Η περίοδος της Μεταπολίτευσης ξεκινάει το 1974, μετά την πτώση της δικτατορίας, και κλείνει τον κύκλο θεμελίωσης της Ελληνικής Δημοκρατίας. Αποτελεί τη σημαντικότερη περίοδο του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αφού συντελούνται μια σειρά από δομικές αλλαγές με μεγάλο κοινωνικό αντίκτυπο.

Με την έναρξη της Μεταπολίτευσης κλείνουν και οι τελευταίες πληγές του εμφυλίου και πραγματοποιείται μια ομαλή και χωρίς περιπέτειες μετάβαση στη δημοκρατία, παρά κάποια επιμέρους γεγονότα πόλωσης και διχασμού. Με ευθύνη συνολικά της πολιτικής τάξης της τότε περιόδου, η δημοκρατία εδραιώνεται στη χώρα και συγκροτείται ο κεντρικός πυρήνας του δημοκρατικού μας συστήματος. Σήμερα, 50 χρόνια μετά, η αποτίμηση και το ισοζύγιο των χρόνων της Μεταπολίτευσης καταγράφονται ως θετικά. Παρά την έλλειψη λειτουργίας σημαντικών θεσμικών αντίβαρων, οι δημοκρατικοί θεσμοί ισχυροποιούνται, ο κοινοβουλευτισμός λειτουργεί στην πληρότητά του και η λαϊκή βούληση εκφράζεται αδιαλείπτως.

Αν και η πολιτική διαχείριση της Μεταπολίτευσης γέννησε παθογένειες, που αναδείχτηκαν στη μέγιστή τους διάσταση τα τελευταία 15 χρόνια με την έλευση της οικονομικής κρίσης, εντούτοις δημιούργησε σημαντικά οφέλη στο ελληνικό κράτος και στους πολίτες του. Η ένταξη της χώρας στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια, η εισροή ευρωπαϊκών πόρων, η ενδυνάμωση της παρουσίας της χώρας και η συμμετοχή σε διεθνή φόρα κατέστησαν την Ελλάδα κορυφαίο «παίκτη» στον χώρο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Δυστυχώς, τα πλεονεκτήματα και οι πόροι που προέκυψαν από την ευρωπαϊκή συμμετοχή της χώρας δεν αξιοποιήθηκαν επαρκώς.

Το πολιτικό κόστος χαρακτήρισε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, διατρέχοντας οριζόντια το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του, το οποίο αντιστάθηκε σε μεταρρυθμίσεις και αλλαγές που θα ωφελούσαν τελικά το κοινωνικό σύνολο. Οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, οι ελλειμματικοί προϋπολογισμοί και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η δυσλειτουργία της διοίκησης, όλα χαρακτηριστικά χαμηλής ανταγωνιστικότητας, δημιούργησαν μια εύθραυστη οικονομία, η οποία στην πρώτη μεγάλη διεθνή κρίση κατέρρευσε. Η Μεταπολίτευση βρήκε τη δημόσια Υγεία σε σημείο καμπής, αντιμέτωπη με πολλαπλά προβλήματα, όπως η δυσαναλογία χρηματοδότησης με τις ανάγκες, οι γεωγραφικές ανισότητες στην παροχή υπηρεσιών υγείας, η έλλειψη γενικότερου συντονισμού και οι αναποτελεσματικές πρακτικές. Ακολούθησαν κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις για μεταρρυθμίσεις στο σύστημα Υγείας. Δημιουργήθηκαν τρία μεγάλα πανεπιστημιακά νοσοκομεία και σημαντικός αριθμός Αγροτικών Ιατρείων και Κέντρων Υγείας.

Τα δομικά προβλήματα του συστήματος Υγείας εντάθηκαν και το 1983 επιχειρήθηκε η πρώτη ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση, με τη δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) της χώρας, στη βάση της αρχής ότι «η υγεία είναι κοινωνικό αγαθό που θα πρέπει να παρέχεται από το κράτος, ανεξάρτητα από την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των πολιτών της χώρας». Η ψήφιση του ιδρυτικού νόμου του ΕΣΥ (Ν. 1397/1983) άνοιξε τον δρόμο για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος Υγείας, στοχεύοντας στην αποκέντρωση, στο ενιαίο πλαίσιο λειτουργίας, στη δίκαιη κατανομή πόρων, στην ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και στην αρτιότερη οργάνωση της νοσοκομειακής υγείας.

Το ΕΣΥ συνέχισε απρόσκοπτα τη λειτουργία του τις επόμενες δεκαετίες έως το 2004, με ενδιάμεσες επιμέρους μεταρρυθμίσεις, που αφορούσαν τους όρους απασχόλησης των ιατρών, τη δημιουργία περιφερειακών αρχών για την υγεία και τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας (ΠεΣΥΠ). Είκοσι χρόνια εφαρμογής του νόμου ανέδειξαν δυσλειτουργίες στην παροχή ποιοτικών υπηρεσιών και το 2004 θεσπίστηκε ένα σύνολο σημαντικών μεταρρυθμίσεων για τη βιωσιμότητά του και τη συγκράτηση των δαπανών, οι οποίες, όμως, τελικά δεν εφαρμόστηκαν.

Το 2007 ακόμα μία προσπάθεια μεταρρυθμίσεων αναφορικά με το χωλαίνον σύστημα προμηθειών έπεσε στο κενό. Δυστυχώς, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που όφειλαν να γίνουν στο ΕΣΥ δεν εφαρμόστηκαν, είτε λόγω σύγκρουσης συμφερόντων είτε λόγω πολιτικών διαφορών είτε λόγω αδυναμίας της δημόσιας διοίκησης, και ακολούθησαν την οδυνηρή σισύφεια πεπατημένη πολλών δομικών μεταρρυθμίσεων στη χώρα τα χρόνια της Μεταπολίτευσης: οι μεταρρυθμίσεις που σχεδιάζονται και ψηφίζονται τελικά δεν εφαρμόζονται, λόγω εναλλαγών κυβερνήσεων και υπουργών, που αναιρούν προηγούμενους νόμους και αποφάσεις. Κάπως έτσι το ελληνικό κράτος οδηγήθηκε στην κρίση του 2009, την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, την είδοδό μας στο ΔΝΤ και την εφαρμογή των μνημονίων.

Ο τομέας της Υγείας πλήρωσε πολύ ακριβά την οικονομική κρίση. Αφενός οι πολιτικές λιτότητας και αφετέρου η σημαντική εκροή ιατρονοσηλευτικού προσωπικού προς το εξωτερικό τραυμάτισαν το σύστημα Υγείας. Εδώ απαιτήθηκαν ίσως και οι περισσότερες μεταρρυθμίσεις: ο διαχωρισμός των Ταμείων και κλάδων Υγείας από το συνταξιοδοτικό, η δημιουργία του ΕΟΠΥΥ και του νέου συστήματος προμηθειών, η ένταξη των νοσοκομείων του ΙΚΑ στο ΕΣΥ, η ηλεκτρονική συνταγογράφηση φαρμάκων και παραπεμπτικών ιατρικών εξετάσεων. Επετεύχθη, έτσι, σημαντική εξοικονόμηση πόρων για την επιβίωση ενός πολύπαθου συστήματος. Μέχρι την επόμενη μεγάλη πρόκληση, τη μεγαλύτερη που αντιμετώπισε στη διάρκεια του θεσμικού του βίου: το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19 το 2020. Η πανδημία δημιούργησε νέα δεδομένα στην Υγεία και έθεσε νέες προτεραιότητες στη χάραξη πολιτικών.

Οι ελλείψεις σε υγειονομικό προσωπικό και υποδομές (ΜΕΘ), η υποστελέχωση των περιφερειακών νοσοκομείων, η έλλειψη μιας γενικότερης συγκρότησης και οργάνωσης του τομέα Υγείας επιβάλλουν σήμερα έναν ολοκληρωμένο και χωρίς αποσπασματικές παρεμβάσεις σχεδιασμό. Τα χρόνια της κρίσης, οι μοναδικές δημόσιες δομές οι οποίες άντεξαν στην πίεση της υποχρηματοδότησης και της υποστελέχωσης ήταν οι πανεπιστημιακές. Το πανεπιστήμιο, άλλωστε, με τις πανεπιστημιακές κλινικές και εργαστήρια, είναι ο μακροβιότερος πάροχος υπηρεσιών υγείας επί σχεδόν δύο αιώνες (έτος ίδρυσης Ιατρικής Σχολής Αθηνών: 1837).

Ολα αυτά τα χρόνια τα πανεπιστημιακά νοσοκομεία και οι πανεπιστημιακές κλινικές αποτέλεσαν κέντρα αναφοράς για όλη τη χώρα, παρέχοντας πολύ υψηλού επιπέδου υπηρεσίες υγείας. Σήμερα οι πανεπιστημιακές δομές των Ιατρικών Σχολών (πανεπιστημιακά νοσοκομεία, πανεπιστημιακές κλινικές) αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά του ΕΣΥ στις επτά μεγάλες πόλεις: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο, Λάρισα, Ιωάννινα και Αλεξανδρούπολη, ενώ μόνο στο Λεκανοπέδιο της Αττικής καλύπτουν σχεδόν το 40% του εφημεριακού έργου. Το νέο ΕΣΥ πρέπει να ανταποκρίνεται εξειδικευμένα στις σημερινές ανάγκες υγείας του πληθυσμού ανάλογα με τις δημογραφικές αλλαγές και το νοσολογικό του πρότυπο.

Οι αλλαγές αυτές συγκροτούνται κατά προτεραιότητα στα εξής:
α) Αρτια οργάνωση του ΕΣΥ με αξιοκρατική και τεχνοκρατική στελέχωση όλων των οργάνων διοίκησης, τη δημιουργία δικτύων νοσοκομείων και την εισαγωγή της ηλεκτρονικής κάρτας υγείας για όλους τους πολίτες.
β) Επανασχεδιασμός λειτουργίας των νοσοκομείων με πλήρη λογιστική και διοικητική μηχανοργάνωση, με ενίσχυση και επέκταση των πανεπιστημιακών δομών, καθώς έχουν αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα και η ανθεκτικότητά τους στις κρίσεις.
γ) Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας με την ανάπτυξη προγραμμάτων πρόληψης, αποκατάστασης, περίθαλψης οξέων και χρόνιων νοσημάτων, παρηγορητικής και υποστηρικτικής φροντίδας.
δ) Καταγραφή ελλείψεων στελεχιακού δυναμικού (νοσηλευτών και εξειδικεύσεων ιατρών, π.χ. ακτινολόγων, αναισθησιολόγων, ειδικών ΜΕΘ) και διαμόρφωση ενός στρατηγικού προγραμματισμού αντιμετώπισής τους με την αναπροσαρμογή του αριθμού των εισακτέων στις Σχολές Επιστημών Υγείας και την παροχή προγραμμάτων διά βίου μάθησης για όλο το στελεχιακό δυναμικό του ΕΣΥ.

Πενήντα χρόνια μετά τη θεμελίωση της δημοκρατίας στη χώρα μας, τα παραπάνω είναι κάποιες μόνο από τις προτεραιότητες στις οποίες θα πρέπει να στοχεύσει ένας γενναίος σχεδιασμός της δημόσιας Υγείας. Οι νέες προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή, οι μελλοντικές πανδημίες, οι αρνητικές δημογραφικές τάσεις, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής με παράλληλη αύξηση νόσων τρίτης ηλικίας επιβάλλουν την αναγκαιότητα της άμεσης μεταρρύθμισης του ΕΣΥ. Η συσσωρευμένη εμπειρία της Μεταπολίτευσης, του συνόλου του πολιτικού προσωπικού της χώρας, του υγειονομικού στελεχιακού δυναμικού των ιατρικών σχολών και του ΕΣΥ θα πρέπει αυτή τη φορά να αποτελέσει εχέγγυο για εθνική συναίνεση στη δημιουργία ενός κοινωνικά δίκαιου συστήματος Υγείας.

*Ο Γεράσιμος Σιάσος είναι καθηγητής Καρδιολογίας στην Ιατρική Σχολή Αθηνών και Πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
*Η Ευθυμία Μπάσδρα είναι καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και πρόεδρος του Ευγενίδειου Θεραπευτηρίου