Μία ακόμα συνεδρίαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων που όσα περιγράφουν οι συγγενείς των θυμάτων για την εθνική τραγωδία του 2018 για όσα έγιναν, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από τη φονική πυρκαγιά σοκάρουν.

H Μαρία Αβραμίδου έχασε τη μητέρα, την αδελφή της, τον γαμπρό της και τον ανιψιό της και όπως είπε καταθέτοντας στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων είναι αδιανόητο πως αυτή η εθνική τραγωδία του 2018 συνέβη 32 χιλιόμετρα από τη Βουλή των Ελλήνων.

Η Μαρία Αβραμίδου στις 23 Ιουλίου βρισκόταν στο Μάτι, έφυγε ωστόσο πριν φτάσει η φωτιά για να επιστρέψει στην Αθήνα. «Γύρω στις 6 και τέταρτο μιλάω με την αδελφή μου και ήταν σε πανικό, σε σοκ μου λέει "θα καεί το σπίτι" και μου το κλείνει. Μιλάω με τη μητέρα μου, είχαν πάρει τα αυτοκίνητα και είχαν μπλοκαριστεί στη λεωφόρο δημοκρατίας. Κάποια στιγμή μου λέει «τι είναι αυτό φωτιά» και μου το κλείνει. Θεώρησα ότι είναι υπερβολή της μαμάς μου» περιέγραψε η μάρτυρας.

Όπως είπε στη διαδρομή της επιστροφής δεν συνάντησε πυροσβεστικά. Κάποια στιγμή, οι επικοινωνίες με την οικογένεια της, σταμάτησαν. «Γύρω στις 7:30 το σήκωσε κάποιος στο 199. Του λέω θέλω να μάθω τι γίνεται στο Μάτι, έχουν τέσσερις ανθρώπους, μου είπε δεν "έχω κάτι, αφήστε το τηλέφωνο και θα σας πάρω εγώ" Φυσικά δεν με πήρε πότε.

Άκουσα από κάπου πως άρχισαν να παίρνουν ανθρώπους στα νοσοκομεία και μιλάω με δικούς να σκορπιστούμε στα νοσοκομεία…Ακούω ότι φέρνουν ανθρώπους στο λιμάνι της Ραφήνας και παίρνω μπουρνούζια και πετσέτες και κατευθυνόμαστε εκεί.

Προσπαθούσα να βρω κάποιον από δικούς μου. Γύρω στις δώδεκα με μία, βλέπω κάποιο γνωστό μου που βγαίνει από βάρκα και μου λέει υπάρχουν πολλοί νεκροί πίσω και εκεί μου κόπηκαν τα πόδια. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως οι δικοί μου δεν θα σωθούν. Στις πέντε το πρωί οι τελευταίες βάρκες έφερναν τουρίστες ξένους και ρωτάω εάν θα φέρουν και άλλους. Μου λένε θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε. Πήγαμε στο λιμεναρχείο και τους δηλώνουμε αγνοούμενους», τόνισε.

Συγκλονίζει μάρτυρας στη δίκη για το Μάτι: Αντικρίσαμε ένα σκηνικό πολέμου

Η μάρτυρας είχε να διαχειριστεί και το γεγονός πως ο άλλος γιος της αδελφής της βρισκόταν εκτός Αθηνών και κανόνισε να επιστρέψει. «Όταν έφτασε ο ανιψιός μου, πήγαμε στο Μάτι, το πρώτο που είδαμε ήταν καμένα αυτοκίνητα, αντικρίσαμε ένα σκηνικό πολέμου, η αγριότητα του τοπίου ήταν απερίγραπτη, προχώρησε με ένα φίλο του και κάποια στιγμή βρήκαν τα αυτοκίνητα των δικών μας, άθικτα.

Συνεχίσαμε να ψάχνουμε για μέρες. Τελικά, ταυτοποιήθηκαν μέσω του DNA. Τα επόμενα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, φοβόμουν μην κάνει κακό στον εαυτό του,μην μπλέξει, ήταν όλα στάχτες η ζωή μας, έπρεπε να ξαναγεννηθούμε και να προχωρήσουμε. Είναι κάτι για εμάς που δε θα περάσει πότε, η ζωή μας έγινε πολύ χειρότερη σε όλους τους τομείς, είναι αδιανόητο ότι 32 χιλιόμετρα από τη Βουλή των Ελλήνων έγινε αυτό, κάηκαν 104 άνθρωποι, 58 εγκαυματίες, πνίγηκαν άνθρωποι στη θάλασσα, δεν μπορεί να είναι τυχαίο γεγονός, σίγουρα κάτι δεν πήγε κάτι καλά, δεν έγινε επιχείρηση εκείνη ημέρα», είπε ακόμη.

Η μάρτυρας μάλιστα είπε πως υπήρξε τυχερή που κατάφερε να φύγει εκείνη τη χρονική στιγμή καθώς πέντε λεπτά μετά περιπολικό έστελνε τον κόσμο στο Μάτι. «Τα βάλανε μαζί μας, μας κουνάγανε το δάκτυλο, δεν μας σεβάστηκαν ούτε πριν από τη φωτιά, ούτε μετά. Δυστυχώς νιώσαμε ότι δεν μας ακούνε, από το προηγούμενο Δικαστήριο» τόνισε επίσης η μάρτυρας.

Η Αγγελική Παλαιολογοπούλου, η οποία ήταν μαζί με την αδελφή και το γιο της προηγουμένης μάρτυρα στο αυτοκίνητο, περιέγραψε μία μεγάλη έκρηξη. «Για πολλή ώρα ακουγόταν φωνές, ουρλιαχτά, δεν ήξερα τι να κάνω, με αρπάζει ένας άνθρωπος και μου λέει "καιγόμαστε, έλα", ήξερα πως υπάρχει παραλία, κατέβηκα 60 σκαλοπάτια, κατεβαίνοντας μπουρλότιασε και αυτό» είπε στο δικαστήριο και πρόσθεσε πως περίμεναν βοήθεια αλλά δεν ήρθε ποτέ. Κάποια στιγμή ακούσαμε ένα αχνό φως και ακούσαμε από ντουντούκα ότι θα έρθουν δύο αλιευτικά» είπε η μάρτυρας.

Στη συνέχεια, όπως περιέγραψε όταν άκουσε στις ειδήσεις που «είπαν ο πρωθυπουργός και οι υπόλοιποι, πως όλα πήγαν καλά» θεώρησε πως και οι άνθρωποι που μαζί μπορεί να είχαν επιβιώσει. «Μέσα μου πίστευα πως δεν θα ζούνε. Έχοντας ζήσει όλα αυτά» τόνισε η μάρτυρας.

Στη θάλασσα βρέθηκε με τους γονείς της για να σωθεί και και η Ελένη Παπαποστόλου μαζί με τη μητέρα της και τον ιερέα - πατέρα της. «Πήγαμε στη θάλασσα, ερχόταν πολύ καυτός αέρας, ήταν πολύ ανησυχητικό όλο αυτό, το πρώτο μέλημα μου ήταν ο πατέρας μου, λόγω της κατάστασης της υγείας του…» περιέγραψε η μάρτυρας. Όπως είπε κάποια στιγμή το σκηνικό έγινε «πιο απειλητικό, πιο έντονο, άρχισαν να ακούγονται εκρήξεις για μένα ήταν πόλεμος, όλα έγιναν μαύρα».

Η μάρτυρας κλαίγοντας εξιστόρησε τις τελευταίες στιγμές του πατέρα της. «Όταν άρχισε να αγριεύει η θάλασσα προσπαθούσα με την μητέρα μου, να κρατήσουμε τον πατέρα μου στην επιφάνεια, ερχόταν τα κύματα κατά πάνω μας. Τότε άκουσα για πρώτη φορά τον πατέρα μου να φωνάζει βοήθεια, είχα κουραστεί πολύ αλλά έκανα τα πάντα να τον κρατήσω στην επιφάνεια (κλαίγοντας), κράτησε μία ώρα αυτό. Σηκώνει τα χέρια του ψηλά και λέει "Θεέ μου συγχώρεσε με", γυρνάει στη μητέρα μου "σας ευχαριστώ για όσα έχετε κάνει για μένα", και λέει και "σε όλους…" και αυτή ήταν η τελευταία του λέξη, ακούγεται βρόγχος και έφυγε από τη ζωή» είπε η μάρτυρας.

Οι συγγενείς των θυμάτων ωστόσο ταλαιπωρήθηκαν και στη συνέχεια όταν χρειάστηκε να δώσουν dna για να ταυτοποιηθούν οι δικοί τους άνθρωποι προκειμένου να μπορέσουν να τους θάψουν όπως περιέγραψε η μάρτυρας στην κατάθεση της. Η δίκη συνεχίζεται τη Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου.