Εκλογές 1990: Η αξιοποίηση των νέων µέσων της εποχής έφερε τη νίκη, άρθρο του Θόδωρου Σκυλακάκη
Άρθρο στα Παραπολιτικά για τα 50 χρόνια της Νέας Δημοκρατίας
Το ΠΑΣΟΚ της εποχής εκείνης δεν αξιοποίησε το "εργαλείο" της ιδιωτικής τηλεόρασης και παρέµεινε στα κλασικά µέσα που είχαν χρησιµοποιήσει µέχρι τότε
Οι εκλογικές εκστρατείες 1989-1990 ήταν οι πιο έντονες από πλευράς δραµατικών γεγονότων που συµπυκνώθηκαν στη διάρκειά τους.
*Διαβάστε ακόμα: Kυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη: "Θα απογειωθώ, και ας φέρει Φάντοµ", άρθρο της Ντόρας Μπακογιάννη
Πολιτικά, εκείνη την περίοδο είχε αποκαλυφθεί το «σκάνδαλο Κοσκωτά», είχαµε τη συγκυβέρνηση Νέας ∆ηµοκρατίας και Συνασπισµού για τη διερεύνηση αυτού του σκανδάλου, τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από τους τροµοκράτες της «17 Νοέµβρη» και στη συνέχεια την οικουµενική συγκυβέρνηση Ξενοφώντα Ζολώτα, µε τη συµµετοχή της Νέας ∆ηµοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του τότε Συνασπισµού.
Συνεπώς, υπήρχε ένα ραγδαία µεταλλασσόµενο πολιτικό περιβάλλον. Ταυτόχρονα, ήταν απόλυτα συσπειρωµένο, «µπετοναρισµένο», το πολιτικό σκηνικό µεταξύ των µεγάλων ανταγωνιστών εκείνης της εποχής, δηλαδή της Νέας ∆ηµοκρατίας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος είχε µόλις κάπως ανακάµψει από την ασθένεια που τον είχε καταβάλει, και του Συνασπισµού, µε τους ιστορικούς ηγέτες της Αριστεράς Χαρίλαο Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκο.
Σε αυτό το σκηνικό, παρά τις τεράστιες πολιτικές αλλαγές, τα κόµµατα είχαν οριακές µεταβολές στα ποσοστά τους και οι εκλογικές εκστρατείες έπαιξαν, τελικά, καταλυτικό ρόλο.
Η πρώτη εκστρατεία της Νέας ∆ηµοκρατίας, το 1989, που προσπάθησε να δώσει ένα µήνυµα ελπίδας για την αλλαγή που έπρεπε να γίνει, δεν πέτυχε τον στόχο της, διότι ήρθε σε πλήρη αντίθεση µε το πραγµατικό πολιτικό κλίµα της εποχής, που ήταν ένα κλίµα τεράστιας πολιτικής έντασης.
Η δεύτερη εκλογική εκστρατεία, τον Νοέµβριο του 1989, σχεδόν δεν έγινε, σε επίπεδο διαφήµισης και σύνδεσής της µε τον πολιτικό λόγο, διότι η ένταση που προκάλεσε η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη σκέπασε τα πάντα και κυριάρχησε στο πολιτικό σκηνικό.
Η Νέα ∆ηµοκρατία αύξησε τα ποσοστά της, αλλά, λόγω του τότε εκλογικού νόµου, που ευνοούσε το δεύτερο κόµµα (νόµος Κουτσόγιωργα), δεν πέτυχε να έχει αυτοδυναµία. Κάτι που οδήγησε στην οικουµενική κυβέρνηση.
Κανείς δεν µπορούσε να προβλέψει το αποτέλεσµα της τρίτης εκστρατείας σε ένα εκλογικό σώµα µε βαθιά κόπωση και σε ένα περιβάλλον οικουµενικής κυβέρνησης που από τη φύση της ακύρωνε την ένταση που είχε προηγηθεί, διό τι σε αυτήν την οικουµενική κυβέρνηση συµµετείχαν, αναγκαστικά, υπουργοί από όλα τα κοινοβουλευτικά κόµµατα της εποχής, που προηγουµένως συγκρούονταν σε ένα σκηνικό απίστευτης έντασης.
Και εκεί έπαιξε, πραγµατικά, καταλυτικό ρόλο η πολιτική εκστρατεία, η οποία ήταν συνδυασµός πολιτικού και διαφηµιστικού λόγου, και για πρώτη φορά η δυνατότητα της χρήσης της ιδιωτικής τηλεόρασης και, κατά συνέπεια, των διαφηµιστικών µηνυµάτων από την ιδιωτική τηλεόραση.
Έως τότε, το βασικό «εργαλείο» των εκστρατειών ήταν οι αφίσες και οι µεγάλες συγκεντρώσεις, που ήταν τηλεοπτικό υπερθέαµα.
Για πρώτη φορά, σε αυτά τα δύο µέσα, που παρέµειναν, προστέθηκαν τα τηλεοπτικά σποτ. Και η αποτελεσµατικότητά τους αποδείχθηκε καίρια.
Η Νέα ∆ηµοκρατία έδωσε ένα µήνυµα πείρας και ανανέωσης, προβάλλοντας ταυτόχρονα µε τον υποψήφιο πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τρία στελέχη της που είχαν υψηλή δηµοφιλία την εποχή εκείνη, τον Γιώργο Σουφλιά, τον Αντώνη Σαµαρά και τον Μιλτιάδη Έβερτ, και δίνοντας έµφαση στο βασικό οικονοµικό της µήνυµα, που ήταν η αλλαγή της πορείας της ελληνικής οικονοµίας, µε επενδύσεις προς όφελος των ανθρώπων, µε τη µορφή νέων θέσεων εργασίας.
Αυτός ο απλός συνδυασµός προσέθεσε στα µεγάλα αστικά κέντρα -όπου υπήρχαν ιδιωτικά τηλεοπτικά δίκτυα, κυρίως στην Αττική- σχεδόν 2 µονάδες, οι οποίες µεταφράστηκαν σε 0,8 σε εθνικό επίπεδο και οδήγησαν τη Νέα ∆ηµοκρατία στην κυβέρνηση, κάτι που ελάχιστοι περίµεναν.
Προπαντός δεν το περίµενε το ΠΑΣΟΚ της εποχής εκείνης, το οποίο δεν αξιοποίησε το «εργαλείο» της ιδιωτικής τηλεόρασης και παρέµεινε στα κλασικά µέσα που είχαν χρησιµοποιήσει µέχρι τότε (αφίσες και µεγάλες συγκεντρώσεις), τα οποία απευθύνονταν, όµως, κυρίως σε αυτούς που ήταν ήδη πεπεισµένοι, «τσιµέντωναν», δηλαδή, τις αντίστοιχες πολιτικές βάσεις.
Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, αυτή η διαφορά στην πολιτική στρατηγική και στα µέσα που χρησιµοποιήθηκαν άλλαξε την πορεία µιας εκλογής που πολλοί θεωρούσαν προδιαγεγραµµένη.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 5/10/2024
*Διαβάστε ακόμα: Kυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη: "Θα απογειωθώ, και ας φέρει Φάντοµ", άρθρο της Ντόρας Μπακογιάννη
Πολιτικά, εκείνη την περίοδο είχε αποκαλυφθεί το «σκάνδαλο Κοσκωτά», είχαµε τη συγκυβέρνηση Νέας ∆ηµοκρατίας και Συνασπισµού για τη διερεύνηση αυτού του σκανδάλου, τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από τους τροµοκράτες της «17 Νοέµβρη» και στη συνέχεια την οικουµενική συγκυβέρνηση Ξενοφώντα Ζολώτα, µε τη συµµετοχή της Νέας ∆ηµοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του τότε Συνασπισµού.
Συνεπώς, υπήρχε ένα ραγδαία µεταλλασσόµενο πολιτικό περιβάλλον. Ταυτόχρονα, ήταν απόλυτα συσπειρωµένο, «µπετοναρισµένο», το πολιτικό σκηνικό µεταξύ των µεγάλων ανταγωνιστών εκείνης της εποχής, δηλαδή της Νέας ∆ηµοκρατίας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος είχε µόλις κάπως ανακάµψει από την ασθένεια που τον είχε καταβάλει, και του Συνασπισµού, µε τους ιστορικούς ηγέτες της Αριστεράς Χαρίλαο Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκο.
Σε αυτό το σκηνικό, παρά τις τεράστιες πολιτικές αλλαγές, τα κόµµατα είχαν οριακές µεταβολές στα ποσοστά τους και οι εκλογικές εκστρατείες έπαιξαν, τελικά, καταλυτικό ρόλο.
Η πρώτη εκστρατεία της Νέας ∆ηµοκρατίας, το 1989, που προσπάθησε να δώσει ένα µήνυµα ελπίδας για την αλλαγή που έπρεπε να γίνει, δεν πέτυχε τον στόχο της, διότι ήρθε σε πλήρη αντίθεση µε το πραγµατικό πολιτικό κλίµα της εποχής, που ήταν ένα κλίµα τεράστιας πολιτικής έντασης.
Η δεύτερη εκλογική εκστρατεία, τον Νοέµβριο του 1989, σχεδόν δεν έγινε, σε επίπεδο διαφήµισης και σύνδεσής της µε τον πολιτικό λόγο, διότι η ένταση που προκάλεσε η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη σκέπασε τα πάντα και κυριάρχησε στο πολιτικό σκηνικό.
Η Νέα ∆ηµοκρατία αύξησε τα ποσοστά της, αλλά, λόγω του τότε εκλογικού νόµου, που ευνοούσε το δεύτερο κόµµα (νόµος Κουτσόγιωργα), δεν πέτυχε να έχει αυτοδυναµία. Κάτι που οδήγησε στην οικουµενική κυβέρνηση.
Κανείς δεν µπορούσε να προβλέψει το αποτέλεσµα της τρίτης εκστρατείας σε ένα εκλογικό σώµα µε βαθιά κόπωση και σε ένα περιβάλλον οικουµενικής κυβέρνησης που από τη φύση της ακύρωνε την ένταση που είχε προηγηθεί, διό τι σε αυτήν την οικουµενική κυβέρνηση συµµετείχαν, αναγκαστικά, υπουργοί από όλα τα κοινοβουλευτικά κόµµατα της εποχής, που προηγουµένως συγκρούονταν σε ένα σκηνικό απίστευτης έντασης.
Και εκεί έπαιξε, πραγµατικά, καταλυτικό ρόλο η πολιτική εκστρατεία, η οποία ήταν συνδυασµός πολιτικού και διαφηµιστικού λόγου, και για πρώτη φορά η δυνατότητα της χρήσης της ιδιωτικής τηλεόρασης και, κατά συνέπεια, των διαφηµιστικών µηνυµάτων από την ιδιωτική τηλεόραση.
Έως τότε, το βασικό «εργαλείο» των εκστρατειών ήταν οι αφίσες και οι µεγάλες συγκεντρώσεις, που ήταν τηλεοπτικό υπερθέαµα.
Για πρώτη φορά, σε αυτά τα δύο µέσα, που παρέµειναν, προστέθηκαν τα τηλεοπτικά σποτ. Και η αποτελεσµατικότητά τους αποδείχθηκε καίρια.
Η Νέα ∆ηµοκρατία έδωσε ένα µήνυµα πείρας και ανανέωσης, προβάλλοντας ταυτόχρονα µε τον υποψήφιο πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τρία στελέχη της που είχαν υψηλή δηµοφιλία την εποχή εκείνη, τον Γιώργο Σουφλιά, τον Αντώνη Σαµαρά και τον Μιλτιάδη Έβερτ, και δίνοντας έµφαση στο βασικό οικονοµικό της µήνυµα, που ήταν η αλλαγή της πορείας της ελληνικής οικονοµίας, µε επενδύσεις προς όφελος των ανθρώπων, µε τη µορφή νέων θέσεων εργασίας.
Αυτός ο απλός συνδυασµός προσέθεσε στα µεγάλα αστικά κέντρα -όπου υπήρχαν ιδιωτικά τηλεοπτικά δίκτυα, κυρίως στην Αττική- σχεδόν 2 µονάδες, οι οποίες µεταφράστηκαν σε 0,8 σε εθνικό επίπεδο και οδήγησαν τη Νέα ∆ηµοκρατία στην κυβέρνηση, κάτι που ελάχιστοι περίµεναν.
Προπαντός δεν το περίµενε το ΠΑΣΟΚ της εποχής εκείνης, το οποίο δεν αξιοποίησε το «εργαλείο» της ιδιωτικής τηλεόρασης και παρέµεινε στα κλασικά µέσα που είχαν χρησιµοποιήσει µέχρι τότε (αφίσες και µεγάλες συγκεντρώσεις), τα οποία απευθύνονταν, όµως, κυρίως σε αυτούς που ήταν ήδη πεπεισµένοι, «τσιµέντωναν», δηλαδή, τις αντίστοιχες πολιτικές βάσεις.
Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, αυτή η διαφορά στην πολιτική στρατηγική και στα µέσα που χρησιµοποιήθηκαν άλλαξε την πορεία µιας εκλογής που πολλοί θεωρούσαν προδιαγεγραµµένη.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 5/10/2024