Η δημοκρατία έδωσε για ακόμα μία φορά τη λύση σε όποιο υπαρκτό – ίσως – κι ανύπαρκτο δίλημμα τέθηκε μέσα στον κουρνιαχτό της εκλογικής αναμέτρησης.

Δίνοντας δικαίωμα και φωνή, στους Έλληνες απανταχού της γης, φρόντισε να εξασφαλίσει πως το όποιο αποτέλεσμα, θα ανταποκρινόταν στην πραγματική βούληση του λαού, και στις προσδοκίες του για το μέλλον της χώρας και της νέας γενιάς.

Το αποτέλεσμα, παρότι αναμενόμενο για πολλούς, δεν παύει να αποτελεί έκπληξη όχι μόνο για τους ηττημένους της μάχης, αλλά και για τους νικητές, καθώς ποτέ άλλοτε δεν έχει εκφραστεί, με τέτοια ομοφωνία, η ανάγκη ενός λαού για συνέχεια, συνέπεια και σταθερότητα, κυρίως δε, μετά από μία πολύπαθη τετραετία αλλεπάλληλων αναταραχών και κρατικών δοκιμασιών, που θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να οδηγήσει σε τριβή και…ολική συντριβή.

Δεν υπάρχει, σαφώς, καμία τυχαία συγκυρία, η οποία ευθύνεται για την μεταστροφή του πολιτικού σκηνικού, που παρουσίαζαν οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Η μάχη δεν ξεκίνησε άλλωστε, τον μήνα τον εκλογών. Ξεκίνησε το 2019, όταν αναλαμβάνοντας το τιμόνι της χώρας, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ανέλαβε μαζί και μία πολυεπίπεδη πρόκληση, που απαιτούσε παράλληλες κατά μέτωπο επιθέσεις σε όλα τα σημεία.

Η ιστορική επικράτηση στο σύνολο των μαχών που δόθηκαν, δεν αποτυπώνεται μόνο στο 40,79%, αλλά σε μία συστάδα ιστορικών αποτελεσμάτων, σε όλους τους τομείς.

• Στο 20% της αύξησης του κατώτατου μισθού.
• Στη μειωμένη κατά 7 μονάδες ανεργία – αριθμός ρεκόρ για μία και πλέον δεκαετία.
• Στις 300.000 νέες θέσεις εργασίας.
• Στους 50 μειωμένους φόρες και εισφορές.
• Στα 13 αυξημένα αναπηρικά επιδόματα και σε πολλά ακόμα.
• Στην ψηφιοποίηση του κράτους – και μάλιστα εν μέσω πανδημίας και εξωγενών κρίσεων.
• Στους διορισμούς εκπαιδευτικών.
• Στην ενίσχυση της υγείας και τους μηχανισμούς διαχείρισης που ανέπτυξε κατά την πανδημία.

Απευθυνόμενες, οι πολιτικές δυνάμεις σε ένα εκλογικό σώμα, που επιδιώκει να συγκαταλέγεται ανάμεσα σε ένα ενεργό εργατικό δυναμικό, σε ένα έθνος με πραγματικά κοινωνικό προσανατολισμό και σε ένα σύνολο πολιτών που επιθυμεί να ζει και να δραστηριοποιείται ελεύθερα σε ένα ισότιμο, αξιοκρατικό, αλλά κυρίως ασφαλές και προστατευμένο από εξωτερικές απειλές κράτος, είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν το όραμα και την πολιτική τους τοποθέτηση, από τα έδρανα της Βουλής έως την ημέρα της κάλπης.

Το 19% των αναποφάσιστων που επέλεξε τελικώς να στραφεί προς την παράταξη της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και το 30% και πλέον των νέων 17-24, που παραδοσιακά συντάσσεται με τις αντιπολιτευτικές δυνάμεις διεκδικώντας πάντα μία αλλαγή, και βρέθηκε κι αυτό στο πλευρό του πλειοψηφικού συνδυασμού του Κυριάκου Μητσοτάκη, αποδεικνύουν πως τα κεκτημένα της τετραετίας, υπερτερούσαν έναντι των αδυναμιών και η προοπτική της επόμενης μέρας, επικράτησε στο ζύγι έναντι της πολιτικής του αρνητισμού και του εκμηδενισμού κάθε αρχής της χώρας.

Η επομένη των εκλογών, βρίσκει τη Νέα Δημοκρατία, σαφώς πιο ισχυρή, έχοντας λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από το σύνολο των Ελλήνων ψηφοφόρων κι αυτό, έχει ως επακόλουθο την προσπάθεια συσπείρωσης των αντίπαλων δυνάμεων, στο όνομα της «ανατροπής» ενός δημοκρατικά κεκτημένου, μη αναστρέψιμου αποτελέσματος.

Δεν αμφισβητούνται τα αποτελέσματα του κυβερνητικού έργου.

Δεν κρίνεται η αξιοπιστία μιας κυβέρνησης από τη συμμετοχή της σε ένα παιχνίδι λαϊκισμού και προεκλογικών υποσχέσεων.

Δεν ανατρέπονται οι πλειοψηφίες που με αγώνα επιτεύχθηκαν στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας.

Παρά μόνο με συνέπεια και με επιμονή, διατηρούν και ενισχύουν τη θέση και τη δυναμική τους σε μία τελευταία εκλογική αναμέτρηση που θα αποδείξει πως στη βούληση του ελληνικού λαού, στάθηκε μοναδική τροχοπέδη, η αντιπολιτευτική επιλογή του εκλογικού συστήματος, σε μία ύστατη προσπάθεια παρακώλησης μίας δημοκρατικής διαδικασίας.