Έντι Ζεμενίδης στα "Παραπολιτικά": "Έτσι θα διαχειριστεί τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ο Τραμπ
Συνέντευξη στην εφημερίδα Παραπολιτικά
Η εκτίμηση του εκτελεστικού διευθυντή του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC) για τις Προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ
Τις ευκαιρίες που θα μπορούσε να παρουσιάσει μια ενδεχόμενη διακυβέρνηση Τραμπ για την Ελλάδα και την Κύπρο αναλύει ο Έντι Ζεμενίδης, εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC), στην εφημερίδα Παραπολιτικά, ο οποίος εκτιμά ότι με αντίπαλο τον Τζο Μπάιντεν, ο Ντόναλντ Τραμπ θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ.
Η υποψηφιότητα Τραμπ/Βανς έχει ένα ξεκάθαρο προβάδισμα. Οι δημοσκοπήσεις είναι υπέρ τους, οι στοιχηματικές τους ευνοούν και η καμπάνια του Μπάιντεν καταρρέει. Ολοένα και περισσότεροι Δημοκρατικοί ζητούν από τον πρόεδρο Μπάιντεν να παραμερίσει, οι δωρεές εξαντλούνται και τώρα ακόμα και η πλειοψηφία των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών θέλουν έναν άλλο υποψήφιο. Η μεγαλύτερη ανησυχία για τον Τζο Μπάιντεν – η ηλικία και η ικανότητα – δεν θα αλλάξει προς το καλύτερο. Αν παραμείνει Τραμπ εναντίον Μπάιντεν και η καμπάνια του Τραμπ παραμείνει τόσο πειθαρχημένη όσο ήταν τις τελευταίες εβδομάδες, το ερώτημα θα είναι αν οι Ρεπουμπλικανοί μπορούν να πάρουν το Λευκό Οίκο και τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Από την άλλη, υπάρχουν σημάδια ότι ο Τζο Μπάιντεν μπορεί τελικά να υποχωρήσει και να επιτρέψει στους Δημοκρατικούς να αντιμετωπίσουν τον Ντόναλντ Τραμπ με άλλον υποψήφιο. Το ερώτημα τότε γίνεται – μήπως είναι πολύ αργά; Οι Δημοκρατικοί μπορούν ακόμα να κερδίσουν τις «μπλε» Πολιτείες που θα μπορούσαν να τους δώσουν τον Λευκό Οίκο, οπότε μπορεί μια νέα υποψηφιότητα να ενεργοποιήσει τους ψηφοφόρους του Μπάιντεν του 2020 που παραμένουν αναποφάσιστοι για την ψήφο τους το 2024; Μπορεί να έρθουν οι λεγόμενοι ψηφοφόροι με «διπλό μίσος» (αποδοκιμάζουν και τον Μπάιντεν και τον Τραμπ) και να ψηφίσουν τον υποψήφιο των Δημοκρατικών; Η αμερικανική πολιτική έχει γίνει πιο άγρια από πολλές τηλεοπτικές σειρές (δυστυχώς ένα τραγικό μίγμα θρίλερ και κωμωδίας). Είναι σαν τα κόμματα να αποφάσισαν να συνδυάσουν το House of Cards του Netflix και το Veep του HBO και να δουν τι θα βγει. Με περισσότερους από τρεις μήνες να απομένουν, η συμβουλή μου είναι «μείνετε συντονισμένοι για το επόμενο επεισόδιο».
Αν ο Ντόναλντ Τραμπ επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, θα δούμε μια αλλαγή στον τρόπο που η Ουάσινγκτον αντιμετωπίζει τον ρόλο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και στην Ανατολική Μεσόγειο;
Θα δούμε οπωσδήποτε μια αλλαγή σε σχέση με το ΝΑΤΟ. Ο πρώην πρόεδρος Τραμπ έχει εκφράσει σταθερά την αντιπάθειά του για το ΝΑΤΟ και μια προθυμία να είναι πιο συμβιβαστικός σε σχέση με του στόχους της Ρωσίας στην Ουκρανία (θέσεις που απηχεί και ο υποψήφιος αντιπρόεδρος., Τζ.Ντ. Βανς). Την ίδια ώρα, η κυρίαρχη προτεραιότητα στην εξωτερική πολιτική μιας δεύτερης διακυβέρνησης Τραμπ θα είναι να αντιμετωπίσει την Κίνα – κάτι που θα απαιτήσει λιγότερη εμπλοκή και έμφαση στην Ευρώπη. Η Ανατολική Μεσόγειος θα είναι κάτι διαφορετικό, για συγκεκριμένους λόγους. Στην πρώτη διακυβέρνηση Τραμπ υπήρξαν μεγάλες περιφερειακές εξελίξεις, όπως οι Συμφωνίες του Αβραάμ, το East Med Gas Forum και η πρωτοβουλία 3+1, με πολλούς στον κύκλο των αξιωματούχων εθνικής ασφαλείας του Τραμπ να πιστεύουν ότι θα είχαν προχωρήσει πολύ περισσότερο αν είχαν παραμείνει στην κυβέρνηση. Η ικανότητα να διασφαλίσουν την κληρονομιά τους σε αυτές τις πρωτοβουλίες, μαζί με τον φιλοισραηλινό προσανατολισμό τους και την επιθυμία να αντιμετωπίσουν το Ιράν και τους «δορυφόρους» του, θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη προσοχή στην Ανατολική Μεσόγειο από ό,τι σε μέρη της Ευρώπης.
Πως θα διαχειριστεί μια ενδεχόμενη κυβέρνηση Τραμπ το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Δεν μπορεί να υπάρξει ολοκληρωμένη απάντηση σε αυτό το ερώτημα χωρίς να γνωρίζουμε την ομάδα εθνικής ασφαλείας που θα έχει. Για παράδειγμα, ο Υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο ήταν πολύ καλύτερος με την Ελλάδα και την Κύπρο από ό,τι ο προκάτοχός του Ρεξ Τίλερσον. Δεν έχουμε καμία ιδέα ποιον θα στείλει ο Τραμπ ως πρόεδρος στην Αθήνα για να διαδεχθεί τον πρέσβη Τσούνη ή ποιος θα αναλάβει υφυπουργός εξωτερικών με αρμοδιότητα την Ευρώπη. Υπάρχουν ορισμένοι λόγοι αισιοδοξίας για την Ελλάδα και την Κύπρο: Η προηγούμενη συνεργασία με τη διακυβέρνηση Τραμπ κατά τη θητεία Πομπέο. Η στενή σχέση μεταξύ Αθήνας, Λευκωσίας και Ιερουσαλήμ. Οι σχέσεις που έχουν Ελλάδα και Κύπρος με την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Τα εκτεταμένα δικαιώματα για βάσεις που έχει η Ελλάδα με τις ΗΠΑ, η σταθερή δαπάνη άνω του 2% του ΑΕΠ για την άμυνα και η προμήθεια αμερικανικού αμυντικού εξοπλισμού (ιδίως μαχητικά αεροσκάφη και πολεμικά πλοία) θα είναι όλα θετικά για μια διακυβέρνηση Τραμπ. Το γεγονός ότι τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία αντιστέκονται σε περαιτέρω επενδύσεις από την Κίνα θα είναι επίσης ένα συν, όπως και η αναπτυσσόμενη σχέση της Ελλάδας με την Ινδία. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η προσωπική σχέση του Τραμπ με τον Ερντογάν θα υπερκεράσει τα αρνητικά που η Τουρκία εκπροσωπεί για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, ιδίως την υποστήριξή της στη Χαμάς, τη συνεργασία της με το Ιράν και την προσέγγιση με το Πακιστάν.
Δείτε αναλυτικά τη συνέντευξη του Έντι Ζεμενίδη στην εφημερία "Παραπολιτικά"
Οι ΗΠΑ οδεύουν στις κάλπες σε λιγότερο από τέσσερις μήνες. Ποιο είναι το φαβορί να κερδίσει τις εκλογές;Η υποψηφιότητα Τραμπ/Βανς έχει ένα ξεκάθαρο προβάδισμα. Οι δημοσκοπήσεις είναι υπέρ τους, οι στοιχηματικές τους ευνοούν και η καμπάνια του Μπάιντεν καταρρέει. Ολοένα και περισσότεροι Δημοκρατικοί ζητούν από τον πρόεδρο Μπάιντεν να παραμερίσει, οι δωρεές εξαντλούνται και τώρα ακόμα και η πλειοψηφία των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών θέλουν έναν άλλο υποψήφιο. Η μεγαλύτερη ανησυχία για τον Τζο Μπάιντεν – η ηλικία και η ικανότητα – δεν θα αλλάξει προς το καλύτερο. Αν παραμείνει Τραμπ εναντίον Μπάιντεν και η καμπάνια του Τραμπ παραμείνει τόσο πειθαρχημένη όσο ήταν τις τελευταίες εβδομάδες, το ερώτημα θα είναι αν οι Ρεπουμπλικανοί μπορούν να πάρουν το Λευκό Οίκο και τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Από την άλλη, υπάρχουν σημάδια ότι ο Τζο Μπάιντεν μπορεί τελικά να υποχωρήσει και να επιτρέψει στους Δημοκρατικούς να αντιμετωπίσουν τον Ντόναλντ Τραμπ με άλλον υποψήφιο. Το ερώτημα τότε γίνεται – μήπως είναι πολύ αργά; Οι Δημοκρατικοί μπορούν ακόμα να κερδίσουν τις «μπλε» Πολιτείες που θα μπορούσαν να τους δώσουν τον Λευκό Οίκο, οπότε μπορεί μια νέα υποψηφιότητα να ενεργοποιήσει τους ψηφοφόρους του Μπάιντεν του 2020 που παραμένουν αναποφάσιστοι για την ψήφο τους το 2024; Μπορεί να έρθουν οι λεγόμενοι ψηφοφόροι με «διπλό μίσος» (αποδοκιμάζουν και τον Μπάιντεν και τον Τραμπ) και να ψηφίσουν τον υποψήφιο των Δημοκρατικών; Η αμερικανική πολιτική έχει γίνει πιο άγρια από πολλές τηλεοπτικές σειρές (δυστυχώς ένα τραγικό μίγμα θρίλερ και κωμωδίας). Είναι σαν τα κόμματα να αποφάσισαν να συνδυάσουν το House of Cards του Netflix και το Veep του HBO και να δουν τι θα βγει. Με περισσότερους από τρεις μήνες να απομένουν, η συμβουλή μου είναι «μείνετε συντονισμένοι για το επόμενο επεισόδιο».
Αν ο Ντόναλντ Τραμπ επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, θα δούμε μια αλλαγή στον τρόπο που η Ουάσινγκτον αντιμετωπίζει τον ρόλο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και στην Ανατολική Μεσόγειο;
Θα δούμε οπωσδήποτε μια αλλαγή σε σχέση με το ΝΑΤΟ. Ο πρώην πρόεδρος Τραμπ έχει εκφράσει σταθερά την αντιπάθειά του για το ΝΑΤΟ και μια προθυμία να είναι πιο συμβιβαστικός σε σχέση με του στόχους της Ρωσίας στην Ουκρανία (θέσεις που απηχεί και ο υποψήφιος αντιπρόεδρος., Τζ.Ντ. Βανς). Την ίδια ώρα, η κυρίαρχη προτεραιότητα στην εξωτερική πολιτική μιας δεύτερης διακυβέρνησης Τραμπ θα είναι να αντιμετωπίσει την Κίνα – κάτι που θα απαιτήσει λιγότερη εμπλοκή και έμφαση στην Ευρώπη. Η Ανατολική Μεσόγειος θα είναι κάτι διαφορετικό, για συγκεκριμένους λόγους. Στην πρώτη διακυβέρνηση Τραμπ υπήρξαν μεγάλες περιφερειακές εξελίξεις, όπως οι Συμφωνίες του Αβραάμ, το East Med Gas Forum και η πρωτοβουλία 3+1, με πολλούς στον κύκλο των αξιωματούχων εθνικής ασφαλείας του Τραμπ να πιστεύουν ότι θα είχαν προχωρήσει πολύ περισσότερο αν είχαν παραμείνει στην κυβέρνηση. Η ικανότητα να διασφαλίσουν την κληρονομιά τους σε αυτές τις πρωτοβουλίες, μαζί με τον φιλοισραηλινό προσανατολισμό τους και την επιθυμία να αντιμετωπίσουν το Ιράν και τους «δορυφόρους» του, θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη προσοχή στην Ανατολική Μεσόγειο από ό,τι σε μέρη της Ευρώπης.
Πως θα διαχειριστεί μια ενδεχόμενη κυβέρνηση Τραμπ το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Δεν μπορεί να υπάρξει ολοκληρωμένη απάντηση σε αυτό το ερώτημα χωρίς να γνωρίζουμε την ομάδα εθνικής ασφαλείας που θα έχει. Για παράδειγμα, ο Υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο ήταν πολύ καλύτερος με την Ελλάδα και την Κύπρο από ό,τι ο προκάτοχός του Ρεξ Τίλερσον. Δεν έχουμε καμία ιδέα ποιον θα στείλει ο Τραμπ ως πρόεδρος στην Αθήνα για να διαδεχθεί τον πρέσβη Τσούνη ή ποιος θα αναλάβει υφυπουργός εξωτερικών με αρμοδιότητα την Ευρώπη. Υπάρχουν ορισμένοι λόγοι αισιοδοξίας για την Ελλάδα και την Κύπρο: Η προηγούμενη συνεργασία με τη διακυβέρνηση Τραμπ κατά τη θητεία Πομπέο. Η στενή σχέση μεταξύ Αθήνας, Λευκωσίας και Ιερουσαλήμ. Οι σχέσεις που έχουν Ελλάδα και Κύπρος με την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Τα εκτεταμένα δικαιώματα για βάσεις που έχει η Ελλάδα με τις ΗΠΑ, η σταθερή δαπάνη άνω του 2% του ΑΕΠ για την άμυνα και η προμήθεια αμερικανικού αμυντικού εξοπλισμού (ιδίως μαχητικά αεροσκάφη και πολεμικά πλοία) θα είναι όλα θετικά για μια διακυβέρνηση Τραμπ. Το γεγονός ότι τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία αντιστέκονται σε περαιτέρω επενδύσεις από την Κίνα θα είναι επίσης ένα συν, όπως και η αναπτυσσόμενη σχέση της Ελλάδας με την Ινδία. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η προσωπική σχέση του Τραμπ με τον Ερντογάν θα υπερκεράσει τα αρνητικά που η Τουρκία εκπροσωπεί για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, ιδίως την υποστήριξή της στη Χαμάς, τη συνεργασία της με το Ιράν και την προσέγγιση με το Πακιστάν.