Τείχος προστασίας για την Πολιτική Προστασία ορθώνει η κυβέρνηση, µετά τις καταστροφικές πυρκαγιές στη ΒΑ Αττική την 11η Αυγούστου, επενδύοντας στην άµεση στήριξη των πληγέντων µε ταχείες διαδικασίες και στην αποκατάσταση των ζηµιών που άφησε στο πέρασµά της η πύρινη λαίλαπα. Από πλευράς κυβέρνησης δεν υπάρχει η πρόθεση ωραιοποίησης της κατάστασης, πολλώ δε µάλλον όταν υπάρχει µια απανθρακωµένη γυναίκα και µια µεγάλη οικολογική καταστροφή στον «πνεύµονα» του Λεκανοπεδίου.

Ωστόσο, όπως διαφάνηκε κατά τα πρώτα 24ωρα µετά τις πυρκαγιές, ούτε ο πρωθυπουργός ούτε τα στελέχη της κυβέρνησής του προτίθενται να αφήνουν αναπάντητες τις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης για αδράνεια του κρατικού µηχανισµού στην αντιµετώπιση των πυρκαγιών, αλλά και για ελλιπή σχεδιασµό στην πρόληψη των φαινοµένων, αφορίζοντας τον τοξικό λόγο πάνω στα αποκαΐδια, αλλά και κάθε επιχειρούµενη προσπάθεια εργαλειοποίησης µιας κρίσης.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, την εποµένη της καταστροφής τέθηκε σε εφαρµογή ο µηχανισµός πρώτης αρωγής µε την ενεργοποίηση 15 µέτρων για την ανακούφιση των πυρόπληκτων, ενώ σε εξέλιξη βρίσκονται οι αυτοψίες στα κτίρια (κατοικίες και επιχειρήσεις) που υπέστησαν φθορές από το καταστροφικό πέρασµα της φωτιάς, ούτως ώστε να προχωρήσει µε ταχύτητα η αποζηµίωση των πληγέντων, ενώ παράλληλα έως τις 21 του µήνα αναµένεται να ανοίξει η πλατφόρµα για την υποβολή αιτήσεων πρώτης αρωγής.

Μάλιστα, αύριο ο πρωθυπουργος, μεταβαίνει στην Πεντέλη με ολοκληρωμένο σχέδιο για την αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε στο καταστροφικό πέρασμά της η φωτιά της 11ης Αυγούστου, αλλά και απαντήσεις αναφορικά με τις ενέργειες του κρατικού μηχανισμού στη διαχείριση των πύρινων μετώπων, καθώς και στο κομβικό κομμάτι της πρόληψης των φαινομένων. Ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί τις πληγείσες περιοχές, συνοδευόμενος από τα συναρμόδια κυβερνητικά στελέχη και τους εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.


Πρωτοβουλίες

Στόχος, του Μαξίµου είναι να µην αποδοµηθεί εν συνόλω η προσπάθεια της πολιτείας για την ενίσχυση της Πολιτικής Προστασίας, ενώ µια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να παρουσιαστούν τα στοιχεία, σχετικά µε τις πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί για την πρόληψη και την αντιµετώπιση των φαινοµένων, αναµένεται να αποτελέσει η προ ηµερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή, στις αρχές Σεπτεµβρίου, µε αντικείµενο τις φωτιές της περασµένης εβδοµάδας, όπου θα γίνει από πλευράς κυβέρνησης ο απολογισµός της αντιπυρικής περιόδου, καθώς αυτή θα έχει πλέον ολοκληρωθεί.

Η κυβέρνηση θα εστιάσει στα στοιχεία του φετινού καλοκαιριού βάσει των οποίων η Πυροσβεστική από την 1η Μαΐου έχει αντιµετωπίσει πάνω από 3.543 ενάρξεις αγροτοδασικών πυρκαγιών, ενώ την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο πέρσι αντιµετώπισε 2.344 ενάρξεις πυρκαγιών, δηλαδή 50% περισσότερες το 2024 σε σχέση µε το 2023 στο ίδιο χρονικό διάστηµα, αποδοµώντας τη ρητορική της αντιπολίτευσης για ανεπάρκεια, τονίζοντας στην επιχειρηµατολογία της πως όλες αυτές οι πυρκαγιές αντιµετωπίστηκαν επιτυχώς από τον ίδιο µηχανισµό Πολιτικής Προστασίας, που κάποιοι µέσα σε λίγες ώρες έσπευσαν να απαξιώσουν.


Επιχειρησιακά

Παράλληλα, θα υπογραµµιστεί η αύξηση κατά 24%, κυρίως σε µόνιµο προσωπικό, στις δυνάµεις πυρόσβεσης, η αξιοποίηση νέων τεχνολογιών για τον εντοπισµό των εστιών, µε τα drones να ενηµερώνουν σε πραγµατικό χρόνο το Κέντρο Επιχειρήσεων, αλλά και τα στοιχεία που δείχνουν ότι το 55% του προγράµµατος «Αιγίς», που υλοποιείται από το υπουργείο Κλιµατικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας µέσω του ΤΑΙΠΕ∆, έχει ήδη συµβασιοποιηθεί ή βρίσκεται προς τελική υπογραφή µε οριστικούς αναδόχους, σηµειώνοντας ότι για το υπόλοιπο 45% οι σχετικοί διαγωνισµοί βρίσκονται σε φάση ολοκλήρωσης, µε αξιολόγηση των προσφορών που έχουν κατατεθεί. Την κυβερνητική επιχειρηµατολογία για τη βαρύτητα που προσδίδει στον συγκεκριµένο τοµέα ενισχύει η αυστηροποίηση του Ποινικού Κώδικα, µε τις ποινές να είναι υψηλές, ακόµα και για τις πυρκαγιές εξ αµελείας, και οι διατάξεις που προώθησε, βάσει των οποίων ο εµπρησµός που οδηγεί σε απώλεια ζωής τιµωρείται µε ισόβια και ο εµπρησµός δάσους, αν οδηγήσει σε οικολογική καταστροφή, είναι πλέον κακούργηµα και η ποινή του φτάνει τα 20 χρόνια κάθειρξης και τα 200.000 ευρώ χρηµατική ποινή.