Εκλογές 25ης Ιουνίου: Ένα βήμα πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα, άρθρο του Θοδωρή Κουναδέα
Ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη διατήρηση του θετικού οικονομικού κλίματος και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι η πολιτική σταθερότητα
Η κάλπη της 21ης Μαΐου μετέφερε το ηχηρό μήνυμα των πολιτών να συνεχίσει η Ελλάδα στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της υπεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής. Το θετικό οικονομικό κλίμα που δημιουργήθηκε κατά τη διακυβέρνηση της τελευταίας τετραετίας και οι διαδοχικές αναβαθμίσεις της οικονομίας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, έφεραν δικαιολογημένα στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου το στόχο της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, κάτι που λίγα χρόνια νωρίτερα φάνταζε ακατόρθωτο. Το φθινόπωρο του 2023 είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για την επίτευξη αυτού του στόχου, καθώς οι οίκοι DBRS και Standard and Poor’s, που σήμερα κατατάσσουν την Ελληνική οικονομία μία μόλις βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, πρόκειται να προβούν σε νέες αξιολογήσεις το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο αντίστοιχα. Οι ανακοινώσεις των δύο οίκων αναμένονται με μεγάλο ενδιαφέρον και είναι βέβαιο ότι το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιουνίου θα τις επηρεάσει αποφασιστικά, δεδομένου του καθοριστικού ρόλου της πολιτικής σταθερότητας στην εφαρμογή απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, για την προσέλκυση σημαντικών επενδύσεων και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Όμως, γιατί άραγε οι αξιολογήσεις είναι τόσο σημαντικές και ποιους αφορούν πραγματικά; Από τεχνική σκοπιά, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας εξετάζουν τα δεδομένα ενός δανειολήπτη σήμερα και την δυνατότητα κάλυψης των υποχρεώσεών του στο μέλλον. Ακόμη, παρέχουν στους δανειστές, ιδιώτες και θεσμικούς επενδυτές, πληροφορίες που τους επιτρέπουν να διαμορφώσουν κατά πόσον είναι ασφαλής η χρηματοδότησή τους και αν ο κίνδυνος που αναλαμβάνουν, αντανακλάται στην απόδοση που προσφέρει ο δανειολήπτης.
Ειδικότερα, στην περίπτωση αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας, λαμβάνονται υπόψη τα οικονομικά δεδομένα της χώρας αυτής – συμπεριλαμβανομένου του όγκου και της ποιότητας των επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών, ξένων και εγχωρίων – οι οικονομικές συνθήκες που επικρατούν διεθνώς, η δυναμική της κεφαλαιαγοράς και το ύψος συναλλαγματικών αποθεμάτων, η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και η δυνατότητά του να προσφέρει ρευστότητα στην οικονομία καθώς και η οικονομική, κοινωνική και πολιτική σταθερότητα. Οι θεσμικοί επενδυτές χρησιμοποιούν αυτές τις αξιολογήσεις για να προσδιορίσουν και να ποσοτικοποιήσουν τους τίτλους στους οποίους θα διοχετεύσουν τα κεφάλαια τους.
Στην περίπτωση που οι επόμενες αξιολογήσεις οδηγήσουν σε ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έπειτα από 13 χρόνια, τα οφέλη θα είναι πολλά και σημαντικά. Καταρχάς, τα ελληνικά ομόλογα θα αποτελέσουν και πάλι επιλογή των θεσμικών επενδυτών, προσφέροντας τη δυνατότητα στη χώρα να αντλήσει ευκολότερα κεφάλαια, ενώ παράλληλα η ΕΚΤ θα έχει τη δυνατότητα να δέχεται ως ενέχυρο τους ελληνικούς τίτλους για να προσφέρει ρευστότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Επιπροσθέτως, το θετικό οικονομικό κλίμα που θα δημιουργηθεί, αναμένεται να συμβάλει και στην ενίσχυση του Χρηματιστηρίου.
Τί σημαίνουν όμως όλα αυτά για την πραγματική οικονομία; Μέσω της φθηνότερης άντλησης κεφαλαίων από την κυβέρνηση, ο δανεισμός θα καταστεί φθηνότερος και για τις τράπεζες. Ο φθηνότερος δανεισμός θα μετακυληθεί στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, μειώνοντας και για αυτά το κόστος χρηματοδότησης. Το γεγονός αυτό θα επιφέρει βελτίωση της ρευστότητας για τις επιχειρήσεις, η οποία με τη σειρά της θα συμβάλει στην ομαλή εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών τους και στην ανάληψη νέων επενδύσεων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Για τα νοικοκυριά, ο φθηνότερος δανεισμός και οι παρελκόμενες μεταβολές που θα προκαλέσει, θα συμβάλει στην αύξηση της αγοραστικής δύναμης, με άμεσο αποτέλεσμα την ενίσχυση της κατανάλωσης.
Ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη διατήρηση του θετικού οικονομικού κλίματος και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι η πολιτική σταθερότητα. Αυτή αποτελεί το μέσο και την εγγύηση της επίτευξης δημοσιονομικής πειθαρχίας και της υλοποίησης των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Το ψηλό ποσοστό που έλαβε η Νέα Δημοκρατία στις εκλογές της 21ης Μαΐου σηματοδότησε για επενδυτές και αναλυτές την αρχή του τέλους της πολιτικής αβεβαιότητας. Ενδεικτικό του κλίματος που δημιουργήθηκε, η μεγάλη άνοδος στο Χρηματιστήριο Αθηνών, όπου ο Γενικός Δείκτης βρίσκεται πάνω από τις 1.200 μονάδες – κάτι που έχει να συμβεί από το 2014 – αλλά και η πτώση των αποδόσεων του 10ετούς κρατικού ομολόγου. Σύμφωνα με την Moody’s Analytics, εάν μετά τις εκλογές του Ιουνίου δεν μεταβληθεί το πολιτικό σκηνικό και σχηματιστεί μια ισχυρή κυβέρνηση, η πιθανότητα αποσταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας την επόμενη τετραετία είναι πολύ μικρή.
Οι προβλέψεις θεσμών και αναλυτών συμφωνούν ότι το επόμενο διάστημα η Ελλάδα θα αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Επίσης το ελληνικό χρέος είναι λιγότερο ευάλωτο σε σχέση με άλλες χώρες, η στήριξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) έχει ήδη θετική επίδραση και πρόκειται να επιταχυνθεί στο εγγύς μέλλον με την χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων, ο δείκτης χρέος προς το ΑΕΠ βαίνει διαρκώς μειούμενος, το κλίμα στο Χρηματιστήριο Αθηνών είναι εξαιρετικό, ενώ οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων μειώνονται. Αυτό που μένει είναι στις εκλογές της 25ης Ιουνίου να εξαλειφθεί ο πολιτικός κίνδυνος και να διατηρηθεί η σταθερότητα, ώστε η χώρα να βρεθεί ένα βήμα πιο κοντά στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Ο δρ. Θοδωρής Κουναδέας, Επισκέπτης Καθηγητής του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όμως, γιατί άραγε οι αξιολογήσεις είναι τόσο σημαντικές και ποιους αφορούν πραγματικά; Από τεχνική σκοπιά, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας εξετάζουν τα δεδομένα ενός δανειολήπτη σήμερα και την δυνατότητα κάλυψης των υποχρεώσεών του στο μέλλον. Ακόμη, παρέχουν στους δανειστές, ιδιώτες και θεσμικούς επενδυτές, πληροφορίες που τους επιτρέπουν να διαμορφώσουν κατά πόσον είναι ασφαλής η χρηματοδότησή τους και αν ο κίνδυνος που αναλαμβάνουν, αντανακλάται στην απόδοση που προσφέρει ο δανειολήπτης.
Ειδικότερα, στην περίπτωση αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας, λαμβάνονται υπόψη τα οικονομικά δεδομένα της χώρας αυτής – συμπεριλαμβανομένου του όγκου και της ποιότητας των επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών, ξένων και εγχωρίων – οι οικονομικές συνθήκες που επικρατούν διεθνώς, η δυναμική της κεφαλαιαγοράς και το ύψος συναλλαγματικών αποθεμάτων, η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και η δυνατότητά του να προσφέρει ρευστότητα στην οικονομία καθώς και η οικονομική, κοινωνική και πολιτική σταθερότητα. Οι θεσμικοί επενδυτές χρησιμοποιούν αυτές τις αξιολογήσεις για να προσδιορίσουν και να ποσοτικοποιήσουν τους τίτλους στους οποίους θα διοχετεύσουν τα κεφάλαια τους.
Στην περίπτωση που οι επόμενες αξιολογήσεις οδηγήσουν σε ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έπειτα από 13 χρόνια, τα οφέλη θα είναι πολλά και σημαντικά. Καταρχάς, τα ελληνικά ομόλογα θα αποτελέσουν και πάλι επιλογή των θεσμικών επενδυτών, προσφέροντας τη δυνατότητα στη χώρα να αντλήσει ευκολότερα κεφάλαια, ενώ παράλληλα η ΕΚΤ θα έχει τη δυνατότητα να δέχεται ως ενέχυρο τους ελληνικούς τίτλους για να προσφέρει ρευστότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Επιπροσθέτως, το θετικό οικονομικό κλίμα που θα δημιουργηθεί, αναμένεται να συμβάλει και στην ενίσχυση του Χρηματιστηρίου.
Τί σημαίνουν όμως όλα αυτά για την πραγματική οικονομία; Μέσω της φθηνότερης άντλησης κεφαλαίων από την κυβέρνηση, ο δανεισμός θα καταστεί φθηνότερος και για τις τράπεζες. Ο φθηνότερος δανεισμός θα μετακυληθεί στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, μειώνοντας και για αυτά το κόστος χρηματοδότησης. Το γεγονός αυτό θα επιφέρει βελτίωση της ρευστότητας για τις επιχειρήσεις, η οποία με τη σειρά της θα συμβάλει στην ομαλή εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών τους και στην ανάληψη νέων επενδύσεων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Για τα νοικοκυριά, ο φθηνότερος δανεισμός και οι παρελκόμενες μεταβολές που θα προκαλέσει, θα συμβάλει στην αύξηση της αγοραστικής δύναμης, με άμεσο αποτέλεσμα την ενίσχυση της κατανάλωσης.
Ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη διατήρηση του θετικού οικονομικού κλίματος και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι η πολιτική σταθερότητα. Αυτή αποτελεί το μέσο και την εγγύηση της επίτευξης δημοσιονομικής πειθαρχίας και της υλοποίησης των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Το ψηλό ποσοστό που έλαβε η Νέα Δημοκρατία στις εκλογές της 21ης Μαΐου σηματοδότησε για επενδυτές και αναλυτές την αρχή του τέλους της πολιτικής αβεβαιότητας. Ενδεικτικό του κλίματος που δημιουργήθηκε, η μεγάλη άνοδος στο Χρηματιστήριο Αθηνών, όπου ο Γενικός Δείκτης βρίσκεται πάνω από τις 1.200 μονάδες – κάτι που έχει να συμβεί από το 2014 – αλλά και η πτώση των αποδόσεων του 10ετούς κρατικού ομολόγου. Σύμφωνα με την Moody’s Analytics, εάν μετά τις εκλογές του Ιουνίου δεν μεταβληθεί το πολιτικό σκηνικό και σχηματιστεί μια ισχυρή κυβέρνηση, η πιθανότητα αποσταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας την επόμενη τετραετία είναι πολύ μικρή.
Οι προβλέψεις θεσμών και αναλυτών συμφωνούν ότι το επόμενο διάστημα η Ελλάδα θα αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Επίσης το ελληνικό χρέος είναι λιγότερο ευάλωτο σε σχέση με άλλες χώρες, η στήριξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) έχει ήδη θετική επίδραση και πρόκειται να επιταχυνθεί στο εγγύς μέλλον με την χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων, ο δείκτης χρέος προς το ΑΕΠ βαίνει διαρκώς μειούμενος, το κλίμα στο Χρηματιστήριο Αθηνών είναι εξαιρετικό, ενώ οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων μειώνονται. Αυτό που μένει είναι στις εκλογές της 25ης Ιουνίου να εξαλειφθεί ο πολιτικός κίνδυνος και να διατηρηθεί η σταθερότητα, ώστε η χώρα να βρεθεί ένα βήμα πιο κοντά στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Ο δρ. Θοδωρής Κουναδέας, Επισκέπτης Καθηγητής του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.