Έπειτα από ενάμιση χρόνο σχετικής νηνεμίας στα Ελληνοτουρκικά, φαίνεται πως ο πρώτος κύκλος του κεφαλαίου αυτού της βελτίωσης των διμερών σχέσεων ολοκληρώθηκε και έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: σημαντική μείωση των υπερπτήσεων στο Αιγαίο, στενή συνεργασία για τη μείωση των μεταναστευτικών ροών σε ξηρά (Εβρος) και θάλασσα, προώθηση της λεγόμενης «θετικής ατζέντας», πρόοδος στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις. Το επόμενο κεφάλαιο είναι και το πιο δύσκολο στις σχέσεις των δύο χωρών και φέρει τον τίτλο «οριοθέτηση οικονομικών θαλάσσιων ζωνών (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ) στη Χάγη ή στο Αμβούργο»:

Στη γερμανική μεγαλούπολη εδρεύει το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας, που επίσης εξετάζεται κατά πληροφορίες από την ελληνική πλευρά ως το κατάλληλο ίσως όργανο για να λύσει τη μεγάλη διαφορά μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας. Σε κάθε περίπτωση, για να φτάσουν οι δύο χώρες ενώπιον διεθνούς δικαστηρίου για τη μόνη διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα, όπως έχει εξηγήσει ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, «με δεδομένο ότι η Τουρκία δεν έχει προσυπογράψει τη διεθνή συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας και, επομένως, τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Χάγης, θα πρέπει να υπάρξει ένα συνυποσχετικό το οποίο θα καθορίζει το εύρος της διαφοράς».

Η επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας

Στο Αιγαίο, η διαφορά είναι διμερής και πρέπει να προηγηθεί η επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας, που αποτελεί ζήτημα εθνικής κυριαρχίας και είναι κάτι που η Αθήνα έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν διαπραγματεύεται. Στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως σημειώνουν διπλωματικές πηγές, τα πράγματα ίσως φαίνονται πιο απλά, λόγω του εύρους της θάλασσας, ωστόσο είναι αρκετά σύνθετα, αφού αναγκαστικά εμπλέκονται ακόμα τρεις χώρες: η Κύπρος, η Αίγυπτος και η Λιβύη, που έχουν θαλάσσια σύνορα είτε με την Ελλάδα είτε με την Τουρκία είτε και με τις δύο χώρες.

Η προοπτική αυτή δεν έχει τεθεί ακόμη στο τραπέζι, έχει ωστόσο καλλιεργηθεί το έδαφος ώστε να συζητηθεί, αρχικά σε στάδιο διερευνητικό και σε επίπεδο των υπουργών Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν. «Η θέση μας είναι πάγια ότι αυτό είναι ένα ζήτημα πια το οποίο οι υπουργοί Εξωτερικών θα εκτιμήσουν πότε μπορούν να εξειδικεύσουν περισσότερο», ανέφεραν μετά τη Νέα Υόρκη κυβερνητικές πηγές, διευκρινίζοντας ότι είναι ένα ζήτημα το οποίο το χειρίζονται πια οι υπουργοί Εξωτερικών στο πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου.

Οι ίδιες πηγές κατέγραφαν ως θετική εξέλιξη την τοποθέτηση του προέδρου της Τουρκίας στη διάρκεια της ομιλίας του στα Ηνωμένα Εθνη: «Η οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών σε συμφωνία με το Διεθνές Δίκαιο, η ελευθερία και η ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και η ανάπτυξη συνεργασίας, ειδικά στα ζητήματα θαλάσσιου εμπορίου, είναι προς το κοινό συμφέρον όλης της περιοχής», είπε ο Ταγίπ Ερντογάν. Οπως τονίζουν, «αν ποτέ καταφέρουμε να λύσουμε το ζήτημα αυτό, μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να το έχουμε βρει. Αρα, το γεγονός ότι έχουμε συμφωνήσει τουλάχιστον στη βασική λογική είναι μία θετική εξέλιξη». Η Ελλάδα έχει φτάσει μία φορά στο παρελθόν στη Χάγη για την υφαλοκρηπίδα, χωρίς ωστόσο να την ακολουθήσει η Τουρκία. Το 1976, επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, η χώρα μας έφερε το θέμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και, παράλληλα, προσέφυγε μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Η Τουρκία επικαλέστηκε τη μη αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από αυτήν και, συνεπώς, το Δικαστήριο δεν υπεισήλθε στην ουσία του ζητήματος, για τυπικούς λόγους, λόγω έλλειψης αρμοδιότητας. Οι δύο χώρες άρχισαν, ωστόσο, διαπραγματεύσεις για το θέμα της υφαλοκρηπίδας τον Νοέμβριο του 1976, συνυπογράφοντας το Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο έθετε το πλαίσιο του διαλόγου. Ο διάλογος τερματίστηκε άδοξα πέντε χρόνια αργότερα, το 1981, λόγω της αδιάλλακτης στάσης της Τουρκίας.


Τι προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας

Τέσσερις και πλέον δεκαετίες αργότερα, το δεδομένο παραμένει το ίδιο: Η Αγκυρα δεν έχει αναγνωρίσει τη γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Χάγης, συνεπώς απαιτείται ειδική συμφωνία (συνυποσχετικό), που θα αποτελέσει τη νομική βάση για τη δικαιοδοσία. Η θέση με την οποία προσέρχεται η Αθήνα στον διάλογο αυτό, που ενδεχομένως να οδηγήσει σε συνυποσχετικό, είναι πάγια και σταθερή: Σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, όλα τα νησιά δικαιούνται αιγιαλίτιδα ζώνη, συνορεύουσα ζώνη, Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και υφαλοκρηπίδα. Ο γενικός αυτός κανόνας αποτελεί και εθιμικό Δίκαιο, δεσμεύει, δηλαδή, και τα κράτη που δεν είναι συμβαλλόμενα στη σύμβαση. Κατ’ εφαρμογή του κανόνα αυτού, όλα τα ελληνικά νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, ενώ ζήτημα οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας τίθεται μόνον μεταξύ των αντικείμενων ακτών των ελληνικών νησιών που βρίσκονται απέναντι από την Τουρκία και των τουρκικών ακτών.

Γιώργος Γεραπετρίτης: Το πραγματικό διεθνές αποτύπωμα της Ελλάδας και οι δυνητικές ευκαιρίες

Από την 1η Ιανουαρίου του 2025 και για τα επόμενα δύο χρόνια η Ελλάδα θα συμμετέχει ως μη μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Είναι μόλις η τρίτη φορά από την ίδρυση του Οργανισμού, το 1945, που η χώρα μας εκλέγεται μέλος του πιο σημαντικού από πλευράς αρμοδιοτήτων και κύρους οργάνου του, το οποίο, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη, έχει την πρωταρχική ευθύνη για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Η προηγούμενη θητεία της Ελλάδας ήταν πριν από είκοσι χρόνια, τη διετία 2005-06, ενώ η πρώτη φορά που η χώρα μας συμμετείχε στο Συμβούλιο Ασφαλείας ήταν τη διετία 1952-53. Αναμφίβολα, η εκλογή της Ελλάδας, με εντυπωσιακό μάλιστα αριθμό ψήφων (182 επί 188 ψηφισάντων κρατών-μελών), αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης της διεθνούς κοινότητας, που αναγνωρίζει τη χώρα μας ως πυλώνα σταθερότητας και ειρήνης στην Ανατολική Μεσόγειο, στα Βαλκάνια και ευρύτερα.

Στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει τα διπλωματικά της ερείσματα και να διαδραματίσει μείζονα ρόλο στις διεθνείς υποθέσεις, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία, όπου μαίνονται δύο πόλεμοι στη γειτονιά της, αναβαθμίζοντας έτσι τη γεωπολιτική της θέση. Παρά τη θεσμική κυριαρχία των μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα εκλεγμένα μέλη διατηρούν σημαντικές ευκαιρίες να διαμορφώσουν την ατζέντα και να επηρεάσουν τις αποφάσεις του. Η Ελλάδα, σθεναρά προσηλωμένη στο Διεθνές Δίκαιο, θα προωθήσει τον κεντρικό ρόλο του Συμβουλίου Ασφαλείας στην ειρηνική διευθέτηση των διαφορών μέσω του διαλόγου και της διπλωματίας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην απαγόρευση της χρήσης ή της απειλής χρήσης βίας. Η συμμετοχή της χώρας μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας θα της επιτρέψει επίσης να εστιάσει σε θεματικές προτεραιότητες ιδιαίτερου, για εμάς, ενδιαφέροντος, όπως η καταπολέμηση των διακρίσεων, η κλιματική κρίση, η προστασία και η προώθηση των δικαιωμάτων των παιδιών, ο ρόλος των γυναικών στην παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια και η ασφάλεια της ναυσιπλοΐας.

Η Ελλάδα μπορεί σήμερα να συζητεί διεθνώς από ισότιμη θέση, αν όχι από θέση ισχύος, έχοντας καταφέρει, σε συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία, να επαναφέρουμε το Κυπριακό στις προτεραιότητες του ΟΗΕ

Η ώρα ευθύνης για την Ελλάδα έχει ήδη ξεκινήσει και η χώρα μας βρίσκεται στο επίκεντρο της διεθνούς διπλωματίας. Το αποδεικνύουν το πλήθος των συναντήσεων της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών, στο πλαίσιο της 79ης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, με όλους τους βασικούς δρώντες στο διεθνές περιβάλλον. Πράγματι, οι συναντήσεις περιλάμβαναν υπουργούς από κράτη ανά τον κόσμο με παγκόσμια δύναμη, όπως η Κίνα και η Ινδία, από κράτη που βρίσκονται στο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων, όπως η Αίγυπτος, ο Λίβανος, η Ιορδανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Υεμένη, από κράτη με σημαντικό περιφερειακό αποτύπωμα, όπως η Αιθιοπία, η Σενεγάλη, η Αργεντινή, ο Παναμάς και η Βολιβία, αλλά και από κράτη με διαφορές μεταξύ τους, όπως το Μαρόκο και η Αλγερία, η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, η Σερβία και το Κόσοβο. Περαιτέρω, συναντήσεις υπήρξαν με ηγέτες κρίσιμων διεθνών οργανισμών και οργανώσεων, όπως ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, ο Γενικός Γραμματέας του Αραβικού Συνδέσμου, ο γενικός επίτροπος της Υπηρεσίας Αρωγής και Εργων του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή, η πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, ο πρόεδρος της Αμερικανικής Εβραϊκής Επιτροπής, ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Εβραϊκής Επιτροπής. Και, βεβαίως, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι τριμερείς συναντήσεις σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών με Κύπρο και Αίγυπτο, Ιορδανία, έχοντας αυτονόητα μεγάλη σημασία για τις στρατηγικές μας συνεργασίες.

Η Ελλάδα, σχετικά μικρή σε μέγεθος χώρα, έχει δυσανάλογα μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο χάρη στη συνεπή εξωτερική πολιτική αρχών. Με αυτά τα δεδομένα, η χώρα μας έχει καταστεί αξιόπιστος και επιδραστικός συνομιλητής ισχυρών χωρών, περιφερειακών παικτών και διεθνών οργανισμών. Με αυτό το διπλωματικό κεφάλαιο, σε συνδυασμό με μάλλον ασυνήθη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα πολιτική σταθερότητα, με οικονομία που αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς και με Ενοπλες Δυνάμεις που ενισχύονται ουσιαστικά, η Ελλάδα μπορεί σήμερα να συζητεί διεθνώς από ισότιμη θέση, αν όχι από θέση ισχύος, έχοντας καταφέρει, σε συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία, να επαναφέρουμε το Κυπριακό στις προτεραιότητες του ΟΗΕ για την επανεκκίνηση των άμεσων συνομιλιών, που ήδη έχουν δρομολογηθεί εντός του μήνα.

Η παγίωση της ισχυρής μας θέσης αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση της εξωτερικής πολιτικής μας, αλλά και την παρακαταθήκη που οφείλουμε να αφήσουμε για μια Ελλάδα χωρίς φοβικά σύνδρομα και με μεγάλη αυτοπεποίθηση. Και είναι ακριβώς αυτή η θέση που μας επιτρέπει να δούμε προβλήματα δεκαετιών και να επιχειρήσουμε την επίλυσή τους. Με γνώση, φρόνηση και αίσθημα ευθύνης προς τις επόμενες γενιές. Διότι οι μεγάλες στιγμές της Ιστορίας γράφονται όταν μια χώρα είναι ισχυρή στο διεθνές στερέωμα. Και η διεθνής ισχύς δεν ήταν πάντοτε δεδομένη.

*Δημοσιεύθηκε στα «Παραπολιτικά»