Ο χαρακτηρισμός της Μεταπολίτευσης ως της μακρότερης περιόδου ομαλού κοινοβουλευτικού βίου και βαθύτερης κοινωνικής προόδου ηχεί ως κοινοτοπία. Στις πέντε δεκαετίες που κύλησαν από τον δραματικό, αλλά και ελπιδοφόρο, Ιούλιο του 1974, με την εμπέδωση και εμβάθυνση του δημοκρατικού κεκτημένου συμβάδισε η άνθηση του Πολιτισμού και η διάχυσή του σε όλο και ευρύτερα κοινά. Είναι δίκαιο -και πλέον η απόσταση του χρόνου επιτρέπει και την ιστορική του τεκμηρίωση- να ισχυριστεί κανείς ότι στη Μεταπολίτευση ο Πολιτισμός και η Δημοκρατία αλληλοενισχύθηκαν.

Η αποκατεστημένη Δημοκρατία σήμαινε ισχυρότερο, πολύ πιο διάχυτο και προσιτό Πολιτισμό. Παράλληλα, ο εκδημοκρατισμένος Πολιτισμός στάθηκε πολύτιμο στήριγμα της νεογέννητης Δημοκρατίας. Υπό την έννοια αυτή, είναι περισσότερο δόκιμο να ταυτίσει κανείς τα μεγάλα ορόσημα στον Πολιτισμό και την εξέλιξή του στη Μεταπολίτευση όχι τόσο με ξεχωριστά γεγονότα ή στιγμές όσο με μείζονες θεσμικές πρωτοβουλίες και κατευθύνσεις, οι οποίες χαράχθηκαν την παρελθούσα πεντηκονταετία και εξακολουθούν να ακολουθούνται στις δημόσιες πολιτικές του Πολιτισμού έως σήμερα, προσαρμοζόμενες στις σύγχρονες ανάγκες και προκλήσεις. Το υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών ιδρύθηκε στη χούντα το 1971.

Ομως, η ουσιαστική συγκρότησή του συμπίπτει με τη Μεταπολίτευση. Το χαρτοφυλάκιο δημιουργείται κατ’ ουσίαν από τον θεμελιωτή της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Με το προσωπικό του ενδιαφέρον, τις συνεχείς παρεμβάσεις και υπό την εποπτεία του, ο Καραμανλής άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα στον Πολιτισμό της Μεταπολίτευσης. Το 1977 θεσμοθετείται ο νέος Οργανισμός του υπουργείου, διά του οποίου αναμορφώνεται η Αρχαιολογική Υπηρεσία.

Ιδρύονται, επιπλέον, Εφορείες Αρχαιοτήτων, αναβαθμίζεται η Διεύθυνση Αναστήλωσης και δημιουργούνται Υπηρεσίες προστασίας των νεοτέρων μνημείων. Παράλληλα, ο Καραμανλής στηρίζει ενεργά την ανασκαφική έρευνα, ιδιαίτερα στη Μακεδονία, και ενισχύει καθοριστικά τις αρχαιολογικές έρευνες στη Βεργίνα και το Δίον. Στην ίδια εποχή ανάγεται και η δημιουργία εμβληματικών φορέων -και των αντίστοιχων υποδομών- του σύγχρονου Πολιτισμού, με κορυφαίο παράδειγμα την Εθνική Πινακοθήκη, που ανοίγει τις πύλες της το 1976, για να ανακαινιστεί εκ βάθρων και να αλλάξει ριζικά πρόσωπο το 2021.

Συν τω χρόνω, η πρόσληψη της πολιτιστικής κληρονομιάς, η προστασία της οποίας αποτελεί αντικείμενο διαδοχικών νομοθετικών παρεμβάσεων, που συγκεφαλαιώνονται στον νόμο «Περί της προστασίας των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» του 2002, που αποτελεί διεθνές πρότυπο στο είδος του. Οι παλαιότεροι θυμούνται τη συζήτηση γύρω από την επίδραση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στο μνημείο της Ακρόπολης. Ηδη το 1976, με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, οι Καρυάτιδες απομακρύνονται από το μνημείο και μετακινούνται σε στεγασμένο χώρο, ενώ εξαγγέλλεται για πρώτη φορά η ίδρυση του νέου Μουσείου της Ακρόπολης, μια πολύχρονη προσπάθεια, που θα τελεσφορήσει δεκαετίες αργότερα.

Εκτοτε, η μέριμνα για την προστασία των μνημείων, όχι μόνο από την άμεση ανθρώπινη παρέμβαση, αλλά και από φυσικά φαινόμενα, αποτελεί μόνιμη παράμετρο των προσπαθειών μας. Παράμετρο που προσαρμόζεται διαρκώς στα μεταβαλλόμενα δεδομένα και βρίσκει την πληρέστερη έκφρασή της στη γενική στρατηγική, αλλά και στα εξειδικευμένα σχέδια που καταρτίζει σήμερα το υπουργείο Πολιτισμού για τη θωράκιση του μνημειακού αποθέματος έναντι των φαινομένων της κλιματικής αλλαγής. Στο πεδίο της πολιτιστικής κληρονομιάς, είναι αναγκαίο να αναδειχθούν ορισμένες ακόμα παράμετροι της πρόσληψής της, αποτελώντας πλέον θεμελιώδεις αρχές των δημόσιων πολιτικών. Με κυριότερη την αποκατάσταση και την ανάδειξή τους, όχι μόνο ως ψηφίδων του παρελθόντος τους, αλλά και με στόχο την επανάχρησή τους, σε δράσεις σύγχρονου πολιτισμού, κάτι που τονίζει τη διαρκή όσμωση πολιτιστικής κληρονομιάς και σύγχρονης δημιουργίας, αλλά και την οργανική τους σύνδεση με τον σύγχρονο οικιστικό ιστό.

Εμβληματικό ορόσημο αποτελεί η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων του κέντρου της πρωτεύουσας. Το εγχείρημα είχε αναλάβει, ήδη από το 1954, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου της Ακρόπολης από τον Δημήτρη Πικιώνη, για να το συνεχίσει στη Μεταπολίτευση και να επιβληθεί ως προτεραιότητα, η οποία ξεκίνησε να υλοποιείται από τη Μελίνα Μερκούρη και ολοκληρώθηκε πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Στη Μεταπολίτευση, ο Πολιτισμός ξέφυγε από τα όρια της πρωτεύουσας. Διαχύθηκε και άνθησε σε πολλά έκκεντρα σημεία της επικράτειας. Με την κρατική μέριμνα για την αποκατάσταση και, κατόπιν, την προβολή υποφωτισμένων μνημείων, αλλά και τη συμπαράσταση, υλική και ηθική, στην Περιφέρεια σε δράσεις σύγχρονου πολιτισμού, πολλές από αυτές κατέκτησαν υπερτοπική ακτινοβολία.

Εκτυπο παράδειγμα του αναπροσανατολισμού του Πολιτισμού προς την Περιφέρεια παραμένουν τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, που αγκάλιασαν και προώθησαν οι τοπικές κοινωνίες, μια πρωτοβουλία -όπως και ο θεσμός της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης- της Μελίνας Μερκούρη. Η συνοπτικότατη επισκόπηση των κεντρικών κατευθύνσεων στο πεδίο του Πολιτισμού στις πέντε δεκαετίες της Μεταπολίτευσης επιβάλλεται να κλείσει με μια μείζονα αρχή, που χρειάστηκε καιρό για να επικρατήσει, η οποία όμως σήμερα διατρέχει την πολιτική του Πολιτισμού και συμπεριλαμβάνεται στη μεταρρυθμιστική ατζέντα του Κυριάκου Μητσοτάκη: την αναπτυξιακή διάσταση του Πολιτισμού, παράλληλα με την κοινωνική. Αφού δαιμονοποιήθηκε επί χρόνια η αντίληψη ότι Πολιτισμός είναι και Οικονομία, ενώ αποτελεί πυλώνα της βιώσιμης ανάπτυξης, σήμερα, πλέον, αποτελεί εμπεδωμένη αντίληψη.

Ο Πολιτισμός προσελκύει και προκαλεί επενδύσεις, δημιουργεί ποιοτική απασχόληση, ανά την επικράτεια, αυξάνει τα έσοδά του, τα οποία ανακατευθύνονται στους ανθρώπους του Πολιτισμού, ενώ με τη δημιουργία πολιτιστικών θεσμών και υποδομών συμβάλλει καθοριστικά στην άμβλυνση των ανισοτήτων και στην ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής. Αυτή η αρχή διέπει και το πρόγραμμα των έργων υποδομών που εκτελεί σήμερα το υπουργείο Πολιτισμού, το μεγαλύτερο όλων των εποχών, που αναλύεται σε περισσότερα από 820 έργα, συνολικού προϋπολογισμού 1,2 δισ. ευρώ, και δίνει δουλειά σε περισσότερους από 4.500 ανθρώπους. Η αναπτυξιακή διάσταση του Πολιτισμού πρέπει να θεωρηθεί ως επιστέγασμα μισού αιώνα δημόσιας πολιτικής στον Πολιτισμό και να αποτελέσει ακλόνητη και συνεχώς αποδοτικότερη σταθερά των επόμενων δεκαετιών