Γεραπετρίτης: Οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας μόνον εάν διασφαλίζονται απολύτως τα εθνικά μας συμφέροντα
Τι είπε για το ζήτημα οριοθέτησης αιγιαλίτιδας
"Έχουμε λάβει την εντολή οι δύο υπουργοί Εξωτερικών να διερευνήσουμε αν μπορεί να υπάρξει ένα κοινό πλαίσιο για να προχωρήσουμε τη συζήτηση σε ένα άλλο στάδιο, σε ένα στάδιο, το οποίο θα αφορά την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ", είπε ο κ. Γεραπετρίτης
Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Πρώτο Πρόγραμμα δήλωσε: Έχουμε λάβει την εντολή οι δύο υπουργοί Εξωτερικών να διερευνήσουμε αν μπορεί να υπάρξει ένα κοινό πλαίσιο για να προχωρήσουμε τη συζήτηση για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και επισήμανε πως «βρισκόμαστε πράγματι σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι στα ελληνοτουρκικά και βεβαίως καλό είναι να θυμόμαστε ότι δεν ήταν πάντοτε οι περίοδοι ηρεμίας ένα κεκτημένο« «Στο πρόσφατο παρελθόν είχαμε μεγάλες εντάσεις με την Τουρκία», πρόσθεσε.
Όπως εξήγησε, βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο, «στο οποίο έχουμε λάβει την εντολή οι δύο υπουργοί Εξωτερικών να διερευνήσουμε αν μπορεί να υπάρξει ένα κοινό πλαίσιο για να προχωρήσουμε τη συζήτηση σε ένα άλλο στάδιο, σε ένα στάδιο, το οποίο θα αφορά την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης».
«Δεν είμαστε ακόμη εκεί. Είμαστε ακόμη στη συζήτηση, η οποία αφορά το ποιο θα είναι το εύρος της συζήτησης, με ποιες αρχές θα γίνει η συζήτηση αυτή. Άρα στην πραγματικότητα, σε ένα προκριματικό στάδιο», τόνισε χαρακτηριστικά.
Αυτή τη στιγμή, όπως τόνισε, «έχει εδραιωθεί ένα καθεστώς, το οποίο είναι σχετικώς καλής κατανόησης, έχει αναπτυχθεί μία σχετική αμοιβαία εμπιστοσύνη, έτσι ώστε να προλαμβάνουμε περαιτέρω εντάσεις και κρίσεις».
«Έχουμε την ευκαιρία, εάν υπάρξει σύμπτωση σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη, να προχωρήσουμε στο ζήτημα της οριοθέτησης. Εάν προκύψει τέτοια κοινή κατανόηση το οποίο δεν μπορώ να προδικάσω ακόμα πριν ξεκινήσει η συζήτηση, τότε η συζήτηση θα γίνει στο επίπεδο των Υπουργών Εξωτερικών και το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου».
Αναφερόμενος στις διερευνητικές επαφές, ανέφερε ότι έχουν μια διαδρομή περίπου 20 ετών, όπου «γινόταν μια συζήτηση, η οποία δεν είχε αποφέρει οτιδήποτε».
«Είχαμε 64 κύκλους διερευνητικών επαφών, οι οποίες δυστυχώς, δεν απέφεραν τα αναμενόμενα. Μάλλον, νομίζω ότι μας έθεσαν πιο πίσω από την αρχική μας θέση. Αυτή τη στιγμή εκείνο το οποίο απαιτείται είναι να υπάρξει μία ισχυρή πολιτική βούληση. Και στη συνέχεια, εφόσον υπάρχει αυτή η ισχυρή πολιτική βούληση, η οποία θα αποτυπωθεί σε μία κοινή θέση για το πώς προχωράμε τότε να δούμε τα τεχνικά και τα νομικά ζητήματα της οριοθέτησης».
«Το πότε θα ασκηθεί, θα μου επιτρέψετε να το διατηρήσω σε επίπεδο εσωτερικό. Είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο. Αυτό, το οποίο μπορώ να σας πω, μετά βεβαιότητας, είναι ότι η Ελλάδα έχει το δικαίωμα, το οποίο της αποδίδει απολύτως το διεθνές δίκαιο, να επεκτείνει όποτε το κρίνει η ίδια η χώρα, με τον τρόπο που προβλέπει το διεθνές δίκαιο και θα το πράξει».
Υπογράμμισε δε πως υπάρχει η γνώση του διεθνούς δικαίου, σύνεση στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα πράγματα και ισχυρό διπλωματικό κεφάλαιο.
«Η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να απεμπολήσει την κυριαρχία της, το δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Αυτό είναι κάτι, το οποίο το διατηρούμε ως δικαίωμα. Δεν έχει ασκηθεί καθ' όλη τη διάρκεια προφανώς της Μεταπολίτευσης, αλλά αυτό δεν απεμπολεί, ούτε κατά διάνοια, το δικαίωμα, το οποίο απορρέει αυτοτελώς από το διεθνές δίκαιο. Άρα, η συζήτηση ότι θα παραμείνουμε στα 6 ναυτικά μίλια είναι προφανώς αλυσιτελής».
Όπως τόνισε, βρισκόμαστε σε ένα εξαιρετικά σύνθετο και ρευστό, διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον.
Είναι, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «το πιο δύσκολο γεωπολιτικό περιβάλλον που έχει γνωρίσει ο μεταπολεμικός κόσμος, με δύο πολύ μεγάλους πολέμους στην ευρύτερη περιοχή μας, οι οποίοι έχουν τεράστιο αντανακλαστικό αποτύπωμα και στη δική μας γειτονιά».
Και υπάρχουν, σημείωσε, και συνθήκες πολύ μεγάλης δυναμικής έντασης, όπως είναι τα μεταναστευτικά ρεύματα, «τα οποία βρίσκονται και θα βρεθούν ακόμα περισσότερο σε έξαρση».
«Για την Ελλάδα είναι πάρα πολύ σημαντικό να αναπτύσσει διαρκώς τη δική της ισχυρή διπλωματική θέση, το δικό της διπλωματικό αποτύπωμα. Και το έχουμε πράξει, όσο ήταν δυνατό».
«Σήμερα η Ελλάδα είναι πιο ισχυρή από ποτέ διεθνώς», υπογράμμισε. «Δεν έχουμε κανένα απολύτως φοβικό σύνδρομο και επειδή ακριβώς έχουμε αυτήν την ισχυρή αυτοπεποίθηση, θεωρώ ότι είμαστε σε θέση να μπορέσουμε να συζητήσουμε και για τα δύσκολα».
Όπως τόνισε, στο μέτρο που υπάρχει η υποκείμενη διαφορά τής μη οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, υπάρχει ένας εν δυνάμει κίνδυνος διαρκώς στα ελληνοτουρκικά.
«Ο κίνδυνος αυτός θα εξέλιπε ή εν πάση περιπτώσει θα μετριαζόταν ουσιωδώς, θα ελαχιστοποιείτο, εάν μπορούσαμε να κάνουμε την οριοθέτηση αυτή. Η οριοθέτηση αυτή, κατά την άποψή μου, αποτελεί συνθήκη μακράς ειρήνης και ευημερίας για την περιοχή μας. Βεβαίως, θέλω να είμαι σαφής. Δεν πρόκειται να υπάρξει τέτοια κατάληξη, ει μη μόνον εάν διασφαλίζονται απολύτως τα εθνικά συμφέροντα και εφόσον υπάρχει η συναίνεση εκ μέρους του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας».
Ο σκοπός, όπως ανέφερε, μακροπρόθεσμα είναι να υπάρξει οριοθέτηση παντού και αυτό απαιτεί και το ίδιο το διεθνές δίκαιο.
Αυτό, σημείωσε όμως, «δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι εάν υπάρξει σύμπτωση θα προχωρήσουμε σε οριοθέτηση παντού. Είναι κάτι το οποίο είναι πάρα πολύ πρώιμο».
«Είμαστε πολύ μακριά από εκεί», ανέφερε. «Ακόμη είμαστε στο στάδιο να δούμε τι πρόκειται να συζητήσουμε. Και το τι πρόκειται να συζητήσουμε είναι για την ελληνική πλευρά πάρα πολύ σαφές. Το έχω δηλώσει επανειλημμένως ενώπιον της Βουλής, ότι είναι η μία και μόνη διαφορά μας που μπορεί να αχθεί ενώπιον της διεθνούς δικαιοδοσίας, η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Άρα, εφόσον υπάρξει κατανόηση για το εύρος της συζήτησης και τις αρχές επί των οποίων θα γίνει η συζήτηση αυτή, τότε και μόνον τότε θα προχωρήσουμε στα τεχνικά θέματα».
Σημείωσε δε πως αυτή τη στιγμή «υπάρχει μία θετική ευνοϊκή συγκυρία, η οποία εξικνείται έως του σημείου να μπορέσουμε να επιλύσουμε διαφορές, για να μην δημιουργούμε και άλλους πυλώνες αστάθειας. Και από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα είναι πιο ισχυρή από ποτέ. Και όταν είσαι ισχυρός, τότε συζητάς με όρους, οι οποίοι είναι πολύ πιο δυνατοί».
Όπως σημείωσε, αναφερόμενος στην επικείμενη συνάντησή του με τον Τούρκο ομόλογό του, ο ίδιος είναι οπαδός της διαβουλευτικής δημοκρατίας.
«Πρέπει να συζητάμε διότι η αξία του δικού μας πολιτισμού είναι ακριβώς ότι μπορούμε να βρούμε λύσεις στα προβλήματά μας μέσα από τη συζήτηση. Εάν υπάρχει και από την απέναντι πλευρά η διάθεση μέσω της διαβουλευτικότητας να βρούμε λύση στο μεγάλο μας πρόβλημα, νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο».
«Αυτό είναι ένα χρέος, το οποίο έχουμε απέναντι στην κοινωνία σήμερα, αλλά και στις επόμενες γενιές, να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα που υπάρχει, έτσι ώστε να μπορέσουμε να διασφαλίσουμε στο ακέραιο τα εθνικά μας συμφέροντα, την ειρήνη, την ασφάλεια, την ευημερία επί μακρόν».
Τέλος, ερωτηθείς για το Κυπριακό, δήλωσε την ικανοποίηση της ελληνικής κυβέρνησης για το γεγονός ότι επανεκκίνησαν οι άμεσες συζητήσεις για το Κυπριακό. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, όπως ανέφερε, ότι ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ το έχει αναλάβει ως ένα προσωπικό έργο και έχουμε καταφέρει να μπορούμε και πάλι να φέρουμε στο προσκήνιο το Κυπριακό.
«Από μακρού χρόνου, η τουρκοκυπριακή ηγεσία έχει θέσει το ζήτημα της κυριαρχικής ισότητας, πρακτικά δηλαδή της ύπαρξης δύο κρατών. Το ζήτημα αυτό είναι εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι πολύ σαφείς και ομιλούν για Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία» επισήμανε και τόνισε:
«Δεν θα μπορούσε ούτε ο γενικός γραμματέας, ο οποίος είναι ακριβώς ο εκφραστής και ο αντιπρόσωπος του ΟΗΕ, να αποστεί από αυτό. Η θέση μας είναι πάρα πολύ σαφής και διαυγής και πάντοτε σε σύμπνοια με την Κυπριακή Δημοκρατία. Λύση θα πρέπει να υπάρξει εντός του πλαισίου του ΟΗΕ. Είναι χρήσιμο να συζητούν οι κοινότητες. Κανένα πρόβλημα δεν έχει βρει τη λύση του αν δεν έχει υπάρξει παραγωγική συζήτηση».
Όπως εξήγησε, βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο, «στο οποίο έχουμε λάβει την εντολή οι δύο υπουργοί Εξωτερικών να διερευνήσουμε αν μπορεί να υπάρξει ένα κοινό πλαίσιο για να προχωρήσουμε τη συζήτηση σε ένα άλλο στάδιο, σε ένα στάδιο, το οποίο θα αφορά την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης».
«Δεν είμαστε ακόμη εκεί. Είμαστε ακόμη στη συζήτηση, η οποία αφορά το ποιο θα είναι το εύρος της συζήτησης, με ποιες αρχές θα γίνει η συζήτηση αυτή. Άρα στην πραγματικότητα, σε ένα προκριματικό στάδιο», τόνισε χαρακτηριστικά.
Αυτή τη στιγμή, όπως τόνισε, «έχει εδραιωθεί ένα καθεστώς, το οποίο είναι σχετικώς καλής κατανόησης, έχει αναπτυχθεί μία σχετική αμοιβαία εμπιστοσύνη, έτσι ώστε να προλαμβάνουμε περαιτέρω εντάσεις και κρίσεις».
«Έχουμε την ευκαιρία, εάν υπάρξει σύμπτωση σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη, να προχωρήσουμε στο ζήτημα της οριοθέτησης. Εάν προκύψει τέτοια κοινή κατανόηση το οποίο δεν μπορώ να προδικάσω ακόμα πριν ξεκινήσει η συζήτηση, τότε η συζήτηση θα γίνει στο επίπεδο των Υπουργών Εξωτερικών και το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου».
Αναφερόμενος στις διερευνητικές επαφές, ανέφερε ότι έχουν μια διαδρομή περίπου 20 ετών, όπου «γινόταν μια συζήτηση, η οποία δεν είχε αποφέρει οτιδήποτε».
«Είχαμε 64 κύκλους διερευνητικών επαφών, οι οποίες δυστυχώς, δεν απέφεραν τα αναμενόμενα. Μάλλον, νομίζω ότι μας έθεσαν πιο πίσω από την αρχική μας θέση. Αυτή τη στιγμή εκείνο το οποίο απαιτείται είναι να υπάρξει μία ισχυρή πολιτική βούληση. Και στη συνέχεια, εφόσον υπάρχει αυτή η ισχυρή πολιτική βούληση, η οποία θα αποτυπωθεί σε μία κοινή θέση για το πώς προχωράμε τότε να δούμε τα τεχνικά και τα νομικά ζητήματα της οριοθέτησης».
Για οριοθέτησης της αιγιαλίτιδας: Η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να επεκτείνει όποτε το κρίνει η ίδια η χώρα, με τον τρόπο που προβλέπει το διεθνές δίκαιο και θα το πράξει
Ερωτηθείς σχετικά ανέφερε ότι το ζήτημα οριοθέτησης αιγιαλίτιδας αφορά αποκλειστικά και μόνο την ελληνική κυριαρχία, άρα είναι αποκλειστικά και μόνο ζήτημα της χώρας μας.«Το πότε θα ασκηθεί, θα μου επιτρέψετε να το διατηρήσω σε επίπεδο εσωτερικό. Είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο. Αυτό, το οποίο μπορώ να σας πω, μετά βεβαιότητας, είναι ότι η Ελλάδα έχει το δικαίωμα, το οποίο της αποδίδει απολύτως το διεθνές δίκαιο, να επεκτείνει όποτε το κρίνει η ίδια η χώρα, με τον τρόπο που προβλέπει το διεθνές δίκαιο και θα το πράξει».
Υπογράμμισε δε πως υπάρχει η γνώση του διεθνούς δικαίου, σύνεση στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα πράγματα και ισχυρό διπλωματικό κεφάλαιο.
«Η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να απεμπολήσει την κυριαρχία της, το δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Αυτό είναι κάτι, το οποίο το διατηρούμε ως δικαίωμα. Δεν έχει ασκηθεί καθ' όλη τη διάρκεια προφανώς της Μεταπολίτευσης, αλλά αυτό δεν απεμπολεί, ούτε κατά διάνοια, το δικαίωμα, το οποίο απορρέει αυτοτελώς από το διεθνές δίκαιο. Άρα, η συζήτηση ότι θα παραμείνουμε στα 6 ναυτικά μίλια είναι προφανώς αλυσιτελής».
Όπως τόνισε, βρισκόμαστε σε ένα εξαιρετικά σύνθετο και ρευστό, διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον.
Είναι, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «το πιο δύσκολο γεωπολιτικό περιβάλλον που έχει γνωρίσει ο μεταπολεμικός κόσμος, με δύο πολύ μεγάλους πολέμους στην ευρύτερη περιοχή μας, οι οποίοι έχουν τεράστιο αντανακλαστικό αποτύπωμα και στη δική μας γειτονιά».
Και υπάρχουν, σημείωσε, και συνθήκες πολύ μεγάλης δυναμικής έντασης, όπως είναι τα μεταναστευτικά ρεύματα, «τα οποία βρίσκονται και θα βρεθούν ακόμα περισσότερο σε έξαρση».
«Για την Ελλάδα είναι πάρα πολύ σημαντικό να αναπτύσσει διαρκώς τη δική της ισχυρή διπλωματική θέση, το δικό της διπλωματικό αποτύπωμα. Και το έχουμε πράξει, όσο ήταν δυνατό».
«Σήμερα η Ελλάδα είναι πιο ισχυρή από ποτέ διεθνώς», υπογράμμισε. «Δεν έχουμε κανένα απολύτως φοβικό σύνδρομο και επειδή ακριβώς έχουμε αυτήν την ισχυρή αυτοπεποίθηση, θεωρώ ότι είμαστε σε θέση να μπορέσουμε να συζητήσουμε και για τα δύσκολα».
Όπως τόνισε, στο μέτρο που υπάρχει η υποκείμενη διαφορά τής μη οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, υπάρχει ένας εν δυνάμει κίνδυνος διαρκώς στα ελληνοτουρκικά.
«Ο κίνδυνος αυτός θα εξέλιπε ή εν πάση περιπτώσει θα μετριαζόταν ουσιωδώς, θα ελαχιστοποιείτο, εάν μπορούσαμε να κάνουμε την οριοθέτηση αυτή. Η οριοθέτηση αυτή, κατά την άποψή μου, αποτελεί συνθήκη μακράς ειρήνης και ευημερίας για την περιοχή μας. Βεβαίως, θέλω να είμαι σαφής. Δεν πρόκειται να υπάρξει τέτοια κατάληξη, ει μη μόνον εάν διασφαλίζονται απολύτως τα εθνικά συμφέροντα και εφόσον υπάρχει η συναίνεση εκ μέρους του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας».
Ο σκοπός, όπως ανέφερε, μακροπρόθεσμα είναι να υπάρξει οριοθέτηση παντού και αυτό απαιτεί και το ίδιο το διεθνές δίκαιο.
Αυτό, σημείωσε όμως, «δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι εάν υπάρξει σύμπτωση θα προχωρήσουμε σε οριοθέτηση παντού. Είναι κάτι το οποίο είναι πάρα πολύ πρώιμο».
«Είμαστε πολύ μακριά από εκεί», ανέφερε. «Ακόμη είμαστε στο στάδιο να δούμε τι πρόκειται να συζητήσουμε. Και το τι πρόκειται να συζητήσουμε είναι για την ελληνική πλευρά πάρα πολύ σαφές. Το έχω δηλώσει επανειλημμένως ενώπιον της Βουλής, ότι είναι η μία και μόνη διαφορά μας που μπορεί να αχθεί ενώπιον της διεθνούς δικαιοδοσίας, η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Άρα, εφόσον υπάρξει κατανόηση για το εύρος της συζήτησης και τις αρχές επί των οποίων θα γίνει η συζήτηση αυτή, τότε και μόνον τότε θα προχωρήσουμε στα τεχνικά θέματα».
Γεραπετρίτης: Χρέος να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα που υπάρχει, διασφαλίζοντας στο ακέραιο τα εθνικά μας συμφέροντα
Η παραπομπή στη Χάγη, συμπλήρωσε είναι το τελικό στάδιο, το οποίο θα μπορούσε δυνητικώς να υπάρξει, εφόσον υπάρξει ένα συνυποσχετικό, εάν δηλαδή οι δύο χώρες καταλήξουν σε ό,τι αφορά το εύρος της διαφοράς, το οποίο άγεται ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου.Σημείωσε δε πως αυτή τη στιγμή «υπάρχει μία θετική ευνοϊκή συγκυρία, η οποία εξικνείται έως του σημείου να μπορέσουμε να επιλύσουμε διαφορές, για να μην δημιουργούμε και άλλους πυλώνες αστάθειας. Και από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα είναι πιο ισχυρή από ποτέ. Και όταν είσαι ισχυρός, τότε συζητάς με όρους, οι οποίοι είναι πολύ πιο δυνατοί».
Όπως σημείωσε, αναφερόμενος στην επικείμενη συνάντησή του με τον Τούρκο ομόλογό του, ο ίδιος είναι οπαδός της διαβουλευτικής δημοκρατίας.
«Πρέπει να συζητάμε διότι η αξία του δικού μας πολιτισμού είναι ακριβώς ότι μπορούμε να βρούμε λύσεις στα προβλήματά μας μέσα από τη συζήτηση. Εάν υπάρχει και από την απέναντι πλευρά η διάθεση μέσω της διαβουλευτικότητας να βρούμε λύση στο μεγάλο μας πρόβλημα, νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο».
«Αυτό είναι ένα χρέος, το οποίο έχουμε απέναντι στην κοινωνία σήμερα, αλλά και στις επόμενες γενιές, να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα που υπάρχει, έτσι ώστε να μπορέσουμε να διασφαλίσουμε στο ακέραιο τα εθνικά μας συμφέροντα, την ειρήνη, την ασφάλεια, την ευημερία επί μακρόν».
Τέλος, ερωτηθείς για το Κυπριακό, δήλωσε την ικανοποίηση της ελληνικής κυβέρνησης για το γεγονός ότι επανεκκίνησαν οι άμεσες συζητήσεις για το Κυπριακό. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, όπως ανέφερε, ότι ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ το έχει αναλάβει ως ένα προσωπικό έργο και έχουμε καταφέρει να μπορούμε και πάλι να φέρουμε στο προσκήνιο το Κυπριακό.
«Από μακρού χρόνου, η τουρκοκυπριακή ηγεσία έχει θέσει το ζήτημα της κυριαρχικής ισότητας, πρακτικά δηλαδή της ύπαρξης δύο κρατών. Το ζήτημα αυτό είναι εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι πολύ σαφείς και ομιλούν για Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία» επισήμανε και τόνισε:
«Δεν θα μπορούσε ούτε ο γενικός γραμματέας, ο οποίος είναι ακριβώς ο εκφραστής και ο αντιπρόσωπος του ΟΗΕ, να αποστεί από αυτό. Η θέση μας είναι πάρα πολύ σαφής και διαυγής και πάντοτε σε σύμπνοια με την Κυπριακή Δημοκρατία. Λύση θα πρέπει να υπάρξει εντός του πλαισίου του ΟΗΕ. Είναι χρήσιμο να συζητούν οι κοινότητες. Κανένα πρόβλημα δεν έχει βρει τη λύση του αν δεν έχει υπάρξει παραγωγική συζήτηση».