14 Ιουνίου 1987. Η ημερομηνία που άλλαξε τα πάντα στον αθλητισμό της Ελλάδας της Μεταπολίτευσης. Η νύχτα που οι Ελληνες πίστεψαν όσο ποτέ άλλοτε στον εαυτό τους, που ένιωσαν ότι ενωμένοι μπορούν να τα βάλουν ακόμα και με υπερδυνάμεις. Ηταν η στιγμή που ένας αθλητής-φαινόμενο και η παρέα του έβγαλαν τους Ελληνες στους δρόμους με γαλανόλευκες σημαίες.

Στα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ο ελληνικός αθλητισμός έζησε μισό αιώνα στον οποίο τα αδύνατα έγιναν δυνατά. Ο όρος «θαύμα» έπαψε να υφίσταται στο «εθνικό μας λεξιλόγιο», καθώς ακόμα και όνειρα που έμοιαζαν απατηλά τις δεκαετίες του ’70, του ’80 ή ακόμα και του ’90 έμελλε να αποκτήσουν σάρκα και οστά με τον πλέον εκθαμβωτικό τρόπο. Ολα άλλαξαν την ημέρα που ο θρυλικός Νίκος Γκάλης υπέγραψε τον θρίαμβο της εθνικής ομάδας στο Ευρωμπάσκετ του 1987. Μέχρι τα τέλη της πρώτης δεκαετίας της Μεταπολίτευσης, ο ελληνικός αθλητισμός περηφανευόταν μόνο για μεμονωμένες επιτυχίες, κυρίως σε συλλογικό επίπεδο.

Πριν από το καλοκαίρι του 1974, δύο ήταν ουσιαστικά τα γεγονότα που μπορούν να χαρακτηριστούν ιστορικά κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα: Η κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων στο μπάσκετ από την ΑΕΚ το 1968 στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο και η πορεία του Παναθηναϊκού στο ποδόσφαιρο μέχρι τον τελικό του Γουέμπλεϊ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1971. Στους ίδιους ρυθμούς κινήθηκε και η πρώτη δεκαετία της Μεταπολίτευσης. Η πορεία της ΑΕΚ στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ το 1977, η πρώτη πρόκριση της Εθνικής ποδοσφαίρου σε τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης (το Κύπελλο Εθνών του 1980) και η παρουσία του Παναθηναϊκού στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο ποδόσφαιρο το 1985.

Ακόμα και στους Ολυμπιακούς Αγώνες, η συλλογή μεταλλίων έμοιαζε πενιχρή, με το χρυσό του Στέλιου Μηγιάκη στη Μόσχα, το 1980, να αποτελεί αστραφτερή εξαίρεση στον γενικό κανόνα της… αθλητικής μιζέριας. Μετά το 1987, όμως, οι Ελληνες αθλητές κατανόησαν ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο με ταλέντο και σκληρή δουλειά. Τα Ελληνόπουλα που κυνηγούσαν τα όνειρά τους σε κάποια αλάνα ή κάποιο γυμναστήριο άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Και παράτο γεγονός ότι ουδέποτε εκπονήθηκε ένα εθνικό σχέδιο στρατηγικής ανάπτυξης του ελληνικού αθλητισμού, μια μικρή χώρα της Ανατολικής Μεσογείου με πληθυσμό δέκα εκατομμυρίων κατοίκων άρχισε να πρωταγωνιστεί στα ομορφότερα αθλητικά παραμύθια! Η δεκαετία του ’80 κύλησε στον αστερισμό του Νίκου Γκάλη, του Παναγιώτη Γιαννάκη και συνδυάστηκε με την άνθηση του ελληνικού μπάσκετ.

Η παρουσία της εθνικής ομάδας μπάσκετ σε δύο τελικούς Ευρωμπάσκετ (1987, 1989) συνδυαζόταν με τον εθνικό παροξυσμό που συνόδευε τα παιχνίδια του Αρη. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις Πέμπτες όλης της Ελλάδας, όταν από την Αλεξανδρούπολη μέχρι τα Χανιά μια χώρα ολόκληρη παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα τα ευρωπαϊκά παιχνίδια της «κίτρινης αρμάδας»; Το νερό είχε μπει στο αυλάκι και ο ελληνικός αθλητισμός άρχισε να γεννά με συνέπεια τους δικούς του θρύλους. Και τι δεν ζήσαμε αυτά τα πενήντα χρόνια! Το 1992 η Βούλα Πατουλίδου έμεινε στην Ιστορία με τον αδιανόητο θρίαμβό της στον τελικό των 100 μέτρων μετ’ εμποδίων στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης.

Η ιαχή της «Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο» παραμένει ακόμα και σήμερα το ίδιο συγκλονιστική. Ο Πύρρος Δήμας, ο Νίκος Κακλαμανάκης, ο Ακάκιος Καχιασβίλι συνέγραφαν τα δικά τους κεφάλαια στη Βίβλο της Ολυμπιακής δόξας της χώρας μας, την ίδια ώρα που η Ελλάδα είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε κυρίαρχη δύναμη της «γηραιάς ηπείρου» στο μπάσκετ, κατακτώντας τα πρώτα Κύπελλα Πρωταθλητριών της ιστορίας της (με τον Παναθηναϊκό στο Παρίσι το 1996 και με τον Ολυμπιακό στη Ρώμη το 1997). Κι αυτή ήταν μόνο η αρχή... Γιατί κάπου εδώ αρχίζουν τα θαύματα που κανείς δεν πίστευε ότι θα ζήσουμε ως αθλητικό έθνος: Είδαμε Ελληνα σπρίντερ να σαρώνει Αμερικανούς, Τζαμαϊκανούς, Καναδούς και να κατακτά χρυσό μετάλλιο στα 200 μέτρα των Ολυμπιακών Αγώνων.

Μπορεί ο μύθος του «φτερωτού» Κώστα Κεντέρη να έχασε αρκετή από τη λάμψη του με την περιπέτεια του 2004, ωστόσο το έπος του Σίδνεϊ το 2000 παραμένει ένα από τα πιο σπάνια επιτεύγματα στην ιστορία της μεγαλύτερης γιορτής του παγκόσμιου αθλητισμού. Είδαμε την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου να ισοπεδώνει κάθε έννοια λογικής και να κατακτά το Euro 2004, στη μεγαλύτερη έκπληξη όλων των εποχών στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Είδαμε την εθνική ομάδα μπάσκετ να κερδίζει την Team USA του Λεμπρόν, του Γουέιντ, του Αντονι και να την αποκλείει στα ημιτελικά του Mundobasket του 2006 στη Σαϊτάμα, σε ένα από τα πιο σοκαριστικά αποτελέσματα στην ιστορία του παγκόσμιου μπάσκετ.

Είδαμε Ελληνα μπασκετμπολίστα να αναδεικνύεται πρωταθλητής και MVP του NBA, με το ταξίδι του Γιάννη Αντετοκούνμπο από τα φτωχικά Σεπόλια μέχρι την κορυφή της κορυφαίας λίγκας του πλανήτη. Είδαμε Ελληνα άλτη του μήκους να ανταγωνίζεται τον θρύλο του Καρλ Λιούις, με τον Μίλτο Τεντόγλου να σκηνοθετεί με τον δικό του, καθηλωτικό τρόπο ένα αθλητικό έπος που γοητεύει κάθε Ελληνίδα και κάθε Ελληνα. Είδαμε δύο Ελληνόπουλα (τον Στέφανο Τσιτσιπά και τη Μαρία Σάκκαρη) να γκρεμίζουν… ταμπού ενός αιώνα στο παγκόσμιο τένις και να αναρριχώνται ταυτόχρονα στην ελίτ του αθλήματος. Είδαμε ελληνική ομάδα να κατακτά το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο στην ιστορία του ποδοσφαίρου μας, με τον άθλο του Ολυμπιακού στο φετινό Conference League να έχει χαραχθεί ήδη με χρυσά γράμματα στην εγκυκλοπαίδεια των θαυμάτων του ελληνικού αθλητισμού.

Είδαμε ελληνικό σύλλογο (τον Παναθηναϊκό των Γιαννακόπουλων) να αναδεικνύεται σε κυρίαρχη δύναμη του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Μέχρι και Ελληνόπουλο πρωταθλητή στο NFL είδαμε (τον Γιώργο Καρλαύτη). Είδαμε να κατακτούν ευρωπαϊκά τρόπαια ακόμα και λιγότερο λαοφιλείς σύλλογοι: το Μαρούσι και ο Αθηναϊκός στο μπάσκετ, η Βουλιαγμένη, η Γλυφάδα και ο Εθνικός στο πόλο, ο Διομήδης Αργους στο χάντμπολ. Σε κάθε περίπτωση, ήταν πενήντα χρόνια που ο ελληνικός αθλητισμός ανέβηκε επίπεδο. Επαψε να αισθάνεται κομπάρσος και κατέκτησε κορυφές που ούτε καν ονειρευόταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Και όλα άλλαξαν μια καλοκαιρινή βραδιά στο «Ειρήνης και Φιλίας», πριν από 37 χρόνια...