"Γρίφος η ψήφος της Gen Z", Άρθρο του Αντώνη Παπαργύρη
Άρθρο στην εφημερίδα "Παραπολιτικά"
"Η εκλογική προτίµηση της γενιάς 17-24 ετών δεν είναι ενιαία και αδιαίρετη, καθώς όσοι συµµετέχουν στην Τριτοβάθµια Εκπαίδευση έχουν φιλελεύθερα χαρακτηριστικά, ενώ όσοι δεν σπουδάζουν, συντηρητικά"
Η εκλογική ανάλυση της νεανικής ψήφου είναι ένα από τα κεντρικά ζητήµατα που απασχολούν τόσο τη δηµόσια συζήτηση όσο και τα κοµµατικά επιτελεία σε κάθε εκλογική αναµέτρηση.
Οι πολιτικοί φορείς καταστρώνουν ξεχωριστές στρατηγικές προσέγγισης για την ηλικιακή οµάδα των νέων από 17 έως 24 ετών, κάνοντας χρήση των νέων τεχνολογιών και των δυνατοτήτων που τους δίνουν τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης για µαζική απεύθυνση σε ένα τµήµα του εκλογικού σώµατος που:
α) έχει τον µικρότερο βαθµό εµπλοκής µε την πολιτική καθηµερινότητα και
β) οι πολιτικές του πεποιθήσεις βρίσκονται ακόµη υπό διαµόρφωση και δεν είναι στεγανοποιηµένες.
Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά οδηγούν τα κόµµατα σε έναν διαρκή ανταγωνισµό για την προσέλκυση των νέων ψηφοφόρων σε κάθε εκλογική διαδικασία, σε µια µάχη που έχει, ωστόσο, κυρίως σηµειολογική και συµβολική σηµασία και πολύ λιγότερο ουσιαστική επιρροή, αφού τα ποσοτικά δεδοµένα και το µέγεθος της συγκεκριµένης ηλικιακής οµάδας είναι το µικρότερο σε σχέση µε τα υπόλοιπα ηλικιακά γκρουπ και, ως εκ τούτου, αδύναµο να παράξει πολιτικές ανατροπές στους εκλογικούς συσχετισµούς.
Σε µια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου πλέον όλοι φαίνεται να συνειδητοποιούν το µέγεθος της δηµογραφικής συρρίκνωσης, η απόπειρα για την προσέλκυση της νεανικής ψήφου έχει χαρακτηριστικά στρατολόγησης και πολιτικής επένδυσης για το µέλλον και αποβλέπει λιγότερο σε άµεσα και απτά εκλογικά κέρδη.
∆εν πρέπει, βέβαια, να παραγνωρίζουµε το γεγονός ότι η µαζική συµµετοχή της νεολαίας σε έναν πολιτικό φορέα προσδίδει δυναµική πολλαπλάσια του αριθµητικού µεγέθους και προοπτική, ενώ αυτόµατα κατατάσσει τον πολιτικό φορέα στην πρωτοπορία των προοδευτικών δυνάµεων που εγγενώς εκπροσωπούν οι νέοι.
Θυµόµαστε όλοι ότι στις τελευταίες, διπλές εθνικές εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επενδύσει στη νεανική ψήφο, που προσδοκούσε ότι θα έφερνε την εκλογική ανατροπή.
Στις κάλπες αυτό που τελικά επιβεβαιώθηκε ήταν η οριζόντια κυριαρχία της Ν.∆. σε όλες τις δηµογραφικές και κοινωνικές οµάδες του πληθυσµού: βρέθηκε στην πρώτη θέση και στις ηλικίες 17-24 ετών µε ποσοστό 28,8%, έναντι 19,2% του ΣΥΡΙΖΑ, που κατέγραψε µια σχετικά υψηλή επίδοση σε σχέση µε τα µεγαλύτερα ηλικιακά κοινά, είδε όµως το αριστερόστροφο κοµµάτι της ελληνικής νεολαίας να διαχέεται σε σηµαντικά ποσοστά στο ΚΚΕ (8,2%), στην Πλεύση Ελευθερίας (6,8%) και στο ΜέΡΑ25 (6,6%).
Στον αντίποδα, οι «Σπαρτιάτες» είχαν καταφέρει να προσελκύσουν ένα αξιοσηµείωτο 7,8% της ελληνικής νεολαίας, επιβεβαιώνοντας την ακροδεξιά στροφή που έχει κάνει ένα τµήµα της από την περίοδο της Χρυσής Αυγής.
Τα τελευταία χρόνια η ελληνική νεολαία έχει πάψει να διαθέτει οµογενοποιηµένα χαρακτηριστικά που συγκροτούν µια συγκεκριµένη εκλογική και πολιτική ταυτότητα.
Εµφανίζει σαφείς διαχωρισµούς πάνω σε δύο βασικούς άξονες: το φύλο και το εκπαιδευτικό επίπεδο. Έχουµε, από τη µια, το κοµµάτι της νεολαίας που συµµετέχει στην Τριτοβάθµια Εκπαίδευση και εµφανίζει περισσότερο φιλελεύθερα χαρακτηριστικά και το τµήµα της νεολαίας που δεν είναι µέλος της πανεπιστηµιακής κοινότητας και το οποίο καταγράφεται ως πιο συντηρητικό. Όταν αυτό το κοµµάτι συνδυαστεί µε ένα χαµηλό εισοδηµατικό οικογενειακό υπόβαθρο, που διαιωνίζει το φαινόµενο της διαγενεακής φτώχειας, έχουµε το υπέδαφος για την ανάπτυξη εξτρεµιστικών απόψεων και αντιδραστικών συµπεριφορών, που εκφράζεται και πολιτικά. Επιπλέον, το γεγονός ότι σε ολόκληρο τον δυτικό κόσµο οι γυναίκες συµµετέχουν περισσότερο από τους άντρες στην Τριτοβάθµια Εκπαίδευση, σε συνδυασµό µε την ενδυνάµωση του νεοφεµινιστικού κινήµατος παγκοσµίως, καθιστούν τις γυναίκες φορείς φιλελεύθερων ιδεών και τους άντρες αυτής της ηλικίας πιο συντηρητικούς.
Εποµένως, η νεανική ψήφος θα πρέπει να ιδωθεί υπό ένα νέο πρίσµα, που δεν την αντιµετωπίζει ως ενιαία και αδιαίρετη, αλλά µε διαφοροποιήσεις τις οποίες προκαλούν το φύλο, το εκπαιδευτικό επίπεδο και οι προοπτικές της για µια θέση στην αγορά εργασίας.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 13/04/2024
*Αντώνης Παπαργύρης: Διευθυντής ερευνών GPO
Οι πολιτικοί φορείς καταστρώνουν ξεχωριστές στρατηγικές προσέγγισης για την ηλικιακή οµάδα των νέων από 17 έως 24 ετών, κάνοντας χρήση των νέων τεχνολογιών και των δυνατοτήτων που τους δίνουν τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης για µαζική απεύθυνση σε ένα τµήµα του εκλογικού σώµατος που:
α) έχει τον µικρότερο βαθµό εµπλοκής µε την πολιτική καθηµερινότητα και
β) οι πολιτικές του πεποιθήσεις βρίσκονται ακόµη υπό διαµόρφωση και δεν είναι στεγανοποιηµένες.
Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά οδηγούν τα κόµµατα σε έναν διαρκή ανταγωνισµό για την προσέλκυση των νέων ψηφοφόρων σε κάθε εκλογική διαδικασία, σε µια µάχη που έχει, ωστόσο, κυρίως σηµειολογική και συµβολική σηµασία και πολύ λιγότερο ουσιαστική επιρροή, αφού τα ποσοτικά δεδοµένα και το µέγεθος της συγκεκριµένης ηλικιακής οµάδας είναι το µικρότερο σε σχέση µε τα υπόλοιπα ηλικιακά γκρουπ και, ως εκ τούτου, αδύναµο να παράξει πολιτικές ανατροπές στους εκλογικούς συσχετισµούς.
Σε µια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου πλέον όλοι φαίνεται να συνειδητοποιούν το µέγεθος της δηµογραφικής συρρίκνωσης, η απόπειρα για την προσέλκυση της νεανικής ψήφου έχει χαρακτηριστικά στρατολόγησης και πολιτικής επένδυσης για το µέλλον και αποβλέπει λιγότερο σε άµεσα και απτά εκλογικά κέρδη.
∆εν πρέπει, βέβαια, να παραγνωρίζουµε το γεγονός ότι η µαζική συµµετοχή της νεολαίας σε έναν πολιτικό φορέα προσδίδει δυναµική πολλαπλάσια του αριθµητικού µεγέθους και προοπτική, ενώ αυτόµατα κατατάσσει τον πολιτικό φορέα στην πρωτοπορία των προοδευτικών δυνάµεων που εγγενώς εκπροσωπούν οι νέοι.
Θυµόµαστε όλοι ότι στις τελευταίες, διπλές εθνικές εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επενδύσει στη νεανική ψήφο, που προσδοκούσε ότι θα έφερνε την εκλογική ανατροπή.
Στις κάλπες αυτό που τελικά επιβεβαιώθηκε ήταν η οριζόντια κυριαρχία της Ν.∆. σε όλες τις δηµογραφικές και κοινωνικές οµάδες του πληθυσµού: βρέθηκε στην πρώτη θέση και στις ηλικίες 17-24 ετών µε ποσοστό 28,8%, έναντι 19,2% του ΣΥΡΙΖΑ, που κατέγραψε µια σχετικά υψηλή επίδοση σε σχέση µε τα µεγαλύτερα ηλικιακά κοινά, είδε όµως το αριστερόστροφο κοµµάτι της ελληνικής νεολαίας να διαχέεται σε σηµαντικά ποσοστά στο ΚΚΕ (8,2%), στην Πλεύση Ελευθερίας (6,8%) και στο ΜέΡΑ25 (6,6%).
Στον αντίποδα, οι «Σπαρτιάτες» είχαν καταφέρει να προσελκύσουν ένα αξιοσηµείωτο 7,8% της ελληνικής νεολαίας, επιβεβαιώνοντας την ακροδεξιά στροφή που έχει κάνει ένα τµήµα της από την περίοδο της Χρυσής Αυγής.
Τα τελευταία χρόνια η ελληνική νεολαία έχει πάψει να διαθέτει οµογενοποιηµένα χαρακτηριστικά που συγκροτούν µια συγκεκριµένη εκλογική και πολιτική ταυτότητα.
Εµφανίζει σαφείς διαχωρισµούς πάνω σε δύο βασικούς άξονες: το φύλο και το εκπαιδευτικό επίπεδο. Έχουµε, από τη µια, το κοµµάτι της νεολαίας που συµµετέχει στην Τριτοβάθµια Εκπαίδευση και εµφανίζει περισσότερο φιλελεύθερα χαρακτηριστικά και το τµήµα της νεολαίας που δεν είναι µέλος της πανεπιστηµιακής κοινότητας και το οποίο καταγράφεται ως πιο συντηρητικό. Όταν αυτό το κοµµάτι συνδυαστεί µε ένα χαµηλό εισοδηµατικό οικογενειακό υπόβαθρο, που διαιωνίζει το φαινόµενο της διαγενεακής φτώχειας, έχουµε το υπέδαφος για την ανάπτυξη εξτρεµιστικών απόψεων και αντιδραστικών συµπεριφορών, που εκφράζεται και πολιτικά. Επιπλέον, το γεγονός ότι σε ολόκληρο τον δυτικό κόσµο οι γυναίκες συµµετέχουν περισσότερο από τους άντρες στην Τριτοβάθµια Εκπαίδευση, σε συνδυασµό µε την ενδυνάµωση του νεοφεµινιστικού κινήµατος παγκοσµίως, καθιστούν τις γυναίκες φορείς φιλελεύθερων ιδεών και τους άντρες αυτής της ηλικίας πιο συντηρητικούς.
Εποµένως, η νεανική ψήφος θα πρέπει να ιδωθεί υπό ένα νέο πρίσµα, που δεν την αντιµετωπίζει ως ενιαία και αδιαίρετη, αλλά µε διαφοροποιήσεις τις οποίες προκαλούν το φύλο, το εκπαιδευτικό επίπεδο και οι προοπτικές της για µια θέση στην αγορά εργασίας.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 13/04/2024
*Αντώνης Παπαργύρης: Διευθυντής ερευνών GPO