Παραστατίδης για bullying: Η κυβέρνηση τρέχει πίσω από τα προβλήματα, λόγω έλλειψης σχεδιασμού και πρόληψης
"Η κατάσταση αντί να βελτιωθεί επιδεινώθηκε"
"Και οι νέες ανακοινώσεις της κυβέρνησης, μάς καθιστούν στο ίδιο έργο θεατές" επισημαίνει ο τομεάρχης Παιδείας Στέφανος Παραστατίδης
Η κυβέρνηση τρέχει πίσω από τα κοινωνικά προβλήματα, όταν πια έχουν καταστεί ανεξέλεγκτα λόγω έλλειψης σχεδιασμού πρόληψης και αντιμετώπισης των αιτιών που τα προκαλούν, επισημαίνει μεταξύ άλλων σε ανακοίνωσή του ο τομεάρχης Παιδείας του ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ Στέφανος Παραστατίδης σχολιάζοντας τις κυβερνητικές ανακοινώσεις για την καταπολέμηση της ενδοσχολικής βίας.
«Ένα χρόνο μετά από την ψήφιση του νόμου για τη σχολική βία με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Ζούμε Αρμονικά Μαζί Σπάμε τη Σιωπή» η κατάσταση αντί να βελτιωθεί επιδεινώθηκε», αναφέρει χαρακτηριστικά ο τομεάρχης παιδείας του ΠΑΣΟΚ ΚΙΝΑΛ.
Ακολουθεί αναλυτικά η δήλωση Στέφανου Παραστατίδη:
Η αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας είναι μία εξαιρετικά σύνθετη υπόθεση, καθώς οι άμεσα και έμμεσα συμμετέχοντες έχουν τη δική τους υποκειμενική γωνία καταγραφής, επεξεργασίας και αντιμετώπισης του φαινομένου. Κάποιοι γονείς θυτών δυσκολεύονται να δουν αντικειμενικά την ευθύνη των παιδιών τους, μερικοί μάλιστα παίρνουν το μέρος των παιδιών τους.
Κάποιοι εκπαιδευτικοί επιθυμούν τη μέγιστη αυστηροποίηση των ποινών για μία πιο ελεγχόμενη τάξη. Κάποια σχολεία δεν είναι αμερόληπτα, συνήθως υποβαθμίζουν το πρόβλημα ώστε να μην μειωθεί το κύρος του σχολείου. Κάποια θύματα αρνούνται τα γεγονότα, διότι φοβούνται αντίποινα και συνήθως µοιράζονται τα βιώματά τους µε τους στενότερους φίλους τους -µόνο λίγοι από αυτούς τα µοιράζονται µε τους γονείς. Κάποιοι παρευρισκόμενοι παρακολουθούν χωρίς να παρεμβαίνουν γιατί φοβούνται αντίποινα. Ακόμη και ως αυτόπτες μάρτυρες, δείχνουν απρόθυμοι να αποκαλύψουν τα πραγματικά γεγονότα.
Δυστυχώς και οι νέες ανακοινώσεις της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του πολυσύνθετου αυτού φαινομένου, μάς καθιστούν στο ίδιο έργο θεατές. Η κυβέρνηση τρέχει πίσω από τα κοινωνικά προβλήματα, όταν πια έχουν καταστεί ανεξέλεγκτα λόγω της έλλειψης οποιουδήποτε σχεδιασμού πρόληψης και αντιμετώπισης των αιτιών που τα προκαλούν. Και τότε προσφεύγει εσπευσμένα στην επικοινωνιακή διαχείριση με φιέστες και ανακαλεί από το παρελθόν συντηρητικές ιδεοληπτικές επιλογές τιμωρητικού χαρακτήρα και αυστηροποίησης ποινολογίου. Μέτρα που σήμερα μπορεί να φαίνονται αναγκαία αλλά ούτε αναπόφευκτα είναι ούτε μακροπρόθεσμη και βιώσιμη λύση συνιστούν.
Για αυτό και η δυστοπική πραγματικότητα φαινομένων βίας και παραβατικότητας, που δεν περιορίζεται στο χώρο της εκπαίδευσης αλλά εγγράφεται στο κοινωνικό σώμα, δεν φαίνεται να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά από τα μέχρι τώρα κυβερνητικά μέτρα.
Ένα χρόνο μετά από την ψήφιση του νόμου για τη σχολική βία με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Ζούμε Αρμονικά Μαζί Σπάμε τη Σιωπή» η κατάσταση αντί να βελτιωθεί επιδεινώθηκε. Η οριστική λύση πρέπει να αναζητηθεί σε ένα σχολείο ανοιχτό στην κοινωνία, με ουμανιστικό αξιακό φορτίο, ένα σχολείο που δεν παρέχει απλά γνώση αλλά μορφώνει, διαπαιδαγωγεί, κοινωνικοποιεί. Μέσα από ένα τέτοιο σχεδιασμό, το σχολείο μπορεί και πρέπει να γίνει ο πυρήνας ανάπτυξης δράσεων και πρωτοβουλιών, σεβασμού στις ανθρώπινες αξίες και στη διαφορετικότητα, κέντρο καλλιέργειας της κουλτούρας της αποδοχής και της συνεργασίας.
«Ένα χρόνο μετά από την ψήφιση του νόμου για τη σχολική βία με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Ζούμε Αρμονικά Μαζί Σπάμε τη Σιωπή» η κατάσταση αντί να βελτιωθεί επιδεινώθηκε», αναφέρει χαρακτηριστικά ο τομεάρχης παιδείας του ΠΑΣΟΚ ΚΙΝΑΛ.
Ακολουθεί αναλυτικά η δήλωση Στέφανου Παραστατίδη:
Η αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας είναι μία εξαιρετικά σύνθετη υπόθεση, καθώς οι άμεσα και έμμεσα συμμετέχοντες έχουν τη δική τους υποκειμενική γωνία καταγραφής, επεξεργασίας και αντιμετώπισης του φαινομένου. Κάποιοι γονείς θυτών δυσκολεύονται να δουν αντικειμενικά την ευθύνη των παιδιών τους, μερικοί μάλιστα παίρνουν το μέρος των παιδιών τους.
Κάποιοι εκπαιδευτικοί επιθυμούν τη μέγιστη αυστηροποίηση των ποινών για μία πιο ελεγχόμενη τάξη. Κάποια σχολεία δεν είναι αμερόληπτα, συνήθως υποβαθμίζουν το πρόβλημα ώστε να μην μειωθεί το κύρος του σχολείου. Κάποια θύματα αρνούνται τα γεγονότα, διότι φοβούνται αντίποινα και συνήθως µοιράζονται τα βιώματά τους µε τους στενότερους φίλους τους -µόνο λίγοι από αυτούς τα µοιράζονται µε τους γονείς. Κάποιοι παρευρισκόμενοι παρακολουθούν χωρίς να παρεμβαίνουν γιατί φοβούνται αντίποινα. Ακόμη και ως αυτόπτες μάρτυρες, δείχνουν απρόθυμοι να αποκαλύψουν τα πραγματικά γεγονότα.
Δυστυχώς και οι νέες ανακοινώσεις της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του πολυσύνθετου αυτού φαινομένου, μάς καθιστούν στο ίδιο έργο θεατές. Η κυβέρνηση τρέχει πίσω από τα κοινωνικά προβλήματα, όταν πια έχουν καταστεί ανεξέλεγκτα λόγω της έλλειψης οποιουδήποτε σχεδιασμού πρόληψης και αντιμετώπισης των αιτιών που τα προκαλούν. Και τότε προσφεύγει εσπευσμένα στην επικοινωνιακή διαχείριση με φιέστες και ανακαλεί από το παρελθόν συντηρητικές ιδεοληπτικές επιλογές τιμωρητικού χαρακτήρα και αυστηροποίησης ποινολογίου. Μέτρα που σήμερα μπορεί να φαίνονται αναγκαία αλλά ούτε αναπόφευκτα είναι ούτε μακροπρόθεσμη και βιώσιμη λύση συνιστούν.
Για αυτό και η δυστοπική πραγματικότητα φαινομένων βίας και παραβατικότητας, που δεν περιορίζεται στο χώρο της εκπαίδευσης αλλά εγγράφεται στο κοινωνικό σώμα, δεν φαίνεται να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά από τα μέχρι τώρα κυβερνητικά μέτρα.
Ένα χρόνο μετά από την ψήφιση του νόμου για τη σχολική βία με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Ζούμε Αρμονικά Μαζί Σπάμε τη Σιωπή» η κατάσταση αντί να βελτιωθεί επιδεινώθηκε. Η οριστική λύση πρέπει να αναζητηθεί σε ένα σχολείο ανοιχτό στην κοινωνία, με ουμανιστικό αξιακό φορτίο, ένα σχολείο που δεν παρέχει απλά γνώση αλλά μορφώνει, διαπαιδαγωγεί, κοινωνικοποιεί. Μέσα από ένα τέτοιο σχεδιασμό, το σχολείο μπορεί και πρέπει να γίνει ο πυρήνας ανάπτυξης δράσεων και πρωτοβουλιών, σεβασμού στις ανθρώπινες αξίες και στη διαφορετικότητα, κέντρο καλλιέργειας της κουλτούρας της αποδοχής και της συνεργασίας.