Αλεξάνδρα Σδούκου: ''Ναι'' στην εθελοντική μείωση ζήτησης φυσικού αερίου
Έθεσε, επίσης, το ζήτημα της μεγάλης μείωσης και της αστάθειας των τιμών CO2
''Θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάπτυξη της οικονομίας'', επισήμανε η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας
Η μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου αποτελεί το μέσο για τη σταθερότητα των τιμών και όχι αυτοσκοπό, ενώ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάπτυξη της οικονομίας, επισήμανε η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Αλεξάνδρα Σδούκου στο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας, που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες.
Όπως ανέφερε: «Αν και στηρίζουμε τη σύσταση του Συμβουλίου για να συνεχιστούν τα συντονισμένα μέτρα μείωσης της ζήτησης του φυσικού αερίου, η μείωση της ζήτησης δεν μπορεί να αποτελεί ξεχωριστό στόχο, ενώ η ανταγωνιστικότητα και η επαναβιομηχάνιση της Ευρώπης πρέπει να αποτελέσουν, μαζί φυσικά με την απαλλαγή από τον άνθρακα, τις νέες κορυφαίες προτεραιότητές μας».
Η κ. Σδούκου έθεσε, επίσης, το ζήτημα της μεγάλης μείωσης και της αστάθειας των τιμών CO2, που περιπλέκουν τις προσπάθειες για απαλλαγή από τον άνθρακα, θέτοντας σε κίνδυνο τις σχετικές επενδύσεις.
Παράλληλα, το Συμβούλιο Υπουργών συζήτησε το ζήτημα των ευέλικτων ενεργειακών πόρων ως βασικό στοιχείο της ενεργειακής μετάβασης. Η υφυπουργός τόνισε ότι η ευελιξία δεν αποτέλεσε προτεραιότητα της Πράσινης Συμφωνίας στον βαθμό που θα έπρεπε και ότι η διασφάλιση της αξιοπιστίας και της ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρισμού θα πρέπει να είναι στην πρώτη γραμμή της ενεργειακής πολιτικής της Ευρώπης, παράλληλα με την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Επιβεβαίωσε εξάλλου ότι το ζήτημα της ευελιξίας έχει καταλάβει κεντρικό ρόλο στον ενεργειακό σχεδιασμό σε εθνικό επίπεδο και αυτό αποτυπώνεται στο αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), όπου προβλέπονται ευέλικτοι πόροι, όπως οι μονάδες αποθήκευσης ενέργειας και συστήματα απόκρισης ζήτησης. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν εγκριθεί πλαίσια στήριξης αφενός για συστήματα αποθήκευσης ενέργειας με στόχο εγκατεστημένη ισχύ 3,1 GW έως το 2030, αφετέρου για συστήματα ΑΠΕ, που συνδυάζονται με μονάδα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας πίσω από τον μετρητή.
Επίσης, η κ. Σδούκου έκανε λόγο για την ανάγκη θέσπισης μηχανισμών ισχύος σε επίπεδο αγοράς και όχι μέσω πλαισίων κρατικής ενίσχυσης και τόνισε την αναγκαιότητα οι επενδύσεις σε συστήματα που προσφέρουν αυτή την ευελιξία, χωρίς κάποιο διαχωρισμό στην τεχνολογία, να είναι βιώσιμες.
Τέλος, κατά τη διάρκεια γεύματος εργασίας των υπουργών, το Συμβούλιο συζήτησε για την κατάσταση του τομέα των φωτοβολταϊκών στην Ευρώπη, με συμμετοχή εκπροσώπων της βιομηχανίας (Solar Power Europe και European Solar Manufacturing Council). Η υφυπουργός στην παρέμβασή της κάλεσε το Συμβούλιο να βοηθήσει τον τομέα να καταστεί ανταγωνιστικός και να διασφαλίσει, με καθαρές πολιτικές και στέρεα μέτρα, ότι η πράσινη μετάβαση της Ε.Ε. δεν θα τεθεί σε κίνδυνο από ενδεχόμενη διατάραξη της αλυσίδας αξίας στα μέρη εκείνα των τεχνολογιών ΑΠΕ που παράγονται κυρίως, ή και σχεδόν αποκλειστικά, από τρίτα κράτη. Όπως τόνισε η κ. Σδούκου: «Η Ελλάδα στηρίζει την προώθηση μιας βιώσιμης και ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής αλυσίδας αξίας φωτοβολταϊκών, ώστε να διασφαλιστεί όχι μόνο η πρόσβαση σε εξοπλισμό κατά τα επόμενα χρόνια, αλλά και η επίτευξη των φιλόδοξων στόχων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και, κατ' επέκταση, να θωρακιστεί η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της Ε.Ε., αλλά ταυτόχρονα και η ανάπτυξη και η ευημερία».
Όπως ανέφερε: «Αν και στηρίζουμε τη σύσταση του Συμβουλίου για να συνεχιστούν τα συντονισμένα μέτρα μείωσης της ζήτησης του φυσικού αερίου, η μείωση της ζήτησης δεν μπορεί να αποτελεί ξεχωριστό στόχο, ενώ η ανταγωνιστικότητα και η επαναβιομηχάνιση της Ευρώπης πρέπει να αποτελέσουν, μαζί φυσικά με την απαλλαγή από τον άνθρακα, τις νέες κορυφαίες προτεραιότητές μας».
Η κ. Σδούκου έθεσε, επίσης, το ζήτημα της μεγάλης μείωσης και της αστάθειας των τιμών CO2, που περιπλέκουν τις προσπάθειες για απαλλαγή από τον άνθρακα, θέτοντας σε κίνδυνο τις σχετικές επενδύσεις.
Παράλληλα, το Συμβούλιο Υπουργών συζήτησε το ζήτημα των ευέλικτων ενεργειακών πόρων ως βασικό στοιχείο της ενεργειακής μετάβασης. Η υφυπουργός τόνισε ότι η ευελιξία δεν αποτέλεσε προτεραιότητα της Πράσινης Συμφωνίας στον βαθμό που θα έπρεπε και ότι η διασφάλιση της αξιοπιστίας και της ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρισμού θα πρέπει να είναι στην πρώτη γραμμή της ενεργειακής πολιτικής της Ευρώπης, παράλληλα με την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Επιβεβαίωσε εξάλλου ότι το ζήτημα της ευελιξίας έχει καταλάβει κεντρικό ρόλο στον ενεργειακό σχεδιασμό σε εθνικό επίπεδο και αυτό αποτυπώνεται στο αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), όπου προβλέπονται ευέλικτοι πόροι, όπως οι μονάδες αποθήκευσης ενέργειας και συστήματα απόκρισης ζήτησης. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν εγκριθεί πλαίσια στήριξης αφενός για συστήματα αποθήκευσης ενέργειας με στόχο εγκατεστημένη ισχύ 3,1 GW έως το 2030, αφετέρου για συστήματα ΑΠΕ, που συνδυάζονται με μονάδα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας πίσω από τον μετρητή.
Επίσης, η κ. Σδούκου έκανε λόγο για την ανάγκη θέσπισης μηχανισμών ισχύος σε επίπεδο αγοράς και όχι μέσω πλαισίων κρατικής ενίσχυσης και τόνισε την αναγκαιότητα οι επενδύσεις σε συστήματα που προσφέρουν αυτή την ευελιξία, χωρίς κάποιο διαχωρισμό στην τεχνολογία, να είναι βιώσιμες.
Τέλος, κατά τη διάρκεια γεύματος εργασίας των υπουργών, το Συμβούλιο συζήτησε για την κατάσταση του τομέα των φωτοβολταϊκών στην Ευρώπη, με συμμετοχή εκπροσώπων της βιομηχανίας (Solar Power Europe και European Solar Manufacturing Council). Η υφυπουργός στην παρέμβασή της κάλεσε το Συμβούλιο να βοηθήσει τον τομέα να καταστεί ανταγωνιστικός και να διασφαλίσει, με καθαρές πολιτικές και στέρεα μέτρα, ότι η πράσινη μετάβαση της Ε.Ε. δεν θα τεθεί σε κίνδυνο από ενδεχόμενη διατάραξη της αλυσίδας αξίας στα μέρη εκείνα των τεχνολογιών ΑΠΕ που παράγονται κυρίως, ή και σχεδόν αποκλειστικά, από τρίτα κράτη. Όπως τόνισε η κ. Σδούκου: «Η Ελλάδα στηρίζει την προώθηση μιας βιώσιμης και ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής αλυσίδας αξίας φωτοβολταϊκών, ώστε να διασφαλιστεί όχι μόνο η πρόσβαση σε εξοπλισμό κατά τα επόμενα χρόνια, αλλά και η επίτευξη των φιλόδοξων στόχων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και, κατ' επέκταση, να θωρακιστεί η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της Ε.Ε., αλλά ταυτόχρονα και η ανάπτυξη και η ευημερία».