"Μεταπολίτευση: 50 Χρόνια Μετά" - Σκυλακάκης: Στα επόμενα 3 χρόνια πρέπει να πάρουμε αποφάσεις για τα επόμενα 30
Στη δεύτερη ημέρα του συνεδρίου
Το συνέδριο "Μεταπολίτευση: 50 Χρόνια Μετά" πραγματοποιείται στην Εθνική Πινακοθήκη από τις 29 Φεβρουαρίου έως τις 2 Μαρτίου
Το τριήμερο συνέδριο με θέμα «Μεταπολίτευση: 50 Χρόνια Μετά», το οποίο συνδιοργανώνουν η «Καθημερινή», το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), το Οικονομικό Φόρουμ Δελφών και το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics, συνεχίζει τις εργασίες του στην Εθνική Πινακοθήκη για δεύτερη μέρα, στρέφοντας την προσοχή στο φυσικό, αλλά και στο δομημένο περιβάλλον της χώρας μας, καθώς και στη μεγάλη κρίση της εποχής μας: την κλιματική αλλαγή.
Διαβάστε σχετικά με το συνέδριο: Κώστας Κωστής: "Οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να ψηφίζουν αυτό που θεωρούν ταυτότητά τους"
Στη συζήτηση που συντόνισε ο δημοσιογράφος της «Καθημερινής» Γεώργιος Λιάλιος με τον υπουργό Ενέργειας και Περιβάλλοντος, Θεόδωρο Σκυλακάκη, τον πρώην αναπληρωτή υπουργό Ενέργειας και Περιβάλλοντος Σωκράτη Φάμελλο, τον πρώην υπουργό Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής Γιάννη Μανιάτη, καθώς και τον πρόεδρο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Γιώργο Στασινό, συμετείχαν επίσης η Λυδία Καρρά, ιδρύτρια και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, και ο Δημήτρης Βαγιανός, καθηγητής Οικονομικών στο London School of Economics.
«Άλλαξαν πολλά από τη Μεταπολίτευση στο πώς αντιλαμβανόμαστε την έννοια του περιβάλλοντος», παρατήρησε ο κ. Λιάλιος. «Σταθμός και αφετηρία της αλλαγής που συντελέστηκε στην περιβαλλοντική πολιτική της Ελλάδας ήταν το Σύνταγμα του 1975 και ειδικά το άρθρο 24, που κατοχύρωσε την προστασία του περιβάλλοντος ως υποχρέωση του κράτους και –με την αναθεώρησή του το 2001– και ως δικαίωμα των πολιτών. Η εποχή ήταν δεκτική σε μια νέα αντίληψη για το περιβάλλον, η οποία είχε ήδη μπολιαστεί επί δύο δεκαετίες στην Ευρώπη και στην Αμερική». Κάνοντας μια αναδρομή σε όλες τις σημαντικές εξελίξεις –θετικές και αρνητικές– έκτοτε, κατέληξε ότι «η συζήτηση στην Ευρώπη έχει πια αλλάξει με την Πράσινη Συμφωνία. Η Ευρώπη θέτει ως στόχο να καταστεί η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050. Η Ελλάδα ακολουθεί την πορεία αυτή, με κύριο όπλο την εξάπλωση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Ταυτόχρονα, όμως, η χώρα μας εξακολουθεί να ταλανίζεται από πολλά από τα παλιά της βαρίδια».
Ο κ. Βαγιανός επισήμανε ότι η Ελλάδα έχει την τύχη να είναι χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πολύ ισχυρό καθεστώς προστασίας του περιβάλλοντος, όμως, σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε., η Ελλάδα υστερεί στην εφαρμογή της νομοθεσίας. Αναφέρθηκε στην υψηλή οικολογική σημασία των περιοχών Natura και των Προστατευόμενων Περιοχών, οι οποίες αντιστοιχούν στο 27% της ελληνικής επικράτειας - ποσοστό, δηλαδή, υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Υπενθύμισε την υποχρέωση της Ελλάδας να θεσπίσει σχέδια διαχείρισης και προστασίας τους, κάτι που δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι στιγμής, επιφέροντας το 2020 την καταδίκη της Ελλάδας από το ευρωπαϊκό δικαστήριο.
Η κ. Καρρά σημείωσε ότι τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ήταν πληγωμένη και δεν ενδιαφερόταν για το περιβάλλον. «Η πρώτη μαγιά των πολιτικών της Μεταπολίτευσης, όμως, έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον για το περιβάλλον», τόνισε αποκαλύπτοντας πως εισακούστηκε από τον Κωνσταντίνο Τσάτσο η πρόταση της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού για την ένταξη άρθρου για το περιβάλλον στο υπό διαμόρφωση τότε Σύνταγμα. Ανέφερε όμως και άλλους πολιτικούς, που επέδειξαν έμπρακτα την περιβαλλοντική τους ευαισθησία, όπως ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου, ο Στέφανος Μάνος και ο Τζαννής Τζαννετάκης.
Ο κ. Σκυλακάκης αναφέρθηκε στο κενό μεταξύ της ισχύουσας νομοθεσίας για το περιβάλλον και στη μη εφαρμογή της. «Χρειάζεται να έρθουμε πιο κοντά στην πραγματικότητα για να κλείσουμε αυτό το κενό», παρατήρησε. «Το βασικό μου θέμα ως αρμόδιου υπουργού είναι ότι η διαφορά μεταξύ της νομιμότητας και της πραγματικότητας είναι τόσο τρομακτική που τα χέρια σου είναι τελείως ελεύθερα ή τελείως δεμένα. Και για να επαναφέρουμε τη νομιμότητα, να μειώσουμε το χάσμα, θα πρέπει να τελειώσουμε με κάποιες πρακτικές». Αναφερόμενος στο ζήτημα των αυθαιρέτων είπε ότι «αν πρόκειται να τραβήξουμε κάποιες γραμμές, μία γραμμή που θα πρότεινα είναι να αποφασίσουμε επιτέλους ως κοινωνία ότι κανένα νέο αυθαίρετο δεν θα επιβιώσει χωρίς να κατεδαφιστεί». Σημείωσε, επίσης, ότι «είναι τόσο πολλά τα αυθαίρετα μέσα στο δάσος που το κράτος δεν έχει τολμήσει να τα μετρήσει. Γιατί; Για να μην τα βλέπει. Δεν τα έχει καταγράψει ποτέ», ενώ για την κρισιμότητα της συγκυρίας τόνισε ότι «έχουμε μπροστά μας στα επόμενα τρία χρόνια να πάρουμε αποφάσεις για τα επόμενα 30». Σε ό,τι αφορά τις Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες, εξήγησε ότι αυτές ολοκληρώνονται και θα μετατραπούν σε Προεδρικά Διατάγματα.
Ο κ. Φάμελλος, με τη σειρά του, αναφέρθηκε στο περιβάλλον ως βασικό στοιχείο της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. «Το πρόβλημα είναι ότι η ελληνική πολιτεία δεν αντέχει τον σχεδιασμό και τους κανόνες, γιατί δεν αντέχει το κράτος δικαίου και την ισοτιμία και τη διαφάνεια. Αυτό ισχύει και στο περιβάλλον και αυτός είναι ο πυρήνας του προβλήματος». Ενώ το Σύνταγμα και η Ε.Ε. άνοιξαν τον δρόμο να λύνουμε προβλήματα ανάπτυξης, ποιότητας ζωής και δημοκρατίας, η πολιτεία δεν κατορθώνει να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις, ώστε να γίνουμε Ευρώπη. Σύμφωνα με τον ίδιο, «η πολιτική ηγεσία επιλέγει να μην έχει προτεραιότητα το περιβάλλον».
Στην ερώτηση του κ. Λιάλιου ποια ήταν η αιτία που έχουμε μείνει πίσω σε βασικά πράγματα, όπως η λειτουργία ενός ολοκληρωμένου πλαισίου για τις Προστατευόμενες Περιοχές, ο κ. Μανιάτης απάντησε ότι «είναι η δειλία του πολιτικού συστήματος και η μη στήριξη τέτοιου είδους παρεμβάσεων από ευρεία στρώματα της κοινωνίας», ενώ χαρακτήρισε τις περιοχές Natura ως δυνητικά «εκπληκτικές περιοχές ισόρροπης, βιώσιμης ανάπτυξης». Σύμφωνα με μελέτη της διαΝΕΟσις, την οποία επικαλέστηκε, οι περιοχές Natura μπορούν να δίνουν έσοδα 2 δισ. τον χρόνο και να απασχολούν 9.500 ανθρώπους. «Εχουμε μια διπλή "προίκα": το περιβάλλον και τους αρχαιολογικούς χώρους, που μπορούν να αποτελέσουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας».
Ο κ. Στασινός σχολίασε ότι το πρόβλημα της διαχείρισης απορριμμάτων συνδέεται με τις καθυστερήσεις και τη μεγάλη έλλειψη ανθρώπων «που να είναι πρακτικοί και να φέρουν το αποτέλεσμα». Ο ίδιος, ως πρόεδρος του ΤΕΕ, αναφέρθηκε στη σημαντική επιτάχυνση των πολεοδομικών ελέγχων από τη στιγμή που ανατέθηκε σε ιδιώτες ελεγκτές δόμησης. Από την πλευρά του ο κ. Μανιάτης διαπίστωσε ότι στη διαχείριση απορριμμάτων συναντάμε «τις γνωστές κακοδαιμονίες της Ελλάδας, δηλαδή άριστες πρακτικές σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η Κοζάνη και οι Σέρρες, και άθλιες σε άλλες».