Οι αυτοδιοικητικές εκλογές πάντοτε ουσιαστικά παράγουν πολιτικά αποτελέσματα, που πολλές φορές φαίνονται μακροπρόθεσμα και όχι την επόμενη ημέρα ή την επόμενη εβδομάδα. Στη σύγχρονη ιστορία υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα: Στις δημοτικές εκλογές του 1986 – εποχή παντοδυναμίας του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου - οι υποψήφιοι που στήριξε η Νέα Δημοκρατία επικράτησαν και στους τρεις μεγάλους Δήμους: Δήμαρχος Αθηνών εξελέγη ο Μιλτιάδης Έβερτ, Πειραιά ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος και Θεσσαλονίκης ο Σωτήρης Κούβελας. Πρόκειται για ένα αποτέλεσμα που άνοιξε το δρόμο για τη νίκη της ΝΔ στις εθνικές εκλογές τρία χρόνια αργότερα, ενώ ο Έβερτ έγινε μάλιστα το 1993 αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας.

Η είσοδος του ΛΑΟΣ στη Βουλή προδιαγράφηκε το 2002, όταν ο Γιώργος Καρατζαφέρης διεκδίκησε την υπερνομαρχία Αθηνών κι έλαβε το ποσοστό-έκπληξη του 14%. Η άνοδος του Αλέξη Τσίπρα ξεκίνησε το 2006, όταν κατέβηκε στις αυτοδιοικητικές εκλογές ως υποψήφιος δήμαρχος της Αθήνας και πήρε 10,51%, σε μία περίοδο όπου το εθνικό ποσοστό του Συνασπισμού ήταν μόλις 3,2%. Η πρώτη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ σε κάλπη εκλογών – πριν φτάσουμε στην άνοδό του στην εξουσία το 2015 - ήταν στις περιφερειακές του 2014 με την επικράτηση της Ρένας Δούρου στην Αττική. Για να έρθουμε στο 2019, όταν η νίκη της ΝΔ σε 11 από τις 13 περιφέρειες, σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών που έγιναν την ίδια ημέρα, ανάγκασαν τον κ. Τσίπρα να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, που έφεραν ευρεία νίκη της Νέας Δημοκρατίας.

Στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του 2023, η επικράτηση στις περισσότερες περιφέρειες των υποψηφίων που στήριζε η Νέα Δημοκρατία ήταν λίγο έως πολύ αναμενόμενη, ιδίως μετά το διπλό εκλογικό αποτέλεσμα του Μαΐου και του Ιουνίου. Αυτό που θα μπορούσε να είχε συμβεί ήταν η ανάδειξη κάποιων νέων στελεχών από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης: Εκμεταλλευόμενοι είτε την κόπωση των πολιτών από ορισμένους περιφερειάρχες που διοικούν εννέα ή κάποιοι και δώδεκα χρόνια, είτε την όποια φθορά έχει υποστεί η κυβέρνηση από τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες του περασμένου τριμήνου, ορισμένοι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να «γράψουν» ένα καλό ποσοστό και να μπουν ενδεχομένως και στο δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών σε συγκεκριμένες αναμετρήσεις.

Κάτι τέτοιο όχι απλά δεν συνέβη, αλλά η έλλειψη προεργασίας πάνω σε αυτό ακριβώς το ζήτημα όλα τα τελευταία χρόνια ήταν παραπάνω από εμφανής – ενώ ούτε το «άστρο» του Στέφανου Κασσελάκη βοήθησε κάποιον υποψήφιο να πάρει τα πάνω του. Χαρακτηριστικά, στους δύο μεγάλους Δήμους της Αττικής, την Αθήνα και τον Πειραιά, οι υποψήφιοι δήμαρχοι με τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ μετά βίας άγγιξαν το 14%, ενώ στις έξι περιφέρειες που θα κριθούν την επόμενη Κυριακή, οι πέντε είναι «ενδοοικογενειακή» υπόθεση της Νέας Δημοκρατίας και μόνο στη Θεσσαλία κατεβαίνει με αξιώσεις ο Δημήτρης Κουρέτας, πρώην στέλεχος στο Ποτάμι και στο ΠΑΣΟΚ.

Το αποτέλεσμα αυτό δεν συνιστά μόνο μια πολιτική ήττα – εξάλλου ο κ. Κασσελάκης δεν έχει συμπληρώσει ούτε ένα μήνα καλά καλά ως αρχηγός και δύσκολα μπορεί να τη χρεωθεί, αν και σίγουρα ρίχνει μια πρώτη «σκιά» στην εικόνα του. Το βασικό πρόβλημα που δημιουργεί στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι στερεύει ακόμα περισσότερο η «δεξαμενή» άντλησης ανθρώπινου δυναμικού που να έχει δοκιμαστεί έστω και κατ’ ελάχιστο στον πολιτικό στίβο, να έχει γράψει ακόμα και λίγα χιλιόμετρα και να μπορεί να δώσει μια προστιθέμενη αξία στον ΣΥΡΙΖΑ. Με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει ελάχιστες περιπτώσεις υποψηφίων στις αυτοδιοικητικές εκλογές που διακρίθηκαν σε σύνολο 332 Δήμων και 13 Περιφερειών, η υπόθεση της ανανέωσης γίνεται ακόμα πιο δύσκολη και σύνθετη.