Οι γεωπολιτικοί προσανατολισμοί και οι σταθμοί της εξωτερικής πολιτικής
1974-2024: 50 χρόνια Μεταπολίτευση
Η ίδια η γενεσιουργός αιτία της Μεταπολίτευσης υπήρξε μια εθνική ήττα, το τραύμα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974
Η ελληνική εξωτερική πολιτική της Μεταπολίτευσης παρουσιάζει μεταλλαγές και ριζικές τομές, αλλά και δομικές μακροϊστορικές συνέχειες. Τα 50 έτη της Μεταπολίτευσης ο γεωπολιτικός προσανατολισμός της Ελλάδος έχει κυμανθεί από την αντιδυτική ουδετεροφιλία, που προκάλεσε το τραύμα της Κύπρου, στην προσέγγιση των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1990, τον δυναμικό αναπροσανατολισμό προς την Ευρώπη τα έτη 1996- 2010 και μετά τη δημοσιονομική κρίση σε έναν ανεξάρτητο, δυναμικό ρόλο στη Μεσόγειο και την επανάκαμψη των δεσμών με τις ΗΠΑ στο νέο ταραχώδες γεωπολιτικό τοπίο των τελευταίων δύο δεκαετιών.
Η ίδια η γενεσιουργός αιτία της Μεταπολίτευσης υπήρξε μια εθνική ήττα, το τραύμα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974. Η αδυναμία ουσιώδους αντίδρασης προκάλεσε ως ιδεολογική αναπλήρωση μια σειρά στρατηγικών λαθών της ελληνικής πλευράς, τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία, όπου ο αντιδυτικός προσανατολισμός είχε υιοθετηθεί νωρίτερα από τον Μακάριο. Η συντηρητική κυβέρνηση (1974-1980) του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1907-1998) απέσυρε την Ελλάδα από τη στρατιωτική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, κατά μίμηση του γαλλικού παραδείγματος του Ντε Γκωλ (1966), ως αντίδραση στη μη αποφασιστική παρέμβαση των ΗΠΑ υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, όπως αντιθέτως είχαν πράξει οι ΗΠΑ δύο φορές στο παρελθόν, σταματώντας τουρκικά σχέδια εισβολής, το 1964 και το 1967.
Η αποχώρηση υπήρξε σημαντικό τακτικό λάθος, καθώς η ελληνική πλευρά είχε υπερεκτιμήσει τις αρνητικές συνέπειες για τη ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ από την αποχώρηση, με αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση της στρατηγικής αξίας της Ελλάδος, κατάσταση η οποία συνεχίσθηκε έως τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Μετά το 1974 η Ελλάδα αποσύρθηκε από την Ανατολική Μεσόγειο, όπου είχε προβάλει δυναμικά ισχύ τα έτη 1955- 1974, σε μια τελευταία απόπειρα υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας (Ενωση Κύπρου - Ελλάδος), και αναπροσανατολίσθηκε προς την Ευρώπη, θεωρώντας ότι η επίταση της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως θα προσέφερε όχι μόνον οικονομικά, αλλά και στρατηγικά οφέλη.
Η Ελλάδα αναπροσανατολίσθηκε προς τον ευρωπαϊκό παράγοντα, έχοντας συνδεθεί από το 1961 με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1979) η Ελλάδα αντιμετώπιζε το ευρωπαϊκό σχήμα ως δυνητικό υποκατάστατο του ΝΑΤΟ, προοπτική, όμως, η οποία ουδέποτε υλοποιήθηκε, καθώς η Ευρώπη παρέμεινε ανίκανη για στρατιωτική αυτονομία. Η είσοδος στις ευρωπαϊκές δομές, ωστόσο, υπήρξε τομή αποφασιστικής σημασίας για την αναβάθμιση του ελληνικού κράτους.
Η δεκαετία του 1980 σηματοδότησε την περαιτέρω υποχώρηση της στρατηγικής αξίας της Ελλάδος για τα δυτικά γεωπολιτικά συμφέροντα τόσο λόγω εσωτερικών παραγόντων (αντιδυτικισμός) όσο και εξαιτίας των διεθνών εξελίξεων. Η γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας για τα δυτικά συμφέροντα, αντιθέτως, κορυφώθηκε. Η Ισλαμική Επανάσταση του Ιράν (1979) και η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν (1979-1989) αύξησαν την αξία της Τουρκίας ως αναχώματος κατά της σοβιετικής επιρροής και ως αξιόπιστου δρώντος στη Μέση Ανατολή στη δυτική οπτική.
Η σοσιαλιστική κυβέρνηση (1981-1989) υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου (1919-1996) υιοθέτησε ουδετερόφιλη εξωτερική πολιτική, με ευμενή προς την ΕΣΣΔ και τα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης πολιτική, ενώ στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών επεδίωξε τη συγκρότηση ενός μετώπου των νοτίων κρατών. Η διάλυση της ΕΣΣΔ (1991), η έκρηξη του εμφυλίου πολέμου της Γιουγκοσλαβίας (1991-1995) και η γενική αποδιοργάνωση στη βαλκανική ενδοχώρα προσέφεραν σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα. Η ιδιότητα του κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. προσέδιδε στην Ελλάδα αποφασιστικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τα βόρεια μετασοσιαλιστικά κράτη. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ευνόησε τα ελληνικά συμφέροντα, καθώς αφαίρεσε έναν ισχυρό κρατικό δρώντα από τα βόρεια σύνορα, ο οποίος είχε προβάλει το ιδεολόγημα του μακεδονισμού κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Το Μακεδονικό Ζήτημα επανεμφανίσθηκε μετά το 1991 με την ανεξαρτησία της ΠΓΔΜ και τις αναθεωρητικές σε ιστορικό και εδαφικό επίπεδο συνταγματικές διατυπώσεις και φιλοδοξίες. Η συγκριτική υπεροχή της Ελλάδος εκδηλώθηκε με την υποχώρηση της ΠΓΔΜ το 1995 και τη μη αναγνώριση έως το 2019 βάσει της Συμφωνίας των Πρεσπών και την εισδοχή του κράτους αυτού ως Βορείου Μακεδονίας πλέον στο ΝΑΤΟ το 2020. Εναντι του ηγεμονικού δρώντος οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 σταδιακώς αναπροσανατολίσθηκαν από τις ΗΠΑ προς την Ε.Ε. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. των ετών 1990-1993 υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη (1918-2017) αποκατέστησε τους δεσμούς με την ηγεμονική θαλάσσια δύναμη, τις ΗΠΑ. Κατά την πρωθυπουργία (1993-1996) του Ανδρέα Παπανδρέου η Ελλάς συνέχισε τους καλούς δεσμούς με τις ΗΠΑ σε μια περίοδο σαφούς μονοπολικής υπεροχής τους.
Η ελληνική πλευρά έκρινε ως ανεπαρκή τη διπλωματική στήριξη των ΗΠΑ μετά την Κρίση των Ιμίων (1996). Κατά την περίοδο αυτή, άλλωστε, ο κύριος στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η είσοδος της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., η οποία επιτεύχθηκε το 2004. Οι σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις υπό τον Κώστα Σημίτη επέλεξαν τη γεωπολιτική πρόσδεση της Ελλάδος στον γαλλογερμανικό παράγοντα τα έτη 1996-2004, πολιτική η οποία διατηρήθηκε και από τη διάδοχη κεντροδεξιά κυβέρνηση (2004-2009) υπό τον Κώστα Καραμανλή. Η πολιτική αυτή αντανακλά επίσης την περίοδο αρμονικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η δημοσιονομική οικονομική κρίση (2010-2019) συνέβαλε στη δραστική μεταβολή της ελληνικής γεωπολιτικής αυτοαντίληψης. Εως το 2010 η Ελλάδα αντιλαμβανόταν εαυτήν κυρίως ως μέρος της Ε.Ε., θεωρώντας ότι η συμμετοχή στην υπερκρατική ευρωπαϊκή δομή διασφάλιζε τα γεωπολιτικά συμφέροντά της. Καθώς, μάλιστα, την ίδια περίοδο ο τουρκικός ηγεμονισμός επιτεινόταν, εκμεταλλευόμενος την αποχώρηση των ΗΠΑ ως ηγεμονικού δρώντος από την Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή, η ελληνική πολιτική αντέδρασε με δημιουργία διμερών και πολυμερών δικτύων εξισορρόπησης. Τα έτη 2012-2019, παρά την αλλαγή κυβερνήσεων, η Ελλάδα προσέγγισε αποφασιστικά το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ενώ με την τελευταία υπέγραψε συμφωνία μερικής οριοθέτησης της ΑΟΖ το 2020 και επέτεινε τη συνεργασία εντός του EastMed Gas Forum.
Η Ελλάδα, δηλαδή, πλέον υιοθετούσε μια νέα γεωπολιτική αυτοαντίληψη ως θαλάσσια δύναμη με επίκεντρο πλέον τη Μεσόγειο, όχι τόσο την Ευρώπη. Η πολιτική μιας νέας αυτονομημένης εξωτερικής πολιτικής επιτάθηκε από την κυβέρνηση της Ν.Δ. (2019-σήμερα) υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η οποία ενίσχυσε τον ατλαντισμό ως τάση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τους δεσμούς με τις ΗΠΑ. Η πολιτική αυτή αντανακλά την όξυνση των σχέσεων της Δύσης με τη Ρωσία τα τελευταία έτη. Η Ελλάδα ενίοτε προβάλλει την εικόνα ενός μεθοριακού κράτους (frontline state), μιας προκεχωρημένης βάσης του δυτικού στρατοπέδου. Η ιδιότητα αυτή συνδυάζεται με την εικόνα της ασταθούς και επαμφοτερίζουσας μεταξύ Δύσης και Ρωσίας Τουρκίας και με την προβολή ισχύος και επιρροής της Ελλάδος στη Μεσόγειο. Η μεταβολή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και γεωπολιτικής αυτοαντίληψης επίσης ευνοείται από την αλλαγή των γενεών και την υπέρβαση των πρώιμων αντιδυτικών μεταπολιτευτικών αναφορών.
* Ο Ιωάννης Ε. Κωτούλας ειναι δρ Ιστορίας, δρ Γεωπολιτικής και διδάσκων Γεωπολιτική στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Η ίδια η γενεσιουργός αιτία της Μεταπολίτευσης υπήρξε μια εθνική ήττα, το τραύμα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974. Η αδυναμία ουσιώδους αντίδρασης προκάλεσε ως ιδεολογική αναπλήρωση μια σειρά στρατηγικών λαθών της ελληνικής πλευράς, τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία, όπου ο αντιδυτικός προσανατολισμός είχε υιοθετηθεί νωρίτερα από τον Μακάριο. Η συντηρητική κυβέρνηση (1974-1980) του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1907-1998) απέσυρε την Ελλάδα από τη στρατιωτική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, κατά μίμηση του γαλλικού παραδείγματος του Ντε Γκωλ (1966), ως αντίδραση στη μη αποφασιστική παρέμβαση των ΗΠΑ υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, όπως αντιθέτως είχαν πράξει οι ΗΠΑ δύο φορές στο παρελθόν, σταματώντας τουρκικά σχέδια εισβολής, το 1964 και το 1967.
Η αποχώρηση υπήρξε σημαντικό τακτικό λάθος, καθώς η ελληνική πλευρά είχε υπερεκτιμήσει τις αρνητικές συνέπειες για τη ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ από την αποχώρηση, με αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση της στρατηγικής αξίας της Ελλάδος, κατάσταση η οποία συνεχίσθηκε έως τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Μετά το 1974 η Ελλάδα αποσύρθηκε από την Ανατολική Μεσόγειο, όπου είχε προβάλει δυναμικά ισχύ τα έτη 1955- 1974, σε μια τελευταία απόπειρα υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας (Ενωση Κύπρου - Ελλάδος), και αναπροσανατολίσθηκε προς την Ευρώπη, θεωρώντας ότι η επίταση της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως θα προσέφερε όχι μόνον οικονομικά, αλλά και στρατηγικά οφέλη.
Η Ελλάδα αναπροσανατολίσθηκε προς τον ευρωπαϊκό παράγοντα, έχοντας συνδεθεί από το 1961 με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1979) η Ελλάδα αντιμετώπιζε το ευρωπαϊκό σχήμα ως δυνητικό υποκατάστατο του ΝΑΤΟ, προοπτική, όμως, η οποία ουδέποτε υλοποιήθηκε, καθώς η Ευρώπη παρέμεινε ανίκανη για στρατιωτική αυτονομία. Η είσοδος στις ευρωπαϊκές δομές, ωστόσο, υπήρξε τομή αποφασιστικής σημασίας για την αναβάθμιση του ελληνικού κράτους.
Η δεκαετία του 1980 σηματοδότησε την περαιτέρω υποχώρηση της στρατηγικής αξίας της Ελλάδος για τα δυτικά γεωπολιτικά συμφέροντα τόσο λόγω εσωτερικών παραγόντων (αντιδυτικισμός) όσο και εξαιτίας των διεθνών εξελίξεων. Η γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας για τα δυτικά συμφέροντα, αντιθέτως, κορυφώθηκε. Η Ισλαμική Επανάσταση του Ιράν (1979) και η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν (1979-1989) αύξησαν την αξία της Τουρκίας ως αναχώματος κατά της σοβιετικής επιρροής και ως αξιόπιστου δρώντος στη Μέση Ανατολή στη δυτική οπτική.
Η σοσιαλιστική κυβέρνηση (1981-1989) υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου (1919-1996) υιοθέτησε ουδετερόφιλη εξωτερική πολιτική, με ευμενή προς την ΕΣΣΔ και τα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης πολιτική, ενώ στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών επεδίωξε τη συγκρότηση ενός μετώπου των νοτίων κρατών. Η διάλυση της ΕΣΣΔ (1991), η έκρηξη του εμφυλίου πολέμου της Γιουγκοσλαβίας (1991-1995) και η γενική αποδιοργάνωση στη βαλκανική ενδοχώρα προσέφεραν σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα. Η ιδιότητα του κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. προσέδιδε στην Ελλάδα αποφασιστικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τα βόρεια μετασοσιαλιστικά κράτη. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ευνόησε τα ελληνικά συμφέροντα, καθώς αφαίρεσε έναν ισχυρό κρατικό δρώντα από τα βόρεια σύνορα, ο οποίος είχε προβάλει το ιδεολόγημα του μακεδονισμού κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Το Μακεδονικό Ζήτημα επανεμφανίσθηκε μετά το 1991 με την ανεξαρτησία της ΠΓΔΜ και τις αναθεωρητικές σε ιστορικό και εδαφικό επίπεδο συνταγματικές διατυπώσεις και φιλοδοξίες. Η συγκριτική υπεροχή της Ελλάδος εκδηλώθηκε με την υποχώρηση της ΠΓΔΜ το 1995 και τη μη αναγνώριση έως το 2019 βάσει της Συμφωνίας των Πρεσπών και την εισδοχή του κράτους αυτού ως Βορείου Μακεδονίας πλέον στο ΝΑΤΟ το 2020. Εναντι του ηγεμονικού δρώντος οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 σταδιακώς αναπροσανατολίσθηκαν από τις ΗΠΑ προς την Ε.Ε. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. των ετών 1990-1993 υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη (1918-2017) αποκατέστησε τους δεσμούς με την ηγεμονική θαλάσσια δύναμη, τις ΗΠΑ. Κατά την πρωθυπουργία (1993-1996) του Ανδρέα Παπανδρέου η Ελλάς συνέχισε τους καλούς δεσμούς με τις ΗΠΑ σε μια περίοδο σαφούς μονοπολικής υπεροχής τους.
Η ελληνική πλευρά έκρινε ως ανεπαρκή τη διπλωματική στήριξη των ΗΠΑ μετά την Κρίση των Ιμίων (1996). Κατά την περίοδο αυτή, άλλωστε, ο κύριος στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η είσοδος της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., η οποία επιτεύχθηκε το 2004. Οι σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις υπό τον Κώστα Σημίτη επέλεξαν τη γεωπολιτική πρόσδεση της Ελλάδος στον γαλλογερμανικό παράγοντα τα έτη 1996-2004, πολιτική η οποία διατηρήθηκε και από τη διάδοχη κεντροδεξιά κυβέρνηση (2004-2009) υπό τον Κώστα Καραμανλή. Η πολιτική αυτή αντανακλά επίσης την περίοδο αρμονικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η δημοσιονομική οικονομική κρίση (2010-2019) συνέβαλε στη δραστική μεταβολή της ελληνικής γεωπολιτικής αυτοαντίληψης. Εως το 2010 η Ελλάδα αντιλαμβανόταν εαυτήν κυρίως ως μέρος της Ε.Ε., θεωρώντας ότι η συμμετοχή στην υπερκρατική ευρωπαϊκή δομή διασφάλιζε τα γεωπολιτικά συμφέροντά της. Καθώς, μάλιστα, την ίδια περίοδο ο τουρκικός ηγεμονισμός επιτεινόταν, εκμεταλλευόμενος την αποχώρηση των ΗΠΑ ως ηγεμονικού δρώντος από την Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή, η ελληνική πολιτική αντέδρασε με δημιουργία διμερών και πολυμερών δικτύων εξισορρόπησης. Τα έτη 2012-2019, παρά την αλλαγή κυβερνήσεων, η Ελλάδα προσέγγισε αποφασιστικά το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ενώ με την τελευταία υπέγραψε συμφωνία μερικής οριοθέτησης της ΑΟΖ το 2020 και επέτεινε τη συνεργασία εντός του EastMed Gas Forum.
Η Ελλάδα, δηλαδή, πλέον υιοθετούσε μια νέα γεωπολιτική αυτοαντίληψη ως θαλάσσια δύναμη με επίκεντρο πλέον τη Μεσόγειο, όχι τόσο την Ευρώπη. Η πολιτική μιας νέας αυτονομημένης εξωτερικής πολιτικής επιτάθηκε από την κυβέρνηση της Ν.Δ. (2019-σήμερα) υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η οποία ενίσχυσε τον ατλαντισμό ως τάση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τους δεσμούς με τις ΗΠΑ. Η πολιτική αυτή αντανακλά την όξυνση των σχέσεων της Δύσης με τη Ρωσία τα τελευταία έτη. Η Ελλάδα ενίοτε προβάλλει την εικόνα ενός μεθοριακού κράτους (frontline state), μιας προκεχωρημένης βάσης του δυτικού στρατοπέδου. Η ιδιότητα αυτή συνδυάζεται με την εικόνα της ασταθούς και επαμφοτερίζουσας μεταξύ Δύσης και Ρωσίας Τουρκίας και με την προβολή ισχύος και επιρροής της Ελλάδος στη Μεσόγειο. Η μεταβολή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και γεωπολιτικής αυτοαντίληψης επίσης ευνοείται από την αλλαγή των γενεών και την υπέρβαση των πρώιμων αντιδυτικών μεταπολιτευτικών αναφορών.
* Ο Ιωάννης Ε. Κωτούλας ειναι δρ Ιστορίας, δρ Γεωπολιτικής και διδάσκων Γεωπολιτική στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών