Tί σημαίνει η αγορά των F-35 και το πακέτο μαμούθ δωρεάν ενίσχυσης από τις ΗΠΑ για την Ελλάδα
Ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Αναγνωρίζεται ο ηγετικός ρόλος της Ελλάδας στην περιοχή της ΝοτιοΑνατολικής Μεσογείου, ως πυλώνα σταθερότητας, ασφάλειας και ειρήνης,
Ιστορικής σημασίας, η αγορά των F-35 για την Ελλάδα και το δωρεάν εξοπλιστικό πρόγραμμα μαμούθ από τις ΗΠΑ. Μια συμφωνία η οποία ενισχύει σημαντικά και θωρακίζει αμυντικά την Ελλάδα, ενώ παράλληλα αναβαθμίζει ουσιαστικά τον ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή της ΝοτιοΑνατολικής Μεσογείου.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό η στρατιωτική ισχύς της χώρας.
Συγκεκριμένα σημειώνουν: «με την επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Antony Blinken προς τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και την επιστολή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς το Κογκρέσο (notification) ανοίγει και τυπικά ο δρόμος για την απόκτηση έως και σαράντα F-35 από την Ελλάδα, καθώς το σχετικό αίτημα έχει ήδη εγκριθεί από το Κογκρέσο και μάλιστα λίγο πριν από τον δεύτερο γύρο των εθνικών εκλογών τον Ιούνιο του 2023.
Παράλληλα σημειώνουν ότι: «Η επίσημη αποδοχή του ελληνικού αιτήματος για την προμήθεια των F-35, μαζί με την ταυτόχρονη παραχώρηση ενός πολύ σημαντικού πακέτου δωρεάν στρατιωτικού υλικού από το αμερικανικό απόθεμα – που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τέσσερις φρεγάτες LCS, δύο μεταγωγικά C-130, 60 θωρακισμένα οχήματα μάχης, περιπολικά πλοία - προς την Ελλάδα αποτελεί “ψήφο εμπιστοσύνης’’ προς την Ελλάδα και την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη».
Ταυτόχρονα τονίζουν ότι η αγορά των F-35 από την χώρα μας, αποτελεί έμπρακτη αναγνώριση του ηγετικού ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή, του ρόλου της ως πυλώνα σταθερότητας, ειρήνης και ασφάλειας, καθώς και ενός απαραίτητου και αξιόπιστου εταίρου και συμμάχου που επέδειξε σοβαρότητα, συνέπεια και συμμαχικό πνεύμα στην αντιμετώπιση όλων των μεγάλων κρίσεων των τελευταίων ετών.
Σημειώνουν εξίσου ότι: «Η επιστολή Blinken δικαιώνει το διπλωματικό κεφάλαιο που έχτισε η κυβέρνηση και την πολιτική που ακολούθησε στις γεωπολιτικές κρίσεις στην περιοχή, από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την επίτευξη ενεργειακής ασφάλειας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, μέχρι την κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.»
Πρέπει να σημειωθεί, πως η εξέλιξη αυτή επισφραγίζει και εδραιώνει το ιστορικά υψηλό των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και αποδεικνύει στην πράξη ότι η ελληνοαμερικανική στρατηγική σχέση και αμυντική συνεργασία είναι αυτόνομη και δεν ετεροπροσδιορίζεται.
Στο ίδιο πλαίσιο, οι κυβερνητικές πηγές σημειώνουν: «Η σχέση με τις ΗΠΑ είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από σχέσεις με άλλες χώρες και το πέρασμα στα μαχητικά αεροσκάφη πέμπτης γενιάς αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για την πορεία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων.»
Αναφορικά με την πώληση F-16 στην Τουρκία, οι κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι: «Η Ελλάδα ασχολείται με τη θωράκιση και ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεών της. Δεν μπορεί να υπαγορεύσει την πολιτική των ΗΠΑ σε αμυντικά προγράμματα προς τρίτες χώρες. Ούτε μπορεί να συνδέονται αμυντικές προμήθειες προς την Ελλάδα, ενός αξιόπιστου εταίρου και συμμάχου, με εξοπλιστικά προγράμματα άλλων χωρών.»
Καταλήγοντας τονίζουν πως: « Η σταθερή ελληνική θέση, ιδιαίτερα στο πλαίσιο συμμετοχής στο ΝΑΤΟ, είναι ότι κανένας εξοπλισμός που αποδίδεται σε μια χώρα δεν μπορεί να χρησιμοποιείται σε βάρος συμμάχου χώρας. Αυτό άλλωστε εξυπηρετεί την περιφερειακή σταθερότητα και τα συμφέροντα της Συμμαχίας στην περιοχή.»
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό η στρατιωτική ισχύς της χώρας.
Συγκεκριμένα σημειώνουν: «με την επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Antony Blinken προς τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και την επιστολή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς το Κογκρέσο (notification) ανοίγει και τυπικά ο δρόμος για την απόκτηση έως και σαράντα F-35 από την Ελλάδα, καθώς το σχετικό αίτημα έχει ήδη εγκριθεί από το Κογκρέσο και μάλιστα λίγο πριν από τον δεύτερο γύρο των εθνικών εκλογών τον Ιούνιο του 2023.
Παράλληλα σημειώνουν ότι: «Η επίσημη αποδοχή του ελληνικού αιτήματος για την προμήθεια των F-35, μαζί με την ταυτόχρονη παραχώρηση ενός πολύ σημαντικού πακέτου δωρεάν στρατιωτικού υλικού από το αμερικανικό απόθεμα – που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τέσσερις φρεγάτες LCS, δύο μεταγωγικά C-130, 60 θωρακισμένα οχήματα μάχης, περιπολικά πλοία - προς την Ελλάδα αποτελεί “ψήφο εμπιστοσύνης’’ προς την Ελλάδα και την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη».
Ταυτόχρονα τονίζουν ότι η αγορά των F-35 από την χώρα μας, αποτελεί έμπρακτη αναγνώριση του ηγετικού ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή, του ρόλου της ως πυλώνα σταθερότητας, ειρήνης και ασφάλειας, καθώς και ενός απαραίτητου και αξιόπιστου εταίρου και συμμάχου που επέδειξε σοβαρότητα, συνέπεια και συμμαχικό πνεύμα στην αντιμετώπιση όλων των μεγάλων κρίσεων των τελευταίων ετών.
Σημειώνουν εξίσου ότι: «Η επιστολή Blinken δικαιώνει το διπλωματικό κεφάλαιο που έχτισε η κυβέρνηση και την πολιτική που ακολούθησε στις γεωπολιτικές κρίσεις στην περιοχή, από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την επίτευξη ενεργειακής ασφάλειας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, μέχρι την κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.»
Πρέπει να σημειωθεί, πως η εξέλιξη αυτή επισφραγίζει και εδραιώνει το ιστορικά υψηλό των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και αποδεικνύει στην πράξη ότι η ελληνοαμερικανική στρατηγική σχέση και αμυντική συνεργασία είναι αυτόνομη και δεν ετεροπροσδιορίζεται.
Στο ίδιο πλαίσιο, οι κυβερνητικές πηγές σημειώνουν: «Η σχέση με τις ΗΠΑ είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από σχέσεις με άλλες χώρες και το πέρασμα στα μαχητικά αεροσκάφη πέμπτης γενιάς αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για την πορεία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων.»
Αναφορικά με την πώληση F-16 στην Τουρκία, οι κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι: «Η Ελλάδα ασχολείται με τη θωράκιση και ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεών της. Δεν μπορεί να υπαγορεύσει την πολιτική των ΗΠΑ σε αμυντικά προγράμματα προς τρίτες χώρες. Ούτε μπορεί να συνδέονται αμυντικές προμήθειες προς την Ελλάδα, ενός αξιόπιστου εταίρου και συμμάχου, με εξοπλιστικά προγράμματα άλλων χωρών.»
Καταλήγοντας τονίζουν πως: « Η σταθερή ελληνική θέση, ιδιαίτερα στο πλαίσιο συμμετοχής στο ΝΑΤΟ, είναι ότι κανένας εξοπλισμός που αποδίδεται σε μια χώρα δεν μπορεί να χρησιμοποιείται σε βάρος συμμάχου χώρας. Αυτό άλλωστε εξυπηρετεί την περιφερειακή σταθερότητα και τα συμφέροντα της Συμμαχίας στην περιοχή.»