Στη Νέα Υόρκη ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο Τούρκος πρόεδρος θα θέσουν τον νέο οδικό χάρτη του ελληνοτουρκικού διαλόγου ενόψει και της σύγκλησης στο τέλος του έτους του Ανώτατου Συμβούλιου Συνεργασίας, αναφέρει ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα».

«Το γεγονός ότι, παρά τις σημαντικές διαφωνίες που υφίστανται, διατηρούνται ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας αποτυπώνει τη βούληση των μερών να εδραιώσουν την ηρεμία και τη σταθερότητα στη γειτονιά μας», τονίζει χαρακτηριστικά.

Όπως αναφέρει, η Ελλάδα «προσέρχεται στον διάλογο επί του μόνου ζητήματος που μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας, δηλαδή την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ με την αυτοπεποίθηση που της προσδίδει η αναβαθμισμένη διπλωματική της θέση».

«Στη συγκυρία αυτή, θεωρώ ότι υφίσταται, πράγματι, ένα παράθυρο ευκαιρίας ώστε να διασφαλιστεί μακρά ειρήνη στην περιοχή μας», υπογραμμίζει και προσθέτει: «Η απόφαση ότι είναι ώριμες οι συνθήκες ώστε να εξουσιοδοτηθούν οι δύο Υπουργοί Εξωτερικών να εξετάσουν αν υπάρχει περιθώριο εξεύρεσης κοινά αποδεκτής λύσης εναπόκειται στους ηγέτες των δύο χωρών».

Ερωτηθείς για το Κυπριακό, ο κ. Γεραπετρίτης αναφέρει ότι «μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα απραξίας και κατόπιν έντονης διπλωματικής δραστηριότητας της ελληνικής κυβέρνησης, σε σύμπνοια με την Κυπριακή Δημοκρατία, έχει επανέλθει στην πρώτη γραμμή της ατζέντας του ΟΗΕ».

Παράλληλα, προσθέτει, εντός της ΕΕ εξελίσσεται η συζήτηση περί ευρωτουρκικών σχέσεων, με αναφορά στο Κυπριακό, όπως καταγράφηκε στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Απρίλιο 2024. Σημειώνει δε ότι «η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων δημιουργεί πιο εύφορο έδαφος».

«Είναι, εντούτοις, αυτονόητο ότι η επανεκκίνηση του διαλόγου στην κατεύθυνση της εξεύρεσης μόνιμης, δίκαιης και βιώσιμης λύσης για την επανένωση του νησιού δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει εκτός του πλαισίου των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία. Λύση χωρίς συζήτηση δεν μπορεί να υπάρξει, όμως συζήτηση που θέτει όρους εκτός του διεθνούς δίκαιου είναι μη αποδεκτή», τονίζει.

Αναφορικά με την παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών από την κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας, ο υπουργός Εξωτερικών σημειώνει πως ανεξάρτητα από την πολιτική στάση του καθενός, η Συμφωνία είναι διεθνές κείμενο δεσμευτικό για τα μέρη, το οποίο υπερισχύει κάθε διάταξης νόμου και δεν μπορεί να τροποποιηθεί μονομερώς.

«Παρακολουθούμε συστηματικά την παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών εκ μέρους της ηγεσίας της Βόρειας Μακεδονίας και αντιδρούμε άμεσα και αδιάλειπτα σε πολιτικό και υπηρεσιακό επίπεδο, ενημερώνοντας τους εταίρους μας διμερώς και τους διεθνείς οργανισμούς».

«Εάν συνεχιστεί η παραβίαση του πυρήνα της Συμφωνίας, υφίστανται ασφαλιστικές δικλείδες τις οποίες η χώρα μας γνωρίζει άριστα. Η επιλεκτική εφαρμογή του διεθνούς δικαίου έχει τίμημα».

Ο λαϊκισμός στα εθνικά θέματα είναι ολέθριος

Αναφορικά με τα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης, που χαρακτηρίζει την πιο ομαλή και πλέον ευημερούσα περίοδος της σύγχρονης ιστορίας, σημειώνει πως «ο ρόλος της Νέας Δημοκρατίας ήταν κομβικός, αφού συνέβαλε καθοριστικά τόσο στην εδραίωση και εμβάθυνση των δημοκρατικών θεσμών όσο και στην επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας».

«Τα επιτεύγματα της μεταπολιτευτικής περιόδου βασίστηκαν στην υγιή λειτουργία του πολιτικού συστήματος, ένα κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης με ισχυρά θεσμικά αντίβαρα, που επέτρεψε την επί μακρόν ομαλή διαδοχή κυβερνήσεων».

Στο πλαίσιο αυτό, προσθέτει, «η άρθρωση αξιόπιστου λόγου από τα μείζονα κόμματα της αντιπολίτευσης, που βρίσκονται σε φάση ανασυγκρότησης, είναι επιβεβλημένη, ειδικά σε μια περίοδο που η χώρα καλείται να αντιμετωπίσει σύνθετες προκλήσεις».

«Η παρατεταμένη κομματική εσωστρέφεια ενεργοποιεί τον βάκιλο του λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα είναι επικίνδυνος στα εθνικά θέματα είναι ολέθριος», υπογραμμίζει.

Ο υπουργός Εξωτερικών επισημαίνει πως το υπουργείο στηρίζεται στο «τρίπτυχο: εμπιστοσύνη στην υπηρεσία, σεβασμός στους θεσμούς, διπλωματία αρχών».

Όπως αναφέρει, αξιοποιεί και αναδεικνύει το προσωπικό του υπουργείου, ενημερώνει τακτικά το Κοινοβούλιο και περιοδικά κατ' ιδίαν τους πολιτικούς αρχηγούς, συγκαλεί το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, ασκεί εξωτερική πολιτική αρχών και όχι συναλλακτική διπλωματία, κερδίζοντας σε αξιοπιστία.

«Με σοβαρότητα, γνώση και φρόνηση συνομιλούμε με όλους και αναπτύσσουμε διεθνές κεφάλαιο μεγαλύτερο από το μέγεθος της χώρας μας», τονίζει.

«Η πανηγυρική, σχεδόν ομόφωνη, εκλογή μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με σημαία την προσήλωση στο διεθνές δίκαιο και την ειρηνική επίλυση διαφορών, επιβεβαιώνει τη διπλωματική μας ισχύ και θέτει τα θεμέλια της περαιτέρω διεθνούς αναγνώρισης. Με υπερηφάνεια για την πατρίδα και ασφάλεια για το μέλλον».

Ερωτηθείς για το μεταρρυθμιστικό έργο της κυβέρνησης, αναφέρει ότι η κυβέρνηση από το 2019 ξεκίνησε μια μεγάλη προσπάθεια να αλλάξει η νοοτροπία και για παράδειγμα αναφέρει το νόμο για το επιτελικό κράτος που καθιέρωσε για πρώτη φορά ενιαίο εγχειρίδιο διακυβέρνησης, το νέο δικαστικό χάρτη που εκκρεμούσε 100 χρόνια, τα μη κρατικά πανεπιστήμια, το gov.gr, τον κλιματικό νόμο.

«Αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αλλά όχι επαρκείς. Απαιτείται περαιτέρω προσήλωση στο πρόγραμμά μας, συντονισμός των πολλών συναρμοδιοτήτων και επαγγελματισμός στην υλοποίηση. Και, κυρίως, απαιτείται να εμείνουμε στο πρόταγμα του Πρωθυπουργού να είμαστε ταπεινοί και γειωμένοι με την κοινωνία», τονίζει.

Τέλος, αναφορικά με τη δική του πορεία από το πανεπιστήμιο στην πολιτική, σημειώνει: «Αισθανόμουν πάντοτε ηθικό χρέος να ανταποδώσω στην πατρίδα μου για την ευκαιρία που μου δόθηκε να μαθητεύσω σε ένα σπουδαίο πρότυπο σχολείο, να σπουδάσω στην Ελλάδα και το εξωτερικό με κρατική υποτροφία και να διδάξω στο μεγαλύτερο ελληνικό πανεπιστήμιο. Για τον λόγο αυτό, η απόφαση να συμμετέχω στα κοινά δεν ήταν δύσκολη».

Όμως χαρακτηρίζει τη μετάβαση αυτή «βίαιη», γιατί έπρεπε να προσαρμοστεί «από τη μια μέρα στην άλλη, σε μια διαφορετική πραγματικότητα, χωρίς εκπτώσεις σε όσα επί μακρόν δίδασκα στους φοιτητές μου, ενσωματώνοντας στον ορθολογικό τρόπο σκέψης και συνιστώσες όπως το πολιτικό αντίτιμο κάθε πράξης, που όμως ποτέ στην πολιτική διαδρομή μου δεν έγινε αποφασιστικό κριτήριο επιλογής».

«Δυστυχώς, η εχθροπάθεια, η μισαλλοδοξία και η έλλειψη ορίων στον δημόσιο λόγο είναι μια καθημερινή γροθιά στο στομάχι και απαιτεί ανεξάντλητα αποθέματα ψυχραιμίας και στοχοπροσήλωσης ώστε να εξακολουθεί κανείς να πράττει ανεπηρέαστος το ορθό», αναφέρει.

«Σε αυτό με βοηθά η βασική μου επιλογή να διατηρώ πυλώνες ισορροπίας στη ζωή μου. Κρατώ χαμηλούς τόνους, διατηρώ τις συνήθειες και τις συναναστροφές που είχα ανέκαθεν, παραμένω απλός και προσηνής στην καθημερινότητά μου. Προσπαθώ να υπηρετώ το αξίωμα που μου εμπιστεύτηκε η χώρα μου όχι ως πολιτικός, αλλά ως πολίτης», καταλήγει.