Τα νέα δεδοµένα που έχουν προκύψει στο πολιτικό σκηνικό µετά τις πρόσφατες ευρωεκλογές, καθώς και οι ζυµώσεις που έχουν προκύψει στην Κεντροαριστερά µε φόντο τη συζήτηση για την ενοποίηση του χώρου έχουν ενεργοποιήσει τα ανακλαστικά των συνεργατών και των συνοµιλητών του πρωθυπουργού, οι οποίοι ιχνηλατούν µε προσοχή τα γεγονότα και τις ισορροπίες, προκειµένου να εξασφαλιστούν η διατήρηση της «γαλάζιας» κυριαρχίας και η αταλάντευτη προσπάθεια για την επίτευξη των κυβερνητικών στόχων.

Στο πλαίσιο αυτό και µετά τις τάσεις που αποτυπώθηκαν στις κάλπες της 9ης Ιουνίου, καθώς και ενόψει των µεγάλων προκλήσεων σε ό,τι αφορά τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, στελέχη του Μεγάρου Μαξίµου, αλλά και πρόσωπα πέριξ του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος έχουν αρχίσει να πραγµατοποιούν σειρά εισηγήσεων για αλλαγή του εκλογικού νόµου, στην κατεύθυνση της περαιτέρω διευκόλυνσης του στόχου της αυτοδυναµίας, προκειµένου να αποφευχθεί η αρνητική προοπτική της πολιτικής αστάθειας σε µια τόσο κρίσιµη συγκυρία τόσο εντός, όσο και εκτός συνόρων, όπως τουλάχιστον διαφαίνεται για τα επόµενα χρόνια. Μάλιστα, οι πλέον φανατικοί υπέρµαχοι της άποψης αυτής προχωρούν ένα βήµα περισσότερο, ορίζοντας χρονικά την προώθηση των εν λόγω ρυθµίσεων τους αµέσως επόµενους µήνες και µε αφορµή την προαναγγελθείσα κοινοβουλευτική διαδικασία για επέκταση της επιστολικής ψήφου και σε επίπεδο εθνικών εκλογών. Ως βάση της επιχειρηµατολογίας τους προβάλλουν το χαµήλωµα του πήχυ της αυτοδυναµίας, καθώς το 28%, όπως και να ’χει και ανεξαρτήτως της παραµέτρου του καθαρού πολιτικού χρόνου µέχρι τις επόµενες κάλπες, βάζει στην εξίσωση διαφορετικούς παράγοντες, έστω κι αν επρόκειτο για µια πιο χαλαρή εκλογική αναµέτρηση.

«Πρέπει να είµαστε έτοιµοι για παν ενδεχόµενο. Παρά την πτώση σε σχέση µε πέρυσι, οι πολίτες κατέδειξαν ότι δεν εµπιστεύονται άλλον πολιτικό φορέα περισσότερο από τη Ν.∆. και ως εκ τούτου οφείλουµε να διασφαλίσουµε συνθήκες οµαλότητας και σταθερότητας στη χώρα», επισηµαίνουν χαρακτηριστικά οι εν λόγω κύκλοι, οι οποίοι, εκτός των άλλων και παρά την ξεκάθαρη αποστροφή του Κ. Μητσοτάκη σε αυτού του είδους τις επιλογές, θέτουν και το ζήτηµα της πιθανότητας ακόµα και πρόωρης προσφυγής στη λαϊκή ετυµηγορία.

Μείωση ποσοστού

«Τα επόµενα χρόνια δεν θα είναι ευθεία γραµµή για την κυβέρνηση και έστω κι αν η αντιπολίτευση δεν σχηµατίσει δυναµική εξουσίας θα παίξει όσο µπορεί το χαρτί της αποσταθεροποίησης», τονίζουν µε νόηµα. Σε ό,τι αφορά το περιεχόµενο και τις λεπτοµέρειες του εκλογικού συστήµατος που προτείνουν, τοποθετούν σε πρώτη γραµµή τη συλλήβδην µείωση του ποσοστού που απαιτείται για την αυτοδυναµία (υπό προϋποθέσεις, θα αποτελούσε βάση συζήτησης σύµφωνα µε τις σχετικές αναλύσεις, ακόµα και το 36%-36,5%) παραπέµποντας στο παράδειγµα της Μεγάλης Βρετανίας (αλλά και σε άλλες περιπτώσεις χωρών της ∆ύσης), όπου το Εργατικό Κόµµα του Στάρµερ κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία, συγκεντρώνοντας σχεδόν 34%.

Στην κατεύθυνση αυτή, γίνεται και µια σειρά προτάσεων, όπως η προσµέτρηση της διαφοράς µεταξύ πρώτου και δεύτερου κόµµατος, όσον αφορά πιθανώς την κατανοµή των εδρών και το ύψος του µπόνους, καθώς και άλλες παράλληλες προβλέψεις αναφορικά κυρίως µε τους µικρότερους σχηµατισµούς και δη εκείνους που µένουν εκτός της Βουλής - οι οποίες προβλέψεις θα µπορούσαν να ανοίξουν διάπλατα την πόρτα µιας τρίτης αυτοδύναµης κυβέρνησης της Ν.∆., αν και εφόσον οι πολίτες έδιναν και πάλι τη δυνατότητα αυτή στη σηµερινή, κυβερνώσα παράταξη.

Ο αντίλογος, φυσικά, έχει να κάνει µε τις παραδοσιακές αντιλήψεις και τη σταθερά προσανατολισµένη στη θεσµικότητα λογική του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος, παρά τις αντίστοιχες εισηγήσεις που είχε δεχθεί εν µέσω της πρώτης πρωθυπουργικής του θητείας, ούτε προέβη σε αλλαγή του εκλογικού νόµου (του συστήµατος που η Ν.∆. είχε υπερψηφίσει στο Κοινοβούλιο και εξαρχής κρίθηκε ανεπαρκής από ουκ ολίγους κυβερνητικούς παράγοντες), ούτε αποφάσισε να στήσει πρόωρες κάλπες, όταν η πολιτική και κοινωνική συνθήκη φάνταζε ιδανική για τον ίδιο. Πολλώ δε µάλλον δεν θα προχωρούσε, όπως λένε οι γνωρίζοντες, σε µια τέτοια πρωτοβουλία ενώ ακόµη µεσολαβεί για το επόµενο µεγάλο ραντεβού µια γεµάτη τριετία, που τη χαρακτηρίζει η γενικότερη ρευστότητα. Από κει και πέρα, βέβαια, ουδείς µπορεί να προδιαγράψει τα µελλούµενα και το κατά πόσο οι επερχόµενες προκλήσεις µπορούν να επηρεάσουν τη σκέψη και εντέλει τη στρατηγική του Μεγάρου Μαξίµου.

Οι 200

Υπενθυµίζεται ότι, για να ισχύσει ένας νόµος από την επικείµενη κιόλας εθνική κάλπη, θα πρέπει να βρεθούν 200 κοινοβουλευτικές ψήφοι, ενώ µε 151 η ισχύς του µεταφέρεται στη µεθεπόµενη εκλογική αναµέτρηση, η οποία πάντως και ανάλογα µε τις καταστάσεις θα µπορούσε να ακολουθήσει σε διάστηµα ολίγων ηµερών, όπως συνέβη και πέρυσι µεταξύ της 21ης Μαΐου και της 25ης Ιουνίου του 2023. Αντιθέτως, σε ό,τι αφορά την έγκριση της επιστολικής ψήφου για τους Ελληνες του εξωτερικού και στις εθνικές εκλογές, µετά τις ευρωεκλογές, χρειάζεται να βρεθούν άπαξ και διά παντός 200 ψήφοι, αλλιώς η ρύθµιση θα απορριφθεί αυτόµατα. Στο µέτωπο της χρήσης της για τους εντός συνόρων ψηφοφόρους, όπως συνοµολογούν οι ειδικοί, πρόκειται για θέµα ερµηνείας του Συντάγµατος, κυρίως σε ό,τι αφορά το κοµµάτι της δυνατότητας ψήφου στους πολίτες που θα επιλέξουν την επιστολική πριν από την προκαθορισµένη ηµεροµηνία διεξαγωγής της αναµέτρησης.

*Δημοσιεύτηκε στη Κυριακάτικη Απογευματινή