Oύτε µία ούτε δύο αλλά 11 αναγκαίες διορθώσεις στον νόµο Κατρούγκαλου βρίσκονται στο µικροσκόπιο του υπουργείου Εργασίας, καθώς αφορούν ανατροπές που έγιναν την περίοδο 2015-2016 και ταλανίζουν χιλιάδες συνταξιούχους, καθώς πρόκειται για «κρυφές» αδικίες στο ασφαλιστικό σύστηµα που καθορίζουν και τα επόµενα βήµατα στην κυβερνητική ατζέντα.
Τα ψιλά γράμματα του Ασφαλιστικού
Συγκεκριµένα, στα ψιλά γράµµατα του Ασφαλιστικού βρίσκονται σοβαρά θέµατα όπως:
Η ύπαρξη κατώτατου ορίου, κάτω από το οποίο δεν θα µπορεί να πέσει µια σύνταξη. Ωστόσο, σύµφωνα µε ΚΥΑ (επί θητείας Χαϊκάλη), µια σύνταξη χηρείας µπορεί να πέσει πολύ κάτω από τα 382 ευρώ της εθνικής σύνταξης µε 15ετή ασφάλιση.
Η Ελλάδα έχει τα υψηλότερα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Το έχει παραδεχθεί τόσο η υπουργός ∆όµνα Μιχαηλίδου όσο και ο κ. Τσακλόγλου, καθώς µετά το 67ο υπάρχει και το 72ο έτος (υπό προϋποθέσεις) για έξοδο από την αγορά εργασίας.
Οι συνταξιούχοι µε µεικτές αποδοχές από κύριες συντάξεις άνω των 1.400 ευρώ και επικουρικές άνω των 300 ευρώ πληρώνουν διπλή φορολογία. Εκτός από τη φορολογική κλίµακα (22% από 10.000 έως 21.999 ευρώ, ενώ για µεγαλύτερα ποσά ετήσιου εισοδήµατος 32% κ.ο.κ.) πληρώνουν και εισφορά αλληλεγγύης. Έτσι, αυτή η κατηγορία συνταξιούχων επιβαρύνεται µε ποσά φόρου άνω του 50% από το πρώτο ευρώ (µαζί µε την εισφορά Υγείας).
Εκκρεµούν οι δικαστικές αποφάσεις για την απόδοση των αναδροµικών της περιόδου Ιουνίου 2015-Μαΐου 2016 (δώρα Χριστουγέννων - Πάσχα και επίδοµα αδείας) και δεν διορθώθηκαν τα ποσοστά των επικουρικών συντάξεων.
∆ιπλή αντιµετώπιση επιφυλάσσεται στις συντάξεις χηρείας που πέφτουν σε ποσοστό 35% επί των αποδοχών του άµεσα ασφαλισµένου (θανόντος). Μάλιστα ο νόµος προβλέπει την αποκοπή και της εθνικής σύνταξης σε περίπτωση συνταξιοδότησης εξ ιδίου δικαιώµατος (µη καταβολή διπλής εθνικής σύνταξης). Κάτι που, όταν εφαρµοστεί, θα µετατρέψει τη σύνταξη χηρείας σε απλό προνοιακό επίδοµα. Σε ορισµένες περιπτώσεις η σύνταξη χηρείας περικόπτεται στο 35% µετά την τριετία (σε περίπτωση εργασίας ή λήψης σύνταξης εξ ιδίου δικαιώµατος), όπως στον ΟΓΑ ή στο ∆ηµόσιο, αλλά δεν συµβαίνει το ίδιο στα άλλα επιµέρους Ταµεία. Με αποτέλεσµα οι εν λόγω δικαιούχοι (κυρίως χήρες) να χρεώνονται µε αχρεωστήτως καταβληθείσες συντάξεις και να επιβαρύνονται µε επιπλέον εισφορές Υγείας, φόρο και εισφορά αλληλεγγύης.
Στην περίπτωση δε των αγροτών/ αγροτισσών, µε τη λήψη της σύνταξης χηρείας αποκόπτεται εντελώς το κοινωνικό µέρος της σύνταξης ΟΓΑ, µε αποτέλεσµα η σύνταξη εξ ιδίου δικαιώµατος να µετατρέπεται σε χαρτζιλίκι.
Οι συντάξεις των αγροτών, ειδικά της περιόδου 2019-2020, είναι κατώτερες της σύνταξης ανασφάλιστου ηλικιωµένου (µικρότερες των 400 ευρώ µεικτά), καίτοι και στις δύο περιπτώσεις εκδίδονται στο 67ο έτος της ηλικίας, ενώ οι αγρότες είχαν καταβάλει εισφορές για 30 ή και περισσότερα χρόνια. Οι αγρότες δεν δικαιούνται ακόµη ολόκληρη την εθνική σύνταξη, την οποία λαµβάνουν όλοι οι ασφαλισµένοι του αστικού τοµέα, ακόµη και οι οµογενείς ή οι µετανάστες που διαβιούν 30 χρόνια στην Ελλάδα.
Στις περιπτώσεις σύνταξης αναπηρίας δεν καταβάλλεται ολόκληρη η εθνική σύνταξη, ανεξαρτήτως ετών ασφάλισης του δικαιούχου. Σε περίπτωση που το ποσοστό αναπηρίας είναι κάτω του 80% µειώνεται η εθνική σύνταξη κατά 25% και περιορίζεται στο 50% για ποσοστό αναπηρίας κάτω του 67%.
Η παρακράτηση του 10% από την αµοιβή επί της εργασίας υπέρ ΕΦΚΑ δεν ισχύει για τις χήρες/χήρους. Σε αυτές τις περιπτώσεις αποκόπτεται το 50% της σύνταξης που λαµβάνουν σε περίπτωση ανάληψης εργασίας. Ακόµη και αν η χήρα είναι στην ηλικία των 30 ή 40 ετών και πρέπει να µεγαλώσει την οικογένειά της, ακόµη και αν τα ορφανά παιδιά θέλουν να εργαστούν, έστω παροδικά, για να συµπληρώσουν το εισόδηµά τους ενόσω σπουδάζουν.
Στους παλαιούς ασφαλισµένους (έως 12/5/2016) δεν επιτρέπεται η αναγνώριση του παράλληλου χρόνου ασφάλισης, για τον οποίο δεν ελήφθη δεύτερη σύνταξη. Αυτός ο χρόνος δεν υπολογίστηκε κατά την αίτηση συνταξιοδότησης (προ του νόµου 4387/2016), καθώς τότε η συµπερίληψή του δεν τροποποιούσε (βελτίωνε) το ποσό της σύνταξης. Μέχρι το 2016 (ν. 4387) τα επιµέρους Ταµεία σε πολλές περιπτώσεις έδιναν πλήρη σύνταξη µε 32 ή 35 έτη ασφάλισης. Με αποτέλεσµα οι παλαιοί συνταξιούχοι να µην καταθέσουν-συµπεριλάβουν χρόνο προγενέστερης απασχόλησης σε άλλο κλάδο (περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης σε ΙΚΑ και φορέα του ∆ηµοσίου ή Ειδικό Ταµείο ∆ΕΚΟ - τραπεζών). Ο νόµος δεν τους επιτρέπει τώρα να κάνουν χρήση αυτού του (πρόσθετου) χρόνου ώστε να βελτιώσουν τις αποδοχές τους.
Το θέµα του εργόσηµου. Χρησιµοποιείται από εργοδότες κυρίως στην αγροτική παραγωγή και ασφαλίζεται προσωπικό µε εξαρτηµένη σχέση εργασίας, που φαίνεται να εργάζεται κατά αποκοπή.