του 50%, εμφανιζόταν στις δημοσκοπήσεις ως ικανοποιημένο από το κυβερνητικό έργο. Ένα άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι ιδίως στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, η ικανοποίηση από τα πεπραγμένα της κυβέρνησης της ΝΔ ήταν αρκετά υψηλή, κάτι που αξιοποίησε πολλές φορές ο πρωθυπουργός σε ομιλίες και δημόσιες παρεμβάσεις του.
Διαχείριση κρίσεων
Η τετραετία 2019-2023 ήταν ουσιαστικά μια συνεχής άσκηση διαχείρισης μικρών και μεγάλων κρίσεων για την κυβέρνηση και η σε σημαντικό βαθμό επιτυχής αντιμετώπισή τους, της προσδίδει αξιοπιστία η οποία «μέτρησε» στην κάλπη της Κυριακής. Η αρχή έγινε με τις αυξημένες μεταναστευτικές ροές στο Ανατολικό Αιγαίο το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 2019. Συνεχίστηκε με το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού τον Φεβρουάριο του 2020 και τη διαχείριση κρίσεων σε πολλά επίπεδα: Μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, προμήθεια μέσων ατομικής προστασίας, αύξηση ΜΕΘ, προμήθεια εμβολίων και οργάνωση εμβολιαστικής εκστρατείας. Ακολούθησε η κρίση στον Έβρο με την οργανωμένη από την Τουρκία απόπειρα μαζικής εισόδου προσφύγων και μεταναστών και φυσικά η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο συνεχιζόμενος πόλεμος, μαζί με την ενεργειακή κρίση που προκάλεσε.
Απουσία αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέμεινε από την αρχή μέχρι τέλους της προεκλογικής καμπάνιας στην νίκη της Νέας Δημοκρατίας σε αυτές τις εκλογές και στην αυτοδυναμία στις επόμενες ως μόνη ρεαλιστική και αξιόπιστη λύση διακυβέρνησης. Απέναντι σε αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ προέβαλε διαδοχικά μια σειρά από σενάρια: Συγκυβέρνηση με όλα τα κόμματα του Κέντρου και της Αριστεράς (ΠΑΣΟΚ, Μέρα25, ΚΚΕ) με πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ, συγκυβέρνηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης σε περίπτωση που πάρει τη δεύτερη διερευνητική ο ΣΥΡΙΖΑ, συγκυβέρνηση μόνο με το ΠΑΣΟΚ («ο Βαρουφάκης αυτοεξαιρέθηκε», είπε ο Αλέξης Τσίπρας), κυβέρνηση μειοψηφίας με ψήφο ανοχής ενός ή περισσοτέρων κομμάτων, κυβέρνηση ειδικού σκοπού, με στόχο τη συγκρότηση δύο προανακριτικών επιτροπών για τα Τέμπη και για τις παρακολουθήσεις. Το αφήγημα της ΝΔ ήταν πιο συνεκτικό και περισσότερο συμπαγές.
Η προεκλογική εκστρατεία
Από τα μέσα Απριλίου περίπου και μετά, ο κ. Μητσοτάκης και συνολικά η ΝΔ επέλεξαν να επικεντρώσουν το μήνυμά τους σε λίγα και συγκεκριμένα προτάγματα: Την αύξηση των μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, την ενίσχυση της άμυνας, της ασφάλειας και της διεθνούς θέσης της χώρας, τη μεταρρύθμιση στο ΕΣΥ με προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών και έμφαση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τη χώρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη πλευρά, «άπλωσε» πολύ την προεκλογική ρητορική του σε πολλά και διαφορετικά πεδία και ποικίλους στόχους, ενώ θεωρείται βέβαιο πως του κόστισε και η εξαγγελία Κατρούγκαλου – άσχετα αν το πήρε πίσω στη συνέχεια – για σύνδεση και πάλι των ασφαλιστικών εισφορών με το εισόδημα και άρα αύξηση των εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Υπεροχή Μητσοτάκη στα ποιοτικά χαρακτηριστικά
Το «ατού» της Νέας Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις έρευνες και τις μετρήσεις όχι μόνο προεκλογικά, αλλά και τους προηγούμενους μήνες, είναι ο αρχηγός της. Πέρα από την ερώτηση για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό, όπου σε όλη τη διάρκεια της τετραετίας δεν έχασε ποτέ την πρωτιά, επιμέρους ποιοτικά στοιχεία φανερώνουν την υπεροχή του σε μια σειρά από χαρακτηριστικά, από τη στήριξη των πιο αδύναμων μέχρι την εκπροσώπηση της χώρας στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, μετά την επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο και την ομιλία του στο Κογκρέσο τον περασμένο Μάιο, δημοσκόπηση της Metron Analysis έδειχνε ότι σχεδόν ένας στους δύο (ποσοστό 48%, αυξημένο κατά δέκα μονάδες από την αντίστοιχη μέτρηση ένα μήνα νωρίτερα) έχει μάλλον θετικές εντυπώσεις από την ασκούμενη εξωτερική πολιτική, έναντι 37% που έχει μάλλον αρνητικές.
Οι «σταθερές» της μεταπολίτευσης
Στη μεταπολίτευση, εδώ και μισό αιώνα σχεδόν δηλαδή, υπάρχουν δύο σταθερές που σχεδόν ποτέ δεν παραβιάστηκαν. Η πρώτη είναι ότι ο εν ενεργεία πρωθυπουργός που χάνει τις εκλογές παραιτείται, προκειμένου να υπάρξει ανανέωση στο κόμμα του και να διεκδικήσει με νέα ορμή και φρέσκια ηγετική ομάδα τη νίκη στις επόμενες εκλογές. Πέραν του Ανδρέα Παπανδρέου, όλοι οι άλλοι πρωθυπουργοί από το 1974 και μετά, ακολούθησαν αυτό τον κανόνα. Ο Αλέξης Τσίπρας παρέμεινε στην ηγεσία του κόμματός του μετά την ήττα με οκτώ μονάδες διαφορά το 2019.
Η δεύτερη σταθερά είναι ότι -πλην των λεγόμενων «μνημονιακών» χρόνων- ο λαός δίνει πάντοτε μια δεύτερη ευκαιρία στον εκάστοτε πρωθυπουργό: Την έλαβαν ο Καραμανλής το 1977, ο Παπανδρέου το 1985, ο Σημίτης το 2000, ο Καραμανλής το 2007. Την έδωσε και τώρα στον Κυριάκο Μητσοτάκη.