Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, καλεί την κυβέρνηση να τοποθετηθεί άμεσα και να διαψεύσει τα προβοκατόρικα δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου, περί άδειας από την Άγκυρα, για την πόντιση καλωδίων στην Κάσο, τονίζοντας ότι η απάντηση μέσω πηγών, του ελληνικού υπουργείου Εθνικής Άμυνας, «δεν αρκεί και δεν συνιστά ξεκάθαρη απάντηση».

Όπως επισημαίνει το γραφείο Τύπου της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αναφορικά με τους προκλητικούς ισχυρισμούς της Τουρκίας, «πρέπει να υπάρξει ξεκάθαρη απάντηση άμεσα και να καταστεί σαφές στην τουρκική πλευρά ότι η συνέχιση των παράνομων ενεργειών της, θα έχει ως αποτέλεσμα σοβαρότατες συνέπειες τόσο στις ελληνοτουρκικές όσο και στις ευρωτουρκικές σχέσεις».

Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υπογραμμίζει ότι «η τουρκική πλευρά, επιδιώκει για άλλη μια φορά να επαναφέρει το νεό-οθωμανικό αναθεωρητικό αφήγημα της Γαλάζιας Πατρίδας και της επίκλησης του άκυρου και νομικώς ανυπόστατου τουρκολιβυκού Μνημονίου, σε μία απόπειρα αμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου» και κάνει αναφορά στα δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου, που επικαλούμενα και το τουρκικό υπουργείο Άμυνας, ισχυρίζονται ότι «οι ελληνικές Αρχές ζήτησαν άδεια από την Άγκυρα για τις δραστηριότητες του πλοίου πόντισης καλωδίων στην Κάσο» και με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα «αποδέχεται τα όσα περιέχονται στο τουρκολιβυκό μνημόνιο», καθώς και στις διαρροές από πηγές του τουρκικού υπουργείου Άμυνας, σύμφωνα με τις οποίες η Τουρκία «ευχαριστεί» τις ελληνικές και ιταλικές Αρχές «για τον σεβασμό και τη συνεργασία με τις θαλάσσιες δικαιοδοσίες» της.

«Οι απαράδεκτες αυτές δηλώσεις, είναι προδήλως έωλες και αντιβαίνουν κάθε έννοια διεθνούς νομιμότητας» τονίζει το γραφείο Τύπου της Κουμουνδούρου.

Υπενθυμίζεται ότι νωρίτερα το το υπουργείο Άμυνας απάντησε μέσω διαρροής στους προκλητικούς ισχυρισμούς της Τουρκίας σχετικά με τις έρευνες στη θαλάσσια περιοχή νοτίως της Κάσου. Από την τουρκική πλευρά είχε υποστηριχθεί, μεταξύ άλλων την Πέμπτη ότι οι έρευνες πραγματοποιήθηκαν κατόπιν τουρκικής άδειας και εντός τουρκικής υφαλοκρηπίδας, ενώ είχαν εκφραστεί και ευχαριστίες προς τις ελληνικές αρχές «για τον σεβασμό τους στη θαλάσσια δικαιοδοσία μας και τη συνεργασία τους».

Σήμερα, πηγές του ελληνικού υπουργείου Εθνικής Άμυνας απάντησαν λέγοντας: «Ουδείς “σεβασμός” επεδείχθη ή θα επιδειχθεί στο μέλλον από τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις σε παράνομες ενέργειες της Τουρκίας στη νομίμως οριοθετημένη ζώνη Ελλάδας – Αιγύπτου, όπως το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας προβλέπει και επιβάλλει».

Αναλυτικά η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ

«Ο ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ, καλεί την κυβέρνηση να τοποθετηθεί άμεσα και να διαψεύσει τα σημερινά προβοκατόρικα δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου τα οποία, επικαλούμενα και το τουρκικό Υπουργείο Άμυνας, ισχυρίζονται ότι “οι ελληνικές Αρχές ζήτησαν άδεια από την Άγκυρα για τις δραστηριότητες του πλοίου πόντισης καλωδίων στην Κάσο” και με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα “αποδέχεται τα όσα περιέχονται στο τουρκολιβυκό μνημόνιο”.

Η τουρκική πλευρά, επιδιώκει για άλλη μια φορά να επαναφέρει το νεό-οθωμανικό αναθεωρητικό αφήγημα της Γαλάζιας Πατρίδας και της επίκλησης του άκυρου και νομικώς ανυπόστατου τουρκολιβυκού Μνημονίου, σε μία απόπειρα αμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, εντάσσονται και οι διαρροές από πηγές του τουρκικού Υπουργείου Άμυνας, σύμφωνα με τις οποίες η Τουρκία…“ευχαριστεί” τις ελληνικές και ιταλικές Αρχές “για τον σεβασμό και τη συνεργασία με τις θαλάσσιες δικαιοδοσίες” της. Οι απαράδεκτες αυτές δηλώσεις, είναι προδήλως έωλες και αντιβαίνουν κάθε έννοια διεθνούς νομιμότητας.

Η απάντηση μέσω πηγών του υπουργείου Εθνικής Άμυνας ότι “ουδείς ´σεβασμός´ επεδείχθη ή θα επιδειχθεί στο μέλλον από τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις σε παράνομες ενέργειες της Τουρκίας στη νομίμως οριοθετημένη ζώνη Ελλάδας – Αιγύπτου”, δεν αρκεί και δεν συνιστά ξεκάθαρη απάντηση στο αν η ελληνική Κυβέρνηση ζήτησε άδεια για την πόντιση καλωδίων στην Κάσο. Πρέπει να υπάρξει ξεκάθαρη απάντηση άμεσα και να καταστεί σαφές στην τουρκική πλευρά ότι η συνέχιση των παράνομων ενεργειών της, θα έχει ως αποτέλεσμα σοβαρότατες συνέπειες τόσο στις ελληνοτουρκικές όσο και στις ευρωτουρκικές σχέσεις».