Ανάλυση: Ένα γεωπολιτικό ''big deal'', που αφορά την Ελλάδα - Πώς Ευρώπη και ΗΠΑ θα έρθουν κοντά και θα συνεργαστούν
Η τοποθέτηση Μητσοτάκη σχετικά µε τις πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ και τα εναλλακτικά σενάρια σε σχέση µε την προοπτική αντανακλούν την ασφάλεια που νιώθει η Ελλάδα και την πολιτική αυτοπεποίθηση που τη διακατέχει.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός, Κ. Μητσοτάκης, µιλώντας στο Φόρουµ του Νταβός το απόγευµα της Πέµπτης, σε µια συνοµιλία υπό τύπον συνέντευξης µε τον αρχισυντάκτη του διεθνούς περιοδικού «Foreign Policy», Ravi Agrawal, όταν ερωτήθηκε για το πόσο ανησυχεί για τυχόν επικράτηση του Ντ. Τραµπ στις επερχόµενες εκλογές στις ΗΠΑ, έδωσε µια συγκροτηµένη και ισορροπηµένη, αλλά εξόχως ενδιαφέρουσα απάντηση: «Εχω εργαστεί και µε τους δύο προέδρους. Και µε τον πρόεδρο Τραµπ και µε τον πρόεδρο Μπάιντεν. Στο τέλος της ηµέρας δεν θα ήταν πρέπον, όπως και κανένας ξένος ηγέτης να εκφράσει θέσεις πάνω σε µια δοµικά δηµοκρατική διαδικασία. Και ως Ευρώπη θα πρέπει να συνεργαστούµε µε οποιονδήποτε ο αµερικανικός λαός επιλέξει για επόµενο πρόεδρό του».
Αυτή η θέση στην ουσία δεν θα έπρεπε να είναι µόνον ελληνική, αλλά ευρωπαϊκή. Οµως, αυτό δεν συµβαίνει. Η Ευρώπη ως ενιαία οντότητα δείχνει, αν κρίνουµε από την οµιλία της επικεφαλής της Κοµισιόν, Φον ντερ Λάιεν, αρκετά επικεντρωµένη στις σχέσεις και στη συνεργασία µε την Κίνα, χωρίς να λαµβάνει υπόψη όσο θα έπρεπε -αν αναλογιστούµε την έκπληξη που προκλήθηκε στο «διευθυντήριό» της από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη µετέπειτα καταστροφή της ενεργειακής της στρατηγικής- τη σύνθετη εικόνα του ανταγωνισµού µεταξύ ∆ύσης και Ανατολής στον κόσµο. Φυσικά, µε δεδοµένο ότι η Φον ντερ Λάιεν δεν παύει να είναι µια Γερµανίδα πολιτικός, είναι καθοριστικό για την, υφεσιακή πλέον, κεντρική ευρωπαϊκή δύναµη να διατηρηθούν οι διεθνείς συσχετισµοί σε ένα συγκεκριµένο επίπεδο, όπως θα επιθυµούσε συνολικά η αντίληψη του Φόρουµ του Νταβός, προκειµένου το Βερολίνο να κερδίσει χρόνο στο εξαγωγικό του εµπόριο, που σε ένα ποσοστό της τάξης του 80% εξαρτάται από τις σχέσεις µε την Κίνα, όπως πριν το ενεργειακό του imperium στην Ευρώπη εξαρτάτο από τη Ρωσία.
Οµως, οι προτεραιότητες της Γερµανίας, αλλά και οι εθνικές πολιτικές µιας πλειάδας ευρωπαϊκών χωρών, µη εξαιρουµένης της δοκιµαζόµενης και από εσωτερική πολιτική αποσταθεροποίηση Γαλλίας και λόγω Ισλάµ, δεν θα καθορίσουν, όπως είναι ήδη φανερό, τις παγκόσµιες εξελίξεις. Η τοποθέτηση Μητσοτάκη σχετικά µε τις πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ και τα εναλλακτικά σενάρια σε σχέση µε την προοπτική αντανακλούν την ασφάλεια που νιώθει η Ελλάδα και την πολιτική αυτοπεποίθηση που τη διακατέχει, µε δεδοµένο ότι η καθαρή στενή σχέση της µε τις ΗΠΑ και η ευρωπαϊκή της θέση δεν έρχονται σε αντίθεση. Οπως και τα «κλειστού τύπου» οικονοµικά και γεωπολιτικά της συµφέροντα δεν εξαρτώνται από µια σχέση µε την Κίνα ή µε τη Ρωσία.
Με δεδοµένο ότι, όπως και αν εξελιχθούν οι συζητήσεις και ο παγκόσµιος συντονισµός στο Φόρουµ του Νταβός, κανείς δεν µπορεί να αποφασίσει το τέλος των πολέµων, όχι µόνο στον Βορρά και την Ουκρανία, αλλά πολύ περισσότερο στην Εγγύς Ανατολή. Οπου το µέτωπο της Γάζας δείχνει ότι διευρύνεται σε έναν γενικευµένο (µεγάλο) πόλεµο µε το Ιράν και τον «άξονα της αντίστασης» ή της τζιχάντ που αυτό καθοδηγεί µε τους ένοπλους δορυφόρους του στον Λίβανο, τη Μεσοποταµία και την Υεµένη απέναντι στο Ισραήλ, τις ΗΠΑ, την κατακερµατισµένη ∆ύση και τα σουνιτικά καθεστώτα των Αράβων, µε κύριο σύµµαχο στο Ισλάµ την Τουρκία και σε πλήρη ευθυγράµµιση µε την Κίνα και την αναπτυσσόµενη ενότητά της µε τη Ρωσία.
Η Ελλάδα μπορεί να έχει έναν εξόχως αναβαθµισµένο ρόλο
Η παγκοσµιοποίηση, που ξεκίνησε πριν από 30 χρόνια, είναι πολύ πιθανό να κονιορτοποιηθεί µέσα από τα πεδία των µαχών, όπως συνέβη και πριν από έναν αιώνα, και η Ελλάδα παράλληλα µε τις συνήθεις διεθνείς δραστηριότητές της θα πρέπει να προετοιµάζεται γι’ αυτό το ενδεχόµενο. Ουσιαστικά, η Ελλάδα, µε τη θέση που έχει, όχι µόνο γεωγραφικά ή πολιτιστικά, αλλά και γεωπολιτικά, µπορεί να έχει έναν εξόχως αναβαθµισµένο ρόλο, στην περίπτωση που όλες οι µεταψυχροπολεµικές «βεβαιότητες» καταρρεύσουν. Να προβάλει, δηλαδή, µια νέα «Μεγάλη Ιδέα», όχι εθνικού τύπου, όπως στο παρελθόν, αλλά διεθνή για την προοπτική της ∆ύσης στο παγκόσµιο γεωπολιτικό power game που εξελίσσεται. Σε κεντρικό επίπεδο της ∆ύσης -και ο Ελληνας πρωθυπουργός, Κ. Μητσοτάκης, δείχνει ήδη προετοιµασµένος για κάτι τέτοιο- να εκφράσει την ανάγκη η Ευρώπη και οι ΗΠΑ να έρθουν ακόµα πιο κοντά σε ένα σαφώς πιο αναβαθµισµένο «Σύµφωνο του Βορείου Ατλαντικού», που να προωθεί την ιδέα της ενιαίας ∆ύσης, στο λειτουργικό µοντέλο που ακολουθήθηκε µεταπολεµικά για τη συγκρότηση µιας ένωσης εθνικών κρατών στην Ευρώπη. Ξεκινώντας από µια τελωνειακή ένωση, µε ταυτόχρονη πολιτική δασµών προς τις τρίτες ασιατικές δυνάµεις, που δεν συγκλίνουν µε τη ∆ύση, θα µπορούσε βαθµηδόν να αναβαθµισθεί σε εµπορική ζώνη ΗΠΑ - Ευρώπης.
Στον τοµέα ασφάλειας και άµυνας να εξελιχθεί ένα πιο ισχυρό ΝΑΤΟ, µε τις ευρωπαϊκές δυνάµεις να καταθέτουν στη στρατιωτική συµµαχία, επενδύοντας στις εθνικές τους ένοπλες δυνάµεις, το 4% του ΑΕΠ τους, το οποίο δεν θα λογίζεται συνολικά στο δηµόσιο χρέος τους. Στον ορίζοντα αυτής της «Μεγάλης Ιδέας» µπορεί να είναι ο συντονισµός της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ µε την κεντρική ευρωπαϊκή και η «συγχώνευση» του δολαρίου µε το ευρώ, σε ένα νέο κοινό νόµισµα της ∆ύσης, µε προέκταση στην Ιαπωνία, την Αυστραλία και τις δυνάµεις στην αµερικανική ήπειρο. Στο περιφερειακό επίπεδο της «Μare Νostrum», της Μεσογείου, η Ελλάδα µαζί µε την Κύπρο θα µπορούσε να προβάλει την αντίληψη της συγκρότησης του µεσογειακού ΝΑΤΟ, µε τη συµµετοχή Ισραήλ, Αιγύπτου, Εµιράτων, Σαουδικής Αραβίας, Ιορδανίας, των χωρών του Κόλπου, του Κουρδιστάν, του Μαρόκου, της Τυνησίας, της Αν. Λιβύης (Κυρηναϊκής) και τελικά της Ινδίας, παράλληλα µε το ΝΑΤΟ του Βόρειου Ατλαντικού.
Δημοσιεύθηκε στα «Παραπολιτικά».