Μισό αιώνα μετά την κατάρρευση του καθεστώτος της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου, μια αντικειμενική ματιά των όσων συνέβησαν μέσα στην πεντηκονταετία που διανύουμε είναι υποχρεωμένη να επισημάνει τις προόδους που έγιναν αλλά και τις μειονεξίες που καταγράφηκαν.

Ευθύνη τόσο για την πρόοδο της χώρας όσο και για τα πισωγυρίσματα, που άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στο κορμί της Ελλάδας, έχει ασφαλώς το νέο πολιτικό σύστημα, που διαμορφώθηκε σε αντικατάσταση του επταετούς διάρκειας, αυταρχικού καθεστώτος των συνταγματαρχών. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το βασικό όφελος της Μεταπολίτευσης είναι ότι στη διάρκειά της και χάρη στον Κωνσταντίνο Καραμανλή θεμελιώθηκε η μακροβιότερη Δημοκρατία στην ελληνική Ιστορία, ειδικώς μάλιστα αν συγκριθεί με το πολιτικό σκηνικό και τις συνθήκες του που ίσχυσαν στον Μεσοπόλεμο.

Ομως, εκτός από τη θεμελίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος -το οποίο κατά καιρούς δυναμιτίζουμε παραβαίνοντας βασικούς κανόνες λειτουργίας του, από το ίδιο μάλιστα το πολιτικό σύστημα- και την είσοδό μας στην ΕΟΚ με την επιμονή του Κωνσταντίνου Καραμανλή και τη χάρη που του έκαναν κορυφαίοι Ευρωπαίοι ηγέτες που τον υπολήπτονταν, δεν πρέπει να παραβλέψουμε μια μεγάλη ευθύνη των κομμάτων της Μεταπολίτευσης. Την ευθύνη τους στη δημιουργία ενός δυσθεώρητου χρέους, το οποίο πληρώσαμε ακριβά με σειρά Μνημονίων. Η μετάβαση στην πολιτική ομαλότητα και στη Δημοκρατία επανέφερε για μεγάλο χρονικό διάστημα -πλην μιας μικρής παρένθεσης το 1989- το σύστημα του δικομματισμού, που ίσχυε εν πολλοίς και πριν από τη δικτατορία, με την ΕΡΕ και την Ενωση Κέντρου να είναι, τότε, οι βασικές διεκδικήτριες της εξουσίας.

Μόνο που στα χρόνια της Μεταπολίτευσης τα δύο προδικτατορικά κόμματα είχαν υποκατασταθεί από τη Νέα Δημοκρατία, που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, το οποίο μάλιστα κυριάρχησε για εντυπωσιακά μεγάλο χρονικό διάστημα στα πολιτικά πράγματα από τη θέση του κυβερνώντος κόμματος. Ενα άλλο νέο χαρακτηριστικό της Μεταπολίτευσης υπήρξαν και οι κυβερνήσεις συνεργασίας, οι οποίες μάλιστα εμφανίστηκαν μετά την κρίση και ασφαλώς είχαν μεγαλύτερη διάρκεια και συνοχή από τις εναλλασσόμενες κυβερνήσεις συνεργασίας της ιδιαίτερα ρευστής και ταραχώδους εποχής του Μεσοπολέμου στη χώρα. Η πρώτη συνεργατική κυβέρνηση, που θα λέγαμε, μάλιστα, ότι ήταν «και ειδικού σκοπού», από τα γεγονότα που την προκάλεσαν, ήταν το 1989. Σκοπός της ήταν η αποκληθείσα «κάθαρση» υπό το φως του σκανδάλου Κοσκωτά. Ηταν μια κυβέρνηση από τη Νέα Δημοκρατία και τα κόμματα της Αριστεράς (Φλωράκη και Κύρκο). Πρωθυπουργός της ήταν ο Τζαννής Τζαννετάκης.

Στις πρώτες εκλογές του Νοεμβρίου του 1989 δεν βγήκε αυτοδύναμη κυβέρνηση, λόγω εκλογικού συστήματος, οπότε σχηματίστηκε η οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα. Το ενδιαφέρον στοιχείο της κυβέρνησης αυτής ήταν ότι στηριζόταν από τα δύο μεγάλα κόμματα που βρίσκονταν σε οξεία αντιπαράθεση με την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Στη στήριξη της κυβέρνησης εκείνης συγκατατέθηκε και ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου. Είκοσι χρόνια μετά, είχαμε, λόγω οικονομικής κρίσης, κυβερνήσεις συνεργασίας. Η πρώτη ήταν το 2011. Ηταν τρικομματική, την αποτελούσαν το ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία και ο ΛΑΟΣ, με επικεφαλής τον τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμο, για να διαχειριστεί τις συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ενωση για την οικονομική διάσωση της χώρας. Επειτα από δύο αναμετρήσεις, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2012, σχηματίστηκε η τέταρτη κατά τα χρόνια της Μεταπολίτευσης κυβέρνηση συνεργασίας, την οποία απάρτιζαν, με επικεφαλής ως πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά, η Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ με τον Ευάγγελο Βενιζέλο και η ΔΗΜ.ΑΡ. του Φώτη Κουβέλη. Η πέμπτη κυβέρνηση συνεργασίας προέκυψε από τις εκλογές του 2015 και είχε και έναν παρά φύσιν πολιτικό χαρακτήρα, διότι συνεργάστηκαν για να τη σχηματίσουν δύο κόμματα ευρισκόμενα σε δύο αντίθετα ιδεολογικά άκρα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα και οι Ανεξάρτητοι Ελληνες υπό τον Πάνο Καμμένο. Η αντικειμενική ματιά για τα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης δεν μπορεί να παραβλέψει φαινόμενα διαπλοκής, αδιαφάνειας και διαφθοράς, τα οποία αναδείχθηκαν κατά την πολυετή διακυβέρνηση συγκεκριμένου κόμματος. Και η δυσάρεστη αυτή πραγματικότητα θεμελιώνεται: Ÿ Στις Εκθέσεις της Διεθνούς Διαφάνειας που χαρακτήριζαν την Ελλάδα ως μία από τις διεφθαρμένες χώρες της Ευρώπης. Ÿ Στις Εκθέσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, που κατήγγελλε τις δημόσιες υπηρεσίες ότι αρνούνταν να συνεργαστούν με την Υπηρεσία του, διότι επεδίωκαν να συγκαλύψουν παράνομες πράξεις. Ÿ

Στις βαριές κατηγορίες της εποχής ότι «η διαφθορά των υψηλά ισταμένων του δημόσιου τομέα συνεχίζει να διευκολύνεται μέσω υπεράκτιων εταιρειών, οι οποίες, με την ανοχή της κυβέρνησης, διαχειρίζονται τα δημόσια έργα και τις προμήθειες…». Ÿ Στις μελέτες του ΙΟΒΕ και του Παντείου, στις οποίες διαπιστωνόταν το εντυπωσιακό εύρος της διαφθοράς στην κρατική μηχανή, μιας διαφθοράς που έχει τα πρότυπά της, αλλά και την ανοχή των κυβερνώντων, είτε διά της αδιαφορίας τους είτε διά της σιωπής τους. Ÿ Σε έξι σφυγμομετρήσεις της εποχής, όπου είχαν ερωτηθεί οι πολίτες σε ποιους τομείς θεωρούσαν ότι υπήρχε διαφθορά και τους είχαν αναφέρει ονομαστικώς. Η Δημοκρατία πάντως, την οποία απολαμβάνουμε για το μακρύτερο χρονικά διάστημα στην Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, δεν είναι απλώς η ανάδειξη, με ελεύθερες εκλογές και τη συμμετοχή του λαού, των κυβερνήσεων που αναλαμβάνουν τις τύχες της χώρας. Είναι και πολλά άλλα.

Και η αντικειμενική ματιά την οποία προλογικώς αναφέραμε επιβάλλει να επισημάνουμε ότι στα 50 αυτά χρόνια: Ÿ Καθυστέρησαν οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Ÿ Υπήρξαν πολιτικές ηγεσίες κατώτερες των περιστάσεων, που εκμαύλισαν τους πολίτες. Ÿ

Βιώσαμε μια επίπλαστη ευμάρεια μέσω ασύστολων δανειοδοτήσεων, που παρέβλεπαν τις επιπτώσεις ενός άδηλου «αύριο», το οποίο αποδείχτηκε αμείλικτο. Ÿ Κατασπαταλήθηκαν πόροι και διαπιστώθηκε διάλυση της παραγωγικής δομής της χώρας. Πολλοί υποστήριξαν, για να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων και ως μετά Χριστόν προφήτες τις παραπάνω διαπιστώσεις, ότι ο Καραμανλής, όταν επανήλθε στην Ελλάδα, δεν φρόντισε να ανανεώσει το πολιτικό προσωπικό. Ψευδέστατο. Και ανανέωση υπήρξε, αλλά ήταν αναγκαίο για να ορθοποδήσει το κράτος στα δύσκολα πρώτα χρόνια της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας να μετάσχουν στην προσπάθεια αυτή και πολιτικές προσωπικότητες της προδικτατορικής περιόδου με τη διακυβερνητική εμπειρία που είχαν αλλά και τη διδαχή από το πάθημα της δικτατορίας, που τους έκανε πολιτικά σοφότερους.