Στα δεξιά το μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση - Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τον δρόμο για το Μαξίμου
Εντείνονται οι ζυμώσεις για την Προεδρία της Δημοκρατίας
Τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων δείχνουν τον δρόμο για τις επόμενες κυβερνητικές πρωτοβουλίες, αλλά και για το Προεδρικό Μέγαρο – Οι ζυμώσεις για την Προεδρία της Δημοκρατίας
Στη σκιά του πρόσφατου 28% των ευρωεκλογών, αλλά και της αύξησης της επιρροής των σχηματισμών στα δεξιά της Ν.Δ. εξελίχθηκε η φετινή παρουσία του πρωθυπουργού στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης. Η απόλυτη κυριαρχία των προηγούμενων χρόνων αποτελούσε μεν βασικό χαρακτηριστικό του πολιτικού σκηνικού εν μέσω του οποίου ανέβηκε στη συμπρωτεύουσα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ωστόσο αυτά τα δύο στοιχεία όχι μόνο διαφοροποίησαν τα δεδομένα, αλλά και καθόρισαν το γενικότερο κλίμα. Παράλληλα, βέβαια, δείχνουν και την κατεύθυνση στην οποία θα πρέπει να εστιάσει η κυβέρνηση το αμέσως επόμενο διάστημα, με τον πρωθυπουργό και τους αρμόδιους υπουργούς να δίνουν ένα ισχυρό πρώτο στίγμα την εβδομάδα που πέρασε.
Είναι σαφές ότι στο επίκεντρο των εξαγγελιών της Θεσσαλονίκης επιχειρήθηκε να βρεθούν οι παρεμβάσεις που αφενός απαντούν σε ζητήματα άμεσης ανάγκης για την κοινωνία και αφετέρου «αγγίζουν» τον πυρήνα των διαχρονικών ενδιαφερόντων της κεντροδεξιάς βάσης. Ο λόγος για περιπτώσεις όπως το Δημογραφικό, με τις ενισχύσεις για τους τρίτεκνους, το κομμάτι της στέγασης, με την αύξηση των δικαιούχων των σχετικών προγραμμάτων, καθώς και την επέκταση του επιδόματος μητρότητας. «Με δεδομένο ότι μεγάλες παροχές ή συγκεκριμένες υποσχέσεις και χρονοδιαγράμματα για την ακρίβεια δεν μπορούν να υπάρξουν, αφού πρόκειται για μέτωπα που επηρεάζονται άμεσα από τις διεθνείς συνθήκες, δρομολογήθηκαν στοχευμένες πρωτοβουλίες με συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό αποτύπωμα», αναφέρουν οι γνωρίζοντες τη λογική με την οποία πορεύθηκε το Μέγαρο Μαξίμου.
Εξάλλου, όλο αυτό το διάστημα ήταν πανθομολογούμενο στους κυβερνητικούς κύκλους πως οι στρατηγικές κινήσεις των τελευταίων μηνών πριν και μετά τις ευρωεκλογές, όπως η συμμετοχή Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο της Ν.Δ., η τοποθέτηση του Απόστολου Τζιτζικώστα στην Κομισιόν ή ακόμα και οι σκέψεις για την προώθηση στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα ενός πολιτικού προσώπου από τα σπλάχνα της κυβερνώσας παράταξης, μπορεί όντως να βοηθούν στην επαναπροσέγγιση με τους παραδοσιακούς «γαλάζιους» ψηφοφόρους, αλλά θα έπρεπε να συνδυαστούν και με συγκεκριμένες πολιτικές.
Ως εκ τούτου, πέραν των όσων είπε ο πρωθυπουργός, κορυφαίοι παράγοντες του οικονομικού επιτελείου αφήνουν τεχνηέντως ανοικτά παράθυρα περί επερχόμενων ενεργειών και για τα κρίσιμα σημεία για τα οποία δεν υπήρξαν σαφείς δεσμεύσεις, όπως το μέτωπο των ελεύθερων επαγγελματιών, το νομοσχέδιο για τη φορολόγηση των οποίων στοίχισε ακριβά στις κάλπες της 9ης Ιουνίου.
Η παράμετρος αυτή ενισχύεται επιπλέον και από τα ευρήματα των πρώτων μετρήσεων που είδαν το φως της δημοσιότητας μετά την 88η ΔΕΘ και καταδεικνύουν είτε μια σταθερότητα της Ν.Δ. πέριξ των ποσοστών των ευρωπαϊκών εκλογών είτε μια μικρή αύξηση, που την επαναφέρει κοντά στο ψυχολογικό όριο του 30%, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ καταρρέει και το ΠΑΣΟΚ ενισχύεται μεν, αλλά παραμένει σε ποσοστά μακριά απο τον πήχη του 20%. Ομως, η δυναμική που συνεχίζουν να διαθέτουν όχι πια μόνο ο Κυριάκος Βελόπουλος, αλλά και η Αφροδίτη Λατινοπούλου, η οποία αυξάνει σταθερά την επιρροή της (ταυτόχρονα η «Νίκη» βαδίζει σταθερά σε ποσοστά αρκετά πάνω από 3%), έρχεται να υπενθυμίσει σε κεντρογενείς και δεξιούς του Μαξίμου πως ο εν λόγω παράγων θα πρέπει να έχει περίοπτη θέση στις αναλύσεις και τις στοχεύσεις του πρωθυπουργικού επιτελείου.
Το γεγονός αυτό είχε «προβληματίσει» και τότε την ηγεσία της κυβέρνησης, ωστόσο φαίνεται να έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις δεύτερες σκέψεις που έγιναν στο ύψιστο επίπεδο σε ό,τι αφορά το θέμα της Προεδρίας. Σε αυτή τη συγκυρία, όλα τα ενδεχόμενα φαντάζουν ανοικτά (ακόμα και για ένα πολιτικό πρόσωπο κοινής αποδοχής χωρίς νεοδημοκρατικές αναφορές), με τα σενάρια που έχουν να κάνουν με πρόσωπα τα οποία θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τη στόχευση της συσπείρωσης του συνόλου της κεντροδεξιάς δεξαμενής και παράλληλα να καταστούν αποδεκτά από όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων πολιτών, χάρη στην πολιτική ή την κοινωνική τους εμβέλεια, να δίνουν και να παίρνουν.
Πέραν του Νίκου Δένδια, έχουν ακουστεί οι περιπτώσεις του προέδρου της Βουλής, Κώστα Τασούλα, αλλά και του άλλοτε αντιπροέδρου της κυβέρνησης Μητσοτάκη και πρώην υπηρεσιακού πρωθυπουργού Παναγιώτη Πικραμμένου. Τα ονόματα των Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά, αν και αναφέρθηκαν από τους συνομιλητές τους εντός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κυβερνώντος κόμματος, για πολλούς και διάφορους λόγους, που έχουν να κάνουν και με τις κάθε άλλο παρά στενές σχέσεις των ίδιων με το σημερινό πρωθυπουργικό σύστημα, ουδέποτε φαίνεται να εισήλθαν σε κάποια σοβαρή διεργασία ή έστω να αποτυπώθηκαν σε συζητήσεις του στελεχιακού δυναμικού ή της βάσης για την Προεδρία της Δημοκρατίας, στην παρούσα τουλάχιστον φάση.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Είναι σαφές ότι στο επίκεντρο των εξαγγελιών της Θεσσαλονίκης επιχειρήθηκε να βρεθούν οι παρεμβάσεις που αφενός απαντούν σε ζητήματα άμεσης ανάγκης για την κοινωνία και αφετέρου «αγγίζουν» τον πυρήνα των διαχρονικών ενδιαφερόντων της κεντροδεξιάς βάσης. Ο λόγος για περιπτώσεις όπως το Δημογραφικό, με τις ενισχύσεις για τους τρίτεκνους, το κομμάτι της στέγασης, με την αύξηση των δικαιούχων των σχετικών προγραμμάτων, καθώς και την επέκταση του επιδόματος μητρότητας. «Με δεδομένο ότι μεγάλες παροχές ή συγκεκριμένες υποσχέσεις και χρονοδιαγράμματα για την ακρίβεια δεν μπορούν να υπάρξουν, αφού πρόκειται για μέτωπα που επηρεάζονται άμεσα από τις διεθνείς συνθήκες, δρομολογήθηκαν στοχευμένες πρωτοβουλίες με συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό αποτύπωμα», αναφέρουν οι γνωρίζοντες τη λογική με την οποία πορεύθηκε το Μέγαρο Μαξίμου.
Εξάλλου, όλο αυτό το διάστημα ήταν πανθομολογούμενο στους κυβερνητικούς κύκλους πως οι στρατηγικές κινήσεις των τελευταίων μηνών πριν και μετά τις ευρωεκλογές, όπως η συμμετοχή Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο της Ν.Δ., η τοποθέτηση του Απόστολου Τζιτζικώστα στην Κομισιόν ή ακόμα και οι σκέψεις για την προώθηση στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα ενός πολιτικού προσώπου από τα σπλάχνα της κυβερνώσας παράταξης, μπορεί όντως να βοηθούν στην επαναπροσέγγιση με τους παραδοσιακούς «γαλάζιους» ψηφοφόρους, αλλά θα έπρεπε να συνδυαστούν και με συγκεκριμένες πολιτικές.
Ως εκ τούτου, πέραν των όσων είπε ο πρωθυπουργός, κορυφαίοι παράγοντες του οικονομικού επιτελείου αφήνουν τεχνηέντως ανοικτά παράθυρα περί επερχόμενων ενεργειών και για τα κρίσιμα σημεία για τα οποία δεν υπήρξαν σαφείς δεσμεύσεις, όπως το μέτωπο των ελεύθερων επαγγελματιών, το νομοσχέδιο για τη φορολόγηση των οποίων στοίχισε ακριβά στις κάλπες της 9ης Ιουνίου.
Η παράμετρος αυτή ενισχύεται επιπλέον και από τα ευρήματα των πρώτων μετρήσεων που είδαν το φως της δημοσιότητας μετά την 88η ΔΕΘ και καταδεικνύουν είτε μια σταθερότητα της Ν.Δ. πέριξ των ποσοστών των ευρωπαϊκών εκλογών είτε μια μικρή αύξηση, που την επαναφέρει κοντά στο ψυχολογικό όριο του 30%, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ καταρρέει και το ΠΑΣΟΚ ενισχύεται μεν, αλλά παραμένει σε ποσοστά μακριά απο τον πήχη του 20%. Ομως, η δυναμική που συνεχίζουν να διαθέτουν όχι πια μόνο ο Κυριάκος Βελόπουλος, αλλά και η Αφροδίτη Λατινοπούλου, η οποία αυξάνει σταθερά την επιρροή της (ταυτόχρονα η «Νίκη» βαδίζει σταθερά σε ποσοστά αρκετά πάνω από 3%), έρχεται να υπενθυμίσει σε κεντρογενείς και δεξιούς του Μαξίμου πως ο εν λόγω παράγων θα πρέπει να έχει περίοπτη θέση στις αναλύσεις και τις στοχεύσεις του πρωθυπουργικού επιτελείου.
Στην ατζέντα
Στο πλαίσιο αυτό και παρά τον χαρακτηρισμό «προβληματικό» που χρησιμοποίησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης -χάριν της διατήρησης της θεσμικότητας- για το πρωτοσέλιδο των «Π» αναφορικά με τις εισηγήσεις για πιθανή διαδοχή της Κατερίνας Σακελλαροπούλου από τον Νίκο Δένδια, είναι πλέον ξεκάθαρο πως το σενάριο για επαναφορά πολιτικού προσώπου, και δη από τον χώρο της Ν.Δ., στο Προεδρικό Μέγαρο βρίσκεται για τα καλά στην ατζέντα του Μαξίμου. Αλλωστε, το θέμα προκύπτει από μόνο του, από την ώρα που η κυβερνητική πλειοψηφία έχει πλέον τη δυνατότητα να εκλέξει Πρόεδρο χωρίς τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις και το ανάλογο αίτημα είχε τεθεί επιτακτικά από μια σημαντική μερίδα «γαλάζιων» βουλευτών στη μετεκλογική συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.Το γεγονός αυτό είχε «προβληματίσει» και τότε την ηγεσία της κυβέρνησης, ωστόσο φαίνεται να έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις δεύτερες σκέψεις που έγιναν στο ύψιστο επίπεδο σε ό,τι αφορά το θέμα της Προεδρίας. Σε αυτή τη συγκυρία, όλα τα ενδεχόμενα φαντάζουν ανοικτά (ακόμα και για ένα πολιτικό πρόσωπο κοινής αποδοχής χωρίς νεοδημοκρατικές αναφορές), με τα σενάρια που έχουν να κάνουν με πρόσωπα τα οποία θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τη στόχευση της συσπείρωσης του συνόλου της κεντροδεξιάς δεξαμενής και παράλληλα να καταστούν αποδεκτά από όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων πολιτών, χάρη στην πολιτική ή την κοινωνική τους εμβέλεια, να δίνουν και να παίρνουν.
Πέραν του Νίκου Δένδια, έχουν ακουστεί οι περιπτώσεις του προέδρου της Βουλής, Κώστα Τασούλα, αλλά και του άλλοτε αντιπροέδρου της κυβέρνησης Μητσοτάκη και πρώην υπηρεσιακού πρωθυπουργού Παναγιώτη Πικραμμένου. Τα ονόματα των Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά, αν και αναφέρθηκαν από τους συνομιλητές τους εντός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κυβερνώντος κόμματος, για πολλούς και διάφορους λόγους, που έχουν να κάνουν και με τις κάθε άλλο παρά στενές σχέσεις των ίδιων με το σημερινό πρωθυπουργικό σύστημα, ουδέποτε φαίνεται να εισήλθαν σε κάποια σοβαρή διεργασία ή έστω να αποτυπώθηκαν σε συζητήσεις του στελεχιακού δυναμικού ή της βάσης για την Προεδρία της Δημοκρατίας, στην παρούσα τουλάχιστον φάση.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά