Εκλογές 2004: Το debate έδειξε υπεροχή του Καραµανλή έναντι του Παπανδρέου, άρθρο του Άκη Γεωργακέλλου
Άρθρο στα Παραπολιτικά για τα 50 χρόνια της Νέας Δημοκρατίας
Οι εκλογές του 2004 ήταν από τις τελευταίες που διεξήχθησαν σε συνθήκες µεγάλου δικοµµατισµού
Οι εκλογές του 2004 έγιναν περίπου στο µεταίχµιο µεταξύ δύο µεγάλων περιόδων. Ήταν από τις τελευταίες που διεξήχθησαν σε συνθήκες µεγάλου δικοµµατισµού, όπου Ν.∆. και ΠΑΣΟΚ κρατούσαν υψηλό ποσοστό σταθερών ψηφοφόρων και το αποτέλεσµα σε µεγάλο βαθµό έκρινε κάθε φορά µία ενδιάµεση οµάδα πολιτών, που µετακινούνταν µεταξύ των δύο κοµµάτων.
Ταυτόχρονα, όµως, δεν χαρακτηρίζονταν από τον έντονο -«οπαδικού» τύπου- φανατισµό των δεκαετιών του ’80 και του ’90. Ήταν οι εκλογές µε τη µεγαλύτερη συµµετοχή: πάνω από 7,5 εκατοµµύρια πολίτες.
Από αυτούς, 3.359.682 ψήφισαν τη Νέα ∆ηµοκρατία - ο µεγαλύτερος αριθµός ψηφοφόρων που έχει εµπιστευτεί ποτέ κόµµα στην ελληνική Ιστορία.
Πώς το πέτυχε αυτό η Ν.∆.; Το 2004 το ΠΑΣΟΚ συµπλήρωνε 11 συνεχόµενα χρόνια στην εξουσία και σχεδόν 20 στα τελευταία 23.
Αυτονόητα, είχε κουράσει την ελληνική κοινωνία. Ταυτόχρονα, όµως, είχε τόσο ταυτιστεί µε τη διακυβέρνηση, που έµοιαζε σχεδόν «ανίκητο».
Ενώ η Ν.∆. είχε µείνει τόσο µεγάλο διάστηµα στην αντιπολίτευση, που -αν και προηγείτο σταθερά στις δηµοσκοπήσεις αρκετοί πολίτες παρέµεναν δύσπιστοι για το αν µπορούσε να τα καταφέρει ως κυβέρνηση.
Η επικράτησή της, που εκ των υστέρων µοιάζει ως νοµοτελειακή, στην πραγµατικότητα εξασφαλίστηκε -και µάλιστα µε διαφορά 5% και ρεκόρ ψήφων- επειδή η Ν.∆. του Κώστα Καραµανλή σχεδίασε την πολιτική στρατηγική της µε απόλυτη ευστοχία και την υλοποίησε µε υποδειγµατική συνέπεια.
Ήταν µάλλον από τις πρώτες φορές που ελληνικό κόµµα αξιοποίησε µε τέτοια προσοχή τα ευρήµατα ποιοτικών και ποσοτικών ερευνών, όχι για να δηµιουργήσει «κλίµα», αλλά για να χαράξει στρατηγική.
Η Ν.∆. ανέδειξε την ανάγκη πολιτικής αλλαγής, χωρίς όµως να δείχνει ρεβανσιστική διάθεση. Κινήθηκε µε ηπιότητα, χωρίς αρνητική διαφήµιση και οξύ πολιτικό λόγο, καθησυχάζοντας όσους µετακινούµενους ψηφοφόρους θα µπορούσαν να φοβηθούν «την επιστροφή της ∆εξιάς».
Χαρακτηριστικό είναι ότι τα κεντρικά προεκλογικά της σποτ ξεκινούσαν µε τη φράση «Το ΠΑΣΟΚ ό,τι είχε να δώσει το έδωσε».
Μια φράση που εξέφραζε πλήρως τους ψηφοφόρους του λεγόµενου «µεσαίου χώρου», αναγνωρίζοντας -πρωτοφανές για την εποχή- και θετικά στο αντίπαλο κόµµα, αλλά απαξιώνοντας πειστικά τη µελλοντική προοπτική του.
Παράλληλα, επένδυσε στη συστηµατική παρουσίαση του κυβερνητικού προγράµµατος που είχε συνταχθεί µε ευθύνη του Γιώργου Σουφλιά, απαντώντας έτσι στις αµφιβολίες για το κατά πόσον είναι έτοιµη να κυβερνήσει.
Επέλεξε το «γήπεδο» των προβληµάτων της καθηµερινότητας και µίλησε για «επανίδρυση του κράτους», εστιάζοντας ακριβώς στα σηµεία που απασχολούσαν τους πολίτες.
Σε επίπεδο προσώπων, ο Καραµανλής είχε πλαισιωθεί από τον Σουφλιά, που επέστρεψε σε επιτελικό ρόλο, και τον Ρουσόπουλο, που ανέλαβε εκπρόσωπος του κόµµατος, οι οποίοι απευθύνονταν µε επιτυχία στο µετριοπαθές ακροατήριο.
Ιδίως οι τρεις τους, αλλά και άλλα στελέχη του κόµµατος, προσωποποίησαν τη στρατηγική του ήπιου πολιτικού λόγου.
Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ, όσο δεν ανέκαµπτε δηµοσκοπικά, άλλαζε διαρκώς τη στρατηγική του, εκπέµποντας ασαφή µηνύµατα: Αρχικά έθετε το δίληµµα «Σταθερότητα µε Σηµίτη ή ανασφάλεια µε τη ∆εξιά».
Στη συνέχεια, µε την ανάληψη της ηγεσίας από τον Γιώργο Παπανδρέου, προσπάθησε να προβάλει το «νέο» και πρόσκαιρα µείωσε τη διαφορά.
Η τελική ευθεία χαρακτηρίστηκε από τη σαφή επικράτηση του Καραµανλή έναντι του Παπανδρέου στο debate και την εκ νέου απόπειρα του ΠΑΣΟΚ να ενεργοποιήσει αντιδεξιά αντανακλαστικά στο εκλογικό σώµα.
Η τελική νίκη της Ν.∆. µπορεί από καιρό να διαγραφόταν ως πιθανότερη, όµως διασφαλίστηκε από την επικράτησή της στο πεδίο της στρατηγικής.
*Άκης Γεωργακέλλος: Σύμβουλος Επικοινωνίας & Στρατηγικής, μέλος της γραμματείας πολιτικού σχεδιασμού του 2004
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 5/10/2024
Ταυτόχρονα, όµως, δεν χαρακτηρίζονταν από τον έντονο -«οπαδικού» τύπου- φανατισµό των δεκαετιών του ’80 και του ’90. Ήταν οι εκλογές µε τη µεγαλύτερη συµµετοχή: πάνω από 7,5 εκατοµµύρια πολίτες.
Από αυτούς, 3.359.682 ψήφισαν τη Νέα ∆ηµοκρατία - ο µεγαλύτερος αριθµός ψηφοφόρων που έχει εµπιστευτεί ποτέ κόµµα στην ελληνική Ιστορία.
Πώς το πέτυχε αυτό η Ν.∆.; Το 2004 το ΠΑΣΟΚ συµπλήρωνε 11 συνεχόµενα χρόνια στην εξουσία και σχεδόν 20 στα τελευταία 23.
Αυτονόητα, είχε κουράσει την ελληνική κοινωνία. Ταυτόχρονα, όµως, είχε τόσο ταυτιστεί µε τη διακυβέρνηση, που έµοιαζε σχεδόν «ανίκητο».
Ενώ η Ν.∆. είχε µείνει τόσο µεγάλο διάστηµα στην αντιπολίτευση, που -αν και προηγείτο σταθερά στις δηµοσκοπήσεις αρκετοί πολίτες παρέµεναν δύσπιστοι για το αν µπορούσε να τα καταφέρει ως κυβέρνηση.
Η επικράτησή της, που εκ των υστέρων µοιάζει ως νοµοτελειακή, στην πραγµατικότητα εξασφαλίστηκε -και µάλιστα µε διαφορά 5% και ρεκόρ ψήφων- επειδή η Ν.∆. του Κώστα Καραµανλή σχεδίασε την πολιτική στρατηγική της µε απόλυτη ευστοχία και την υλοποίησε µε υποδειγµατική συνέπεια.
Ήταν µάλλον από τις πρώτες φορές που ελληνικό κόµµα αξιοποίησε µε τέτοια προσοχή τα ευρήµατα ποιοτικών και ποσοτικών ερευνών, όχι για να δηµιουργήσει «κλίµα», αλλά για να χαράξει στρατηγική.
Η Ν.∆. ανέδειξε την ανάγκη πολιτικής αλλαγής, χωρίς όµως να δείχνει ρεβανσιστική διάθεση. Κινήθηκε µε ηπιότητα, χωρίς αρνητική διαφήµιση και οξύ πολιτικό λόγο, καθησυχάζοντας όσους µετακινούµενους ψηφοφόρους θα µπορούσαν να φοβηθούν «την επιστροφή της ∆εξιάς».
Χαρακτηριστικό είναι ότι τα κεντρικά προεκλογικά της σποτ ξεκινούσαν µε τη φράση «Το ΠΑΣΟΚ ό,τι είχε να δώσει το έδωσε».
Μια φράση που εξέφραζε πλήρως τους ψηφοφόρους του λεγόµενου «µεσαίου χώρου», αναγνωρίζοντας -πρωτοφανές για την εποχή- και θετικά στο αντίπαλο κόµµα, αλλά απαξιώνοντας πειστικά τη µελλοντική προοπτική του.
Παράλληλα, επένδυσε στη συστηµατική παρουσίαση του κυβερνητικού προγράµµατος που είχε συνταχθεί µε ευθύνη του Γιώργου Σουφλιά, απαντώντας έτσι στις αµφιβολίες για το κατά πόσον είναι έτοιµη να κυβερνήσει.
Επέλεξε το «γήπεδο» των προβληµάτων της καθηµερινότητας και µίλησε για «επανίδρυση του κράτους», εστιάζοντας ακριβώς στα σηµεία που απασχολούσαν τους πολίτες.
Σε επίπεδο προσώπων, ο Καραµανλής είχε πλαισιωθεί από τον Σουφλιά, που επέστρεψε σε επιτελικό ρόλο, και τον Ρουσόπουλο, που ανέλαβε εκπρόσωπος του κόµµατος, οι οποίοι απευθύνονταν µε επιτυχία στο µετριοπαθές ακροατήριο.
Ιδίως οι τρεις τους, αλλά και άλλα στελέχη του κόµµατος, προσωποποίησαν τη στρατηγική του ήπιου πολιτικού λόγου.
Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ, όσο δεν ανέκαµπτε δηµοσκοπικά, άλλαζε διαρκώς τη στρατηγική του, εκπέµποντας ασαφή µηνύµατα: Αρχικά έθετε το δίληµµα «Σταθερότητα µε Σηµίτη ή ανασφάλεια µε τη ∆εξιά».
Στη συνέχεια, µε την ανάληψη της ηγεσίας από τον Γιώργο Παπανδρέου, προσπάθησε να προβάλει το «νέο» και πρόσκαιρα µείωσε τη διαφορά.
Η τελική ευθεία χαρακτηρίστηκε από τη σαφή επικράτηση του Καραµανλή έναντι του Παπανδρέου στο debate και την εκ νέου απόπειρα του ΠΑΣΟΚ να ενεργοποιήσει αντιδεξιά αντανακλαστικά στο εκλογικό σώµα.
Η τελική νίκη της Ν.∆. µπορεί από καιρό να διαγραφόταν ως πιθανότερη, όµως διασφαλίστηκε από την επικράτησή της στο πεδίο της στρατηγικής.
*Άκης Γεωργακέλλος: Σύμβουλος Επικοινωνίας & Στρατηγικής, μέλος της γραμματείας πολιτικού σχεδιασμού του 2004
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 5/10/2024