Κείμενο-παρέμβαση για την αναγέννηση του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει του Διαρκούς Συνεδρίου έστειλε η Πρωτοβουλία για την Αναγέννηση του κόμματος.

Το κείμενο έχει ως εξής:

Η διπλή εκλογική αναμέτρηση χαρακτηρίστηκε από μεγάλη αποχή, τη δραματική εκλογική συρρίκνωση του κόμματός μας και την ανέλπιστη, ακόμη και για την ίδια, εκλογική επιτυχία της Ν.Δ. Η είσοδος πολύμορφων ακροδεξιών δυνάμεων στη Βουλή με πρωτόγνωρα συνολικά ποσοστά, η μικρή άνοδος του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ και τέλος η αποτυχία του ΜέΡΑ25 συμπληρώνουν το μετεκλογικό πολιτικό σκηνικό.

Η μεγάλη εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. αποτυπώνει την αποτυχία της ηγετικής του ομάδας να εκπροσωπήσει πολιτικά τον κόσμο των «από κάτω» και τη νεολαία. Τους χαμένους από τις «πολυκρίσεις» της τελευταίας 15ετίας. Τα παλιά και τα νέα κοινωνικά υποκείμενα που εναντιώνονται στη δεξιά παλινόρθωση, στον νεοφιλελευθερισμό, στην οικολογική κρίση, στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και του Κοινωνικού Κράτους, στην αντιδημοκρατική εκτροπή των υποκλοπών, του αυταρχισμού και της αστυνομικής βίας, στον διάχυτο συντηρητισμό, στον ρατσισμό, στον εθνικισμό και στον πόλεμο, στον σεξισμό, στις παντοειδείς διακρίσεις, στην ακροδεξιά και τη φασιστική απειλή.

Σε όλα αυτά τα πεδία η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε στάση Ιανού. Αριστερές ριζοσπαστικές θέσεις στα κείμενα και στις Πολιτικές Αποφάσεις, «κεντρώα στρογγυλέματα», αποσιώπηση θέσεων, εξαφάνιση του κρουστικού και αιχμηρού αριστερού λόγου στην κεντρική δημόσια παρουσία του κόμματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επιλογή κεντρικών συνθημάτων: το «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» του 3ου Συνεδρίου έγινε έναν χρόνο μετά «Δικαιοσύνη παντού» ή «Ευημερία για όλους».

Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, βγάζοντας εντελώς λαθεμένα συμπεράσματα για τις αιτίες της ήττας το 2019, θεώρησε δεδομένη τη σταθεροποίηση της εκλογικής επιρροής στο 32%, στον λαϊκό και αριστερό κόσμο. Και επέλεξε να διευρύνει αυτή την επιρροή προς την κατεύθυνση αδιακρίτως της «μεσαίας τάξης», από την οποία μάλιστα ζήτησε συγγνώμη για τις απώλειες που υπέστη την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτόν τον στόχο που σηματοδότησε μια μοιραία δραστική μετατόπιση κοινωνικών και πολιτικών προτεραιοτήτων, υποτάχθηκαν όλοι οι άλλοι. Με πρώτο «θύμα» την κομματική συγκρότηση που σμπαραλιάστηκε από διαρκείς πρωτοβουλίες επιβολής μιας νέας ταυτότητας, στο όνομα της περίφημης διεύρυνσης, που στην πράξη σήμαινε: γιγάντωση του κυβερνητισμού, του αρχηγικού χαρακτήρα του κόμματος, του παραγοντισμού και της άνευ ορίων συμπόρευσης με ομάδες ή πρόσωπα, που κουβαλούσαν στον ΣΥΡΙΖΑ ως πολύφερνες νύφες και χωρίς κανέναν αναστοχασμό τις προηγούμενες πολιτικές τους εντάξεις, ή που σήμερα διαφημίζουν ως κριτήριο πολιτικής ανόδου τις «λαμπερές» τους σπουδές ή τις επιχειρηματικές τους καριέρες, σύμφωνα με τα χειρότερα πρότυπα της αμερικανικής πολιτικής επικοινωνίας.

Η προσπάθεια της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ να συγκρατήσει την παραδοσιακή του εκλογική βάση και να ανοιχτεί σε νέα εκλογικά ακροατήρια οδήγησε σε πρωτοφανή διγλωσσία σε μια σειρά ζητήματα ή στην εγκατάλειψη θεμελιωδών θέσεων της Ανανεωτικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Σε κάθε σχεδόν κρίσιμο πολιτικό επίδικο έκανε την εμφάνισή της αυτή η διπλή γλώσσα, με αποτέλεσμα να θολώνει το ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα. Κυρίως να μη γίνονται κατανοητές, καθαρές και ευδιάκριτες οι διαχωριστικές γραμμές και η αντίθεση Δεξιάς-Αριστεράς. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε τη στροφή προς το Κέντρο. Αποτέλεσμα: έχασε και στο Κέντρο και στα Αριστερά της.

Ας θυμηθούμε χαρακτηριστικές εικόνες την περίοδο που πέρασε:

  1. Τη βαθμιαία διολίσθηση στη θέση ότι η πολιτική αντιπαράθεση συρρικνώνεται στη μονομαχία δύο προσώπων. Του δίπολου Μητσοτάκη-Τσίπρα.
  2. Την επιλογή να γίνεται επίθεση «από τα δεξιά» και από υπερπατριωτικές θέσεις στη ΝΔ για τα ελληνοτουρκικά (καλοκαίρι 2020).
  3. Την ανοχή σε αντιεμβολιαστικές απόψεις κεντρικού στελέχους στην πρώτη φάση της πανδημίας, τότε που η ΝΔ εδραίωνε ηγεμονία με την εμβολιαστική κάλυψη και τους ψηφιακούς νεωτερισμούς.
  4. Την ακατανόητη ψήφιση της νέας σύμβασης για το Ελληνικό, την υπερψήφιση της ενίσχυσης στη γερμανική εταιρεία Fraport, την υπερψήφιση της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και μέρους των υπερεξοπλισμών (Ραφάλ), την παρ' ολίγον ψήφιση επιδόματος στους αστυνομικούς, τη συμφωνία για τον φράχτη στον Έβρο, την επίκληση της «Ευρώπης» όχι ως πεδίο ταξικού και πολιτικού ανταγωνισμού, αλλά ως ενός ιδεατού κόσμου.

Η πολιτική πρόταση του κόμματός μας για συγκρότηση «προοδευτικής διακυβέρνησης» ουσιαστικά έπεσε στο κενό.  Ταυτόχρονα, αποδυνάμωσε την ιδέα της απλής αναλογικής που υπό προϋποθέσεις αποτελεί σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο για την Αριστερά. Φυσικά στο αποτέλεσμα συνέβαλε και η λογική του «όλοι ίδιοι είναι», που, εκτός από ένα μέρος των ακραία συντηρητικών φωνών, ενισχυόταν και από το ΚΚΕ και από τη λεγόμενη «επαναστατική» Αριστερά. Μέγα λάθος σε επίπεδο τακτικής ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απευθύνθηκε έγκαιρα στα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης για πολιτικό-προγραμματικό διάλογο στο πλαίσιο της απλής αναλογικής, τον οποίο (πιθανότατα) θα αρνούνταν το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, αφού η κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας ήταν έξω από την πολιτική τους. Γεγονός που θα επέτρεπε στο κόμμα μας αρκετούς μήνες πριν από τις εκλογές να αναπροσαρμόσει την εκλογική του στρατηγική, να απεγκλωβιστεί από την παγίδα της (ατελέσφορης) κυβέρνησης συνεργασίας και να κατέλθει στις εκλογές ως το αντίπαλο δέος της Ν.Δ., δηλαδή με καθαρή πρόταση διακυβέρνησης: την αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν εφάρμοσε τη σχετική απόφαση της ΚΕ, ενώ στο τακτικό επίπεδο χειροτέρεψε τα πράγματα, χαρακτηρίζοντας «κυβέρνηση ηττημένων» κάθε κυβέρνηση χωρίς το πρώτο κόμμα ή κάνοντας λόγο για «κυβέρνηση ανοχής» ή «ειδικού σκοπού», σπέρνοντας σύγχυση στις γραμμές μας και δίνοντας όπλα στον Μητσοτάκη να μας εμφανίζει ως αναξιόπιστη πολιτική δύναμη και ως παράγοντα ακυβερνησίας.

Ωστόσο, η βαριά εκλογική ήττα του κόμματος δεν μπορεί να σημαίνει και ήττα της ριζοσπαστικής αριστερής θεμελίωσής του, όπως επίμονα προσπαθούν να μας πείσουν συστημικά ΜΜΕ, όψιμοι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ, στελέχη του κόμματος, ακόμη και υποψήφιοι για την προεδρία, που έλκονται από την ιδέα της προσχώρησης στη δεξιά Σοσιαλδημοκρατία ή βλέπουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως σημαία ευκαιρίας και ως την εν Ελλάδι «Βάση» του Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος. Οι αιτίες του αποτελέσματος αλλά και ορισμένες διαλυτικές και εκφυλιστικές τάσεις θα πρέπει να αναζητηθούν στη λογική και στις πρακτικές που προέκυψαν από τη στρατηγική της «διεύρυνσης». Ταυτόχρονα, πρέπει να γίνει ακριβής εντοπισμός όλων των λαθών σε πολιτικό και τακτικό επίπεδο, καθώς υπήρξαν πλήθος αρνητικών κινήσεων και επιλογών (καθυστέρηση στο πρόγραμμα, ατολμία στη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου και των μερισμάτων, συγκρότηση ψηφοδελτίου Επικρατείας με λάθος κριτήρια, πολύ κακή άμυνα στην επίθεση της Ν.Δ. για την «κοστολόγηση» του προγράμματος, συμβολικές κινήσεις που έδιναν την εντύπωση της συνδιαλλαγής με οικονομικά συμφέροντα ή με εκκλησιαστικούς παράγοντες.

Η κατ’ αρχήν ορθή επιλογή της «διεύρυνσης» ως τακτική στήριξης της ιστορικής συμφωνίας των Πρεσπών αλλά και αντιμετώπισης του «ισχυρού αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου» μετατράπηκε σε σταθερή στρατηγική που βαθμιαία και με σχέδιο αλλοίωνε την αριστερή ταυτότητα και τη φυσιογνωμία του κόμματός μας.

Η ηγεσία του κόμματος φάνηκε να αδιαφορεί για την αξιοποίηση και επικαιροποίηση των κεκτημένων αριστερών και οργανωτικών πρακτικών, που συνέβαλαν στις ιστορικές επιτυχίες του κόμματός μας.  Ο κυβερνητισμός, η υποτίμηση της γείωσης στην κοινωνία και στα κινήματα, ο περιορισμός της αντιμετώπισης των αντιδημοκρατικών, αυταρχικών και αντικοινωνικών πολιτικών της ΝΔ εντός του Κοινοβουλίου, διαμόρφωσαν τελικά τον επιδιωκόμενο κεντρώο προσανατολισμό, υπογραμμίζοντας διαρκώς τη στρατηγική της «προοδευτικής διακυβέρνησης», για την οποία δεν είχαν εξασφαλιστεί οι προϋποθέσεις.  Λόγος και πολιτική πρακτική δηλαδή που υπονόμευσε τις ουσιαστικές κοινωνικές αναφορές στα λαϊκά στρώματα, κάτι που φάνηκε και από τη μεγάλη εκλογική πτώση στις λαϊκές συνοικίες.

Στη στρατηγική αυτή συνέβαλε η αποτυχία της ηγεσίας να αντιληφθεί ότι μετά το τέλος των μνημονίων το κέντρο βάρους του πολιτικού ανταγωνισμού είχε μετατοπιστεί προς αιτήματα «σταθερότητας και κανονικότητας» και είχε διαμορφωθεί ήδη ένα κλίμα χαμηλών προσδοκιών από τη δεκαετία των μνημονίων, στη συνέχεια από την πανδημία και εσχάτως από τον πόλεμο. Επιπλέον, η περιορισμένη στην ποσοτική της διάσταση κριτική των επιδομάτων απέτυχε να αποκαλύψει την λογική της κυβερνητικής πολιτικής, που επιχειρούσε να υποκαταστήσει την καθολικότητα του κοινωνικού κράτους με επιλεκτικά επιδόματα. Έτσι, η υπόσχεση για μαχητική προγραμματική αντιπολίτευση έμεινε αθεμελίωτη, αφού αφέθηκε στην υποτιθέμενη σχεδιαστική δεινότητα(;) επικοινωνιολόγων και όχι σπάνια στην υπονομευτική ιδιοτέλεια των αντι-ΣΥΡΙΖΑ φίλων του ΣΥΡΙΖΑ.  Οι ευκαιριακές και χωρίς ιδιαίτερη οργάνωση πρωτοβουλίες σπανίως έπειθαν.  Έτσι, το μόνο μαχητικό στοιχείο που εισέπρατταν οι πολίτες από το ΣΥΡΙΖΑ ήταν η προσπάθεια φθοράς του προσώπου του πρωθυπουργού, πράγμα ανέφικτο με δεδομένη την επικοινωνιακή παντοδυναμία της κυβέρνησης. Τέλος, ανάμεσα στις αρνητικές συνέπειες της στρατηγικής της διεύρυνσης ήταν η αποτυχία του κόμματος να εμπλουτίσει πολιτικά τη λογική και την ουσία του προγραμματικού του λόγου, κάτι που επιβάλλουν σε κάθε αριστερό κόμμα, που επιδιώκει τον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, τόσο η κριτική θεωρητική σκέψη όσο, και κυρίως, οι εξελίξεις της συγκυρίας.

Με δεδομένα τα παραπάνω αποτελέσματα είναι πλέον βέβαιο ότι η περίφημη «διεύρυνση» από ευκαιρία ενδυνάμωσης έγινε διαδικασία πολιτικής, κοινωνικής, εκλογικής και οργανωτικής αποδυνάμωσης του κόμματος.

Στο πλαίσιο αυτής της κληρονομιάς, αποτέλεσμα της στρατηγικής των τελευταίων ετών, το κόμμα μας φαίνεται αδύναμο εκλογικά, κοινωνικά, ιδεολογικά και οργανωτικά να αντιμετωπίσει τον συνεχώς ανανεούμενο αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό της κυβέρνησης.  Ιδιαίτερα, αν κανείς λάβει υπόψη του ότι όλες και όλοι που έχουμε στρατευτεί στην αναγκαιότητα εναλλακτικής κοινωνικής και πολιτικής διευθέτησης στην πορεία για τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, αντιλαμβανόμαστε ότι οι δυσκολίες και οι προκλήσεις παρουσιάζουν διαφορετικές πολυπλοκότητες από εκείνες του παρελθόντος.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διαπίστωση, ότι η ένταση και το περιεχόμενο των εξελίξεων προσδιορίζονται από τις συνεχώς επανακαθοριζόμενες σχέσεις μεταξύ κεφαλαίου, εργασίας και φύσης.  Συγκεκριμένες δυνάμεις στο εσωτερικό του καπιταλιστικού συστήματος (πχ. Gas & Oil Companies) τροφοδοτούν διαρκώς με εμπρηστικό καύσιμο την οικολογική κρίση, προσθέτοντας νέα εκβιαστικά διλλήματα στο εργατικό κίνημα (πράσινες /μαύρες θέσεις εργασίας), επιχειρώντας ταυτόχρονα να επιβάλλουν τη συνευθύνη στους εργαζόμενους στα κόστη της ενεργειακής μετάβασης.

Καθώς η ικανότητα «μεταβολισμού» της φύσης έχει από καιρό διαρραγεί (όρος βιωσιμότητας), η βιοϊκανότητα της γης εξαντλείται με ανεξέλεγκτο ρυθμό και ένταση, επαναφέροντας με δραματικό τρόπο στη συζήτηση το πρόβλημα των πόρων και της βιώσιμης ανάπτυξης.

Σε αυτήν την κατεύθυνση, επείγει πλέον η ανάληψη δράσεων με άμεσο στόχο τη συγκράτηση στοιχειώδους ισορροπίας:  ακύρωση όλων των δανειοδοτήσεων έρευνάς και εξόρυξης καθώς και επιτάχυνση ολκής αντικατάστασης των ορυκτών καυσίμων από ΑΠΕ, έλεγχος προδιαγραφών (χωρικών, λειτουργικών, οικονομικών, οικολογικών) των εναλλακτικών πηγών ενέργειας από τις ενδιαφερόμενες τοπικές και περιφερειακές κοινωνίες, εφαρμογή προγραμμάτων εξοικονόμησης, ενεργειακής αποδοτικότητας (κτήρια), ανακύκλωσης και αυτοπαραγωγής (ενεργειακές κοινότητες).

 Επιστήμη, κινήματα και οι δυνάμεις της εργασίας είναι όρος επιβίωσης να συμπήξουν ένα ενιαίο μέτωπο αντίστασης στα σχέδια της καπιταλιστικής «πράσινης ανάπτυξης».

 Η Αναγέννηση του Κόμματος: Κεκτημένα και νέα καθήκοντα

Η παραίτηση του σ. Αλέξη Τσίπρα, εκτός από σημαντικό πολιτικό και οργανωτικό κενό, δημιούργησε ασάφειες που δυσκολεύουν τη συστηματική ανασυγκρότηση του κόμματος. Προφανώς η παράκαμψη της κριτικής ανάλυσης της πορείας του κόμματος και της εκλογικής ήττας, όπως άλλωστε έδειξε η απουσία ουσιαστικής και σε βάθος αυτοκριτικής για την ήττα του 2019, δεν μπορεί να δώσει περιεχόμενο στην προτροπή «να αλλάξουμε δραστικά» ή στο κάλεσμα για «ένα νέο κύμα ΣΥΡΙΖΑ» ή για «αγώνα ενάντια στη ΝΔ και τις δικές μας παθογένειες» και να αποτελέσει τον οδικό χάρτη του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε, βέβαια, η σύγκληση άβουλων οργάνων που δεν συζητούν και απλώς χειροκροτούν τον «αρχηγό».

Το κενό της παραίτησης επιχειρείται να καλυφθεί από την Πολιτική Γραμματεία, αλλά με την ίδια πολιτική λειτουργία και οργανωτική πρακτική.  Έτσι, η αδυναμία συναινετικής συγκρότησης πολιτικών προτάσεων για τις επερχόμενες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές αναδεικνύουν την έλλειψη στρατηγικού προσανατολισμού. Επιπλέον, αποκαλύπτουν σημαντικά ελλείμματα οργανωτικής λειτουργίας και εσωκομματικής δημοκρατίας, που θα βοηθούσαν την πολιτική και εκλογική μας αποτελεσματικότητα.  Μάλιστα, το τελευταίο διάστημα φωνές εντός και εκτός του κόμματος επιχειρούν μια στρεβλή ερμηνεία της πορείας του κόμματος αποδίδοντας την υποχώρησή του στις εσωκομματικές δυνάμεις τις ριζοσπαστικής Αριστεράς, όταν είναι σαφές ότι η υποχώρηση προέκυψε ως αποτέλεσμα της εφαρμογής της στρατηγικής της αλόγιστης «διεύρυνσης», της γενικόλογης επιδίωξης της «προοδευτικής διακυβέρνησης» και της διολίσθησης προς το «Κέντρο».

Η παράκαμψη και η προσπάθεια εξοβελισμού της ριζοσπαστικής αριστεράς από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί την καταστατική και ιδρυτική βάση του κόμματος, θέτει το μέλλον του ίδιου του κόμματος σε αμφισβήτηση.

Η Ριζοσπαστική Αριστερά, όπως τουλάχιστον έχει ιστορικά συγκροτηθεί εδώ και αλλού, επιχειρείται να αποτελέσει το «ώριμο τέκνο της οργής» απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη δυναμική του καπιταλισμού όπως αυτή οργανώνεται από την συνεχή ευρηματικότητα του νεοφιλελευθερισμού. Η ηγεμονική επιτυχία του τελευταίου έφερε το σύνολο της αριστεράς, δηλαδή, όλες εκείνες της πολιτικές παραδόσεις που ήταν στρατευμένες ή έμπρακτα ονειρεύονταν τον (σοσιαλιστικό) μετασχηματισμό της κοινωνίας ή/ και απλά τη ριζική αμφισβήτηση του συνόλου των καπιταλιστικών σχέσεων και της καπιταλιστικής κουλτούρας, αντιμέτωπο με την μέχρι τότε πολιτική του αποτελεσματικότητα καθώς και με τα αδιέξοδα των παραδοσιακών, πολιτικών, οργανωτικών και προγραμματικών αδιεξόδων. Με άλλα λόγια ο ιδιαίτερα επιθετικός καπιταλισμός της κρίσης σε κάθε μήκος και πλάτος του πλανήτη ανέδειξε τα αδιέξοδα των προϊδεάσεων και βεβαιοτήτων όλων των αριστερών παραδόσεων και πλέον υποχρέωνε σε οργανωτική και πολιτική ενότητα του όλου της αριστεράς, η οποία δεν αρνήθηκε να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, όταν διαπίστωνε ότι οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί έδιναν περιθώρια «ενδυνάμωσης των αδυνάμων», αλλά και να αναστοχάζεται κριτικά και δημιουργικά όψεις ιστορικών εγχειρημάτων κοινωνικού μετασχηματισμού.  Στα καθ’ ημάς αυτή η ρητή, άρρητη και συχνά συναισθηματική συμφωνία οδήγησε το σύνολο της αριστεράς στην από κοινού πολιτική απόφαση για τη δημιουργία του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς – ΣΥΡΙΖΑ.

Με αυτή την έννοια, η ριζοσπαστική αριστερά δεν αποτελεί ούτε την άκριτη συμπαράταξη, όσων προέρχονται από αυτές τις παραδόσεις ούτε φυσικά ένα νέο είδος αντιπολιτικού «αριστερισμού», όπως ισχυρίζονται όσοι απλώς φιλοδοξούν να ανασυγκροτήσουν έναν συμβατικό αντιπολιτευτικό πόλο εντός των δεδομένων κοινοβουλευτικών ορίων.

Στην προσπάθεια για την ανασυγκρότηση του κόμματος δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η πρώτη ριζοσπαστική Αριστερή κυβέρνηση στο λεγόμενο «αναπτυγμένο» κόσμο, την περίοδο της πλέον επιθετικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.  Αν μη τι άλλο, ακύρωσε τον ισχυρισμό για το τέλος της Ιστορίας, δηλαδή ότι ο καπιταλισμός είναι ο τελικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός και δεν υπάρχει τίποτα τελειότερο πέρα από αυτόν. Η πολιτική στρατηγική και η σημασία της εκρηκτικής πολιτικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και της εκλογικής νίκης του 2015 και κυρίως, η πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική ρητορική και πρακτική, που τις συνόδευσαν, δεν πέρασαν απαρατήρητες τόσο από την παγκόσμια δημοκρατική κοινότητα και τους θεωρητικούς της Αριστεράς όσο και από τους θεωρητικούς και τους θεσμικούς ακρογωνιαίους λίθους του παγκόσμιου καπιταλισμού.  Η εμπειρία αυτή, παρά την ιδιαίτερη σημασία της τότε συγκυρίας, αποτελεί πολύτιμο κεκτημένο , που αφού φυσικά επικαιροποιηθεί είναι δυνατόν να συμβάλει στη ριζοσπαστική επανεκκίνηση και Αναγέννηση του Κόμματός μας.

Η εκλογή νέας ηγεσίας, παρά τον ετερόδοξο τρόπο της διαδικασίας για κάθε αριστερή παράδοση, που δεν πρέπει ποτέ ξανά να χρησιμοποιηθεί, θα είναι επιτυχημένη μόνο αν λάβει σοβαρά υπόψη της τα κεκτημένα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.  Αν κλείσει το δρόμο σε επιλογές και υποψηφίους που με παλιό ή «φρέσκο» περιτύλιγμα, εκπροσωπούν την εισβολή της μεταδημοκρατίας, του αρχηγικού μεσσιανισμού και του «φαίνεσθαι» στις γραμμές της Αριστεράς. Φυσικά αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς την πλήρη αναδιοργάνωση της κομματικής λειτουργίας και δομής, που δεν θα ακυρώσει μόνο τις τόσο προσβλητικές για την παράδοσή μας αρχηγικές ή προσωποκεντρικές πρακτικές αλλά θα οικοδομεί ένα κόμμα ενεργών μελών με γνώση και ουσιαστικά κίνητρα συμμετοχής, με κομματική κουλτούρα που, ενώ δεν θα της λείπει το πάθος, θα απεχθάνεται τις δογματικές ανορθολογικές βεβαιότητες και με αφοσίωση και ανάληψη δεσμεύσεων θα ακυρώνει τις ιδιοτέλειες και τις ατομικές επιδιώξεις. Τυχόν επιμονή σε αρχηγικά πρότυπα λειτουργίας θα συνεχίσει να έχει ολέθρια αποτελέσματα.

Όσοι /ες θεωρούμε ότι η ανασυγκρότηση του κόμματός μας δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από την αξιοποίηση των κεκτημένων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που έτσι και αλλιώς παραμένουν ως συστατικές του αρχές του καλούμαστε να συστρατευτούμε σε αυτή την προσπάθεια, τη μόνη που αποτελεί προοπτική επιβίωσης της Αριστεράς.  Μιας Αριστεράς ικανής να απαντήσει στον πόλεμο, στην κλιματική κρίση, στις πολυδιάστατες και συνεχώς διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες, τη φασιστική απειλή και τους κινδύνους για τη δημοκρατία.

Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ.

Κατά συνέπεια, όσοι/ες αντιλαμβανόμαστε ότι η αναγκαία ανασυγκρότηση και Αναγέννηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί παρά να στηριχθεί στην επαναφορά των ριζοσπαστικών αριστερών αξιών και ιδεών σε κάθε λειτουργία του κόμματος, στη στρατηγική, το πρόγραμμα, την οργάνωσή του, συγκροτούμε την ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ (ΠΡΩΤ.Α. ΣΥΡΙΖΑ). Το επόμενο διάστημα και βαδίζοντας προς το έκτακτο Συνέδριο, η ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ μας θα απευθυνθεί ευρύτερα σε μέλη και σε φίλους του κόμματος, σε άλλες τάσεις και απόψεις, ώστε, να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή συσπείρωση και η δημοκρατική συγκρότηση της Αριστερής Πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ.

 Στη συγγραφή του κειμένου της ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ για την ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ του ΣΥΡΙΖΑ, ενόψει του Διαρκούς Συνεδρίου του κόμματος, συμμετείχαν και το υπογράφουν οι: 


Αντωνιάδης Γιάννης, Ο.Μ. ΝΑ Βόλου

Βασιλείου Αντώνης, φυσικός, Ο.Μ. Χερσονήσου Ηρακλείου Κρήτης

Γκούσης Κώστας, εκπαιδευτικός, μέλος ΝΕ Κέρκυρας

Θανασέκος Γιάννος, καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας, Ο.Μ. Βελγίου, 

Ζανιάς Ανδρέας, εκπαιδευτικός, Ο.Μ. Νεάπολης Εξαρχείων

Ιακωβίδου Ελένη, μέλος ΝΕ Ηρακλείου Κρήτης

Καρέλλας Δημήτρης, Ο.Μ. Βικτώριας-Αχαρνών

Καριωτάκης Δαυίδ, Ο.Μ. Βικτώριας-Αχαρνών, μέλος Ν.Ε. Α' Αθήνας

Κρητικός Γιάννης, μαθηματικός, αναπληρωτής Συντονιστής ΝΕ Κέρκυρας

Κατέ Καζάντη, δημοσιογράφος, Ο.Μ. Νεάπολης Εξαρχείων

Κατσαρός Τάκης, Ο.Μ. Χολαργού- Παπάγου 

Κουτσογιαννάκη Κατερίνα, Ο.Μ. Νάξου, μέλος ΝΕ Κυκλάδων

Μπορμπουδάκης Γιάννης, Ο.Μ. Μινώα Πεδιάδας

Μπράτσε Δημήτρης, Ο.Μ. Κυψέλης

Παπαδοπούλου Δέσποινα, καθηγήτρια Παντείου, Ο.Μ. Σαρωνικού 

Παπαθανασίου Πόπη, Ο.Μ. Νότιου Πηλίου

Παφίλης Δημήτρης, Πρόεδρος ΟΤΟΕ στην  απεργία των 42 ημερών, Ο.Μ. Τραπεζών

Σινιγάλιας Ιωσήφ, Μηχανολόγος, Ο.Μ. Αμπελοκήπων

Σπαθής Μάκης, πρώην Αντιπρύτανης ΕΜΠ, Ο.Μ. ΕΜΠ

Σπουρδαλάκης Μιχάλης, Ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ, Ο.Μ Β' Διαμερίσματος Πειραιά.

Τζώγα Μαρία, φιλόλογος, Ο.Μ. Άνω Κέντρου Θεσσαλονίκης

Φραγκούλης  Διονύσης,  Ο.Μ. Ανατ.  Τρίπολης 

Ψαλιδάκος Πούλος, Ο.Μ. Ε' Διαμερίσματος Πειραιά

Ψαρρά Στέλλα, ερευνήτρια ΕΛΚΕΘΕ, μέλος ΚΕ ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ