Η σημερινή κοινωνία της Ελλάδας είναι μια κοινωνία που ίσως κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί τη νύχτα της 23ης προς 24 Ιουλίου, όταν ξεκινούσε επίσημα η αποκαθήλωση της επταετούς δικτατορίας, που είχε επιφέρει τη μεγαλύτερη σύγχρονη τραγωδία για τον Ελληνισμό: την κυπριακή τραγωδία.

Η Ελλάδα του 2024 είναι μια ανεπτυγμένη κοινωνία, πλήρες μέλος του δυτικού κόσμου, αν και κλήθηκε να αναμετρηθεί με αυτή την υπαρξιακή για τη χώρα επιλογή την περίοδο των Μνημονίων, ενώ αποτελεί ίσως το πιο σταθερό παράδειγμα Δημοκρατίας για την περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, που στέκεται με θάρρος απέναντι στη λογική της επιβολής της ισχύος και της εγκαθίδρυσης περιφερειακών δυνάμεων. Στα 50 αυτά χρόνια συνέβησαν πολλά. Επρεπε να ξεπεραστεί η «κρίση των θεσμών», που ταλάνισε την Ελλάδα ολόκληρη τη δεκαετία του ’60 και οδήγησε στη Χούντα των Συνταγματαρχών.

Το νέο Σύνταγμα έπρεπε να λειτουργήσει συμπεριληπτικά, το πολιτικό σύστημα να μάθει να λειτουργεί με σύγχρονους, δημοκρατικούς όρους, να μεταβληθούν οι πολιτικές και κοινωνικές νοοτροπίες και προϋποθέσεις που θα εδραίωναν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και θα την καθιστούσαν ισχυρή απέναντι στους εξωγενείς παράγοντες. Παράλληλα, όμως, έρχονταν στην επιφάνεια και μια σειρά κορυφαίων ζητημάτων, όπως η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, η κοινωνική επιτάχυνση μέσω σημαντικών ρυθμίσεων και η διεύρυνση της οικονομικής ευημερίας. Μέσα από έναν συχνά ασταθή δρόμο, με πολλά τούνελ και ασυνέχειες, η πρόοδος της χώρας είναι δεδομένη σε αυτά τα 50 χρόνια. Ομως, αν σε αυτά τα 50 χρόνια το δημοκρατικό κεκτημένο, η ευρωπαϊκή πορεία και η οικονομική εξέλιξη θεωρούνται δεδομένα, μια σειρά νέων προκλήσεων έρχονται να βάλουν δομικά ζητήματα στο οικοδόμημα αυτής της 50ετίας.

Το δημογραφικό ζήτημα, η γεωστρατηγική ανασφάλεια που προκαλεί η γείτων, αλλά και η ευρύτερη αστάθεια στα Βαλκάνια, που επανέρχεται, η οικονομική ευθραυστότητα του νεοελληνικού οικοδομήματος, αλλά και η έλλειψη ενός συνεκτικού οράματος μπορεί να αποτελέσουν ή και να αποτελούν δυνητικούς παράγοντες διάλυσης ακόμα και αυτών που θεωρούμε κεκτημένα. Προφανώς, σε όλα τα προαναφερθέντα ζητήματα δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, αλλά πρέπει να δοθούν λύσεις και αυτές δεν μπορούν να υπάρξουν μέσα ούτε από την υπεραπλούστευση ή την άκρατη ιδεολογικοποίηση της δεκαετίας του ’80 ούτε όμως και μέσα από τις θεωρίες συνωμοσίας που από το 2008 έως το 2015 ταλάνισαν και τραυμάτισαν σχεδόν ανεπανόρθωτα τη χώρα, φέρνοντάς τη πίσω σε πολλά επίπεδα. Η διαφύλαξη και προάσπιση της επόμενης 50ετίας είναι ένα μεγάλο διακύβευμα, που μέσα σε έναν πολύπλοκο κόσμο θέλει σοβαρή και μεθοδική δουλειά για να εξασφαλιστεί.

Και μια προσωπική ιστορία αυτής της 50ετίας. Ξεκίνησα από ένα χωριό των Χανίων για να έρθω στην Αθήνα και να βρω την ευκαιρία δημιουργίας μέσα από την επαγγελματική ενασχόλησή μου με τη δημοσιογραφία, να δημιουργήσω έναν ειδησεογραφικό όμιλο που απασχολεί εκατοντάδες εργαζομένους, δίνοντας τη μάχη μέσα στο δημοκρατικό πλαίσιο υπεράσπισης αλλά και ελέγχου του. Η δημοκρατική λειτουργία επέτρεψε τη δική μου κοινωνική κινητικότητα, όπως και εκατοντάδων χιλιάδων άλλων Ελλήνων, αλλά και τη δυνατότητα να κάνουμε μια δουλειά που μόνο μέσα στη Δημοκρατία θα μπορούσε να υπάρξει. Η δημοσίευση είναι η ψυχή της Δικαιοσύνης, έλεγε ο μεγάλος Ελβετός φιλέλληνας Ιωάννης-Ιάκωβος Μάγερ μέσα από τα τσακισμένα τείχη του Μεσολογγίου. Αλλά και της Δημοκρατίας επίσης. Και το δημοκρατικό κεκτημένο αυτής της 50ετίας είναι ένα κεκτημένο καθόλου αυτονόητο για τη νεότερη Ιστορία της πατρίδας και του κράτους μας. Και πρέπει να το διαφυλάξουμε και ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές, αλλά και ως μια δικλείδα ασφαλείας για την ίδια μας την ύπαρξη στην περιοχή.

Η δημοκρατική σταθερότητα αποτελεί εγγύηση και για την ασφάλεια της χώρας - κάθε φορά που κλονίστηκε, οι συνέπειες ήταν τραγικές. Οπως έλεγε και ο μεγάλος Ιταλός συγγραφέας Αλμπέρτο Μοράβια, που βασανίστηκε από το φασιστικό καθεστώς, η Δημοκρατία είναι ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης.