Η τελευταία αναφορά –σκόπιμη– στη Βουλή του Κυριάκου Μητσοτάκη με την οποία δικαιολόγησε γιατί δεν κάθισε να παρακολουθήσει την ομιλία του επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκου Παππά, αποτελούσε ευθεία αιχμή κατά του Αντώνη Σαμαρά, φέρνοντας έτσι στην επιφάνεια την πολυετή αντιπαλότητα που διακρίνει τις δύο οικογένειες. Είπε ο πρωθυπουργός: «Απόρησαν κάποιοι γιατί δεν παρακολούθησα την τοποθέτηση του κ. Νίκου Παππά. Θέλω να είμαι σαφής. Δεν αναγνωρίζω ως εκπρόσωπο της αξιωματικής αντιπολίτευσης έναν πολιτικό καταδικασμένο 13-0 από το Ειδικό Δικαστήριο, ούτε θα συνομιλήσω, ούτε θα χαριεντιστώ μαζί του και αυτό επιβάλλει ο κοινοβουλευτικός αυτοσεβασμός».

Η σχέση του Αντώνη Σαμαρά με την οικογένεια Μητσοτάκη

Κι όμως. Η σχέση του Αντώνη Σαμαρά με την οικογένεια Μητσοτάκη είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς, όταν ήταν ακόμα πολύ νέος –αν σκεφτεί κανείς ότι εξελέγη βουλευτής το 1977, σε ηλικία μόλις 26 ετών–, καθώς υπήρξε ευνοούμενος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Αρχικώς, βεβαίως, ήταν πολιτικό παιδί του Ευάγγελου Αβέρωφ. Μετά την ήττα της Νέας Δημοκρατίας στις ευρωεκλογές του 1984 με αρχηγό τον Ευάγγελο Αβέρωφ και την παραίτηση του τελευταίου και για λόγους υγείας, το κόμμα οδηγήθηκε σε εσωκομματικές εκλογές και τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους εξελέγη πρόεδρος της Ν.Δ. ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Ο Μητσοτάκης, εύστροφος πολιτικός, είδε στο πρόσωπο του Αντώνη Σαμαρά τον πολιτικό ο οποίος είχε μέλλον και θα μπορούσε να αποτελέσει ανάχωμα στον Μιλτιάδη Έβερτ, που, θέλοντας να εμφανίζεται ως εκπρόσωπος του «καραμανλισμού», αποτελούσε την εσωκομματική αντιπολίτευση στον αρχηγό τότε της Νέας Δημοκρατίας. Και τον εν δυνάμει «δελφίνο» στην περίπτωση που ο Μητσοτάκης έφευγε από την αρχηγία της Ν.Δ.


Υπουργός Οικονομικών 

Αυτή η εύνοια προς τον Αντώνη Σαμαρά στην πράξη εκδηλώθηκε όταν ο Μητσοτάκης τον τοποθέτησε υπουργό Οικονομικών στην κυβέρνηση συνεργασίας της Ν.Δ. με τον Συνασπισμό και πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη. Ήταν Ιούλιος του 1989. Η μεγάλη έκπληξη ως προς την πολιτική εξέλιξη του Αντώνη Σαμαρά ήρθε όταν η κυβέρνηση Τζαννετάκη αντικαταστάθηκε τον Νοέμβριο του ιδίου έτους από την οικουμενική κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου (ΚΚΕ και ΕΑΡ), υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα. Στην κυβέρνηση εκείνη ο Αντώνης Σαμαράς είχε τοποθετηθεί στη θέση του υπουργού των Εξωτερικών. Ήταν ο νεότερος υπουργός Εξωτερικών. Αυτή τη θέση τη διατήρησε και μετά τις εκλογές του Απριλίου του 1990, όταν τις εκλογές τις κέρδισε η Νέα Δημοκρατία και πέτυχε αυτοδυναμία συνεργαζόμενη με τον βουλευτή της Δημοκρατικής Ανανέωσης Θεόδωρο Κατσίκη. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης είχε πει, το 1992, έστω και αν η φράση του αποτελούσε ένα είδος προειδοποίησης προς τον Αντώνη Σαμαρά, αλλά και επιβεβαιωτική των αντιδράσεων που υπήρξαν για την υπουργοποίησή του: «Ο Σαμαράς είναι δικό μου παιδί, εγώ τον έκανα υπουργό, παρ’ όλη την έκπληξη που αισθάνθηκαν όλοι, και είναι αδιανόητο να έχει άλλη πολιτική από τη δική μου».

Διαφορετικές απόψεις

Η θέση εκείνη του υπουργού Εξωτερικών έμελλε στην ουσία να αποτελέσει και την αφετηρία μιας πολυετούς στη συνέχεια ρήξης του Σαμαρά με την οικογένεια Μητσοτάκη, καθώς οι σχέσεις διερράγησαν με αφορμή τις διαφορετικές απόψεις στο διαχρονικό και εν εκκρεμότητα ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, το λεγόμενο «μακεδονικό πρόβλημα». Πράγματι, η έντονη διαφωνία του Αντ. Σαμαρά ως υπουργού Εξωτερικών με τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για τον τρόπο χειρισμού του προβλήματος της ονομασίας της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας υπήρξε η αφορμή να αποπεμφθεί από το υπουργείο των Εξωτερικών. Στις 13 Απριλίου του 1992 είχε συγκληθεί το Συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή, για το φλέγον τότε ζήτημα της ονομασίας της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Υπήρξε ένταση στη σύσκεψη αυτή λόγω διαφοροποίησης του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος είχε παρουσιάσει στους πολιτικούς αρχηγούς – και, βεβαίως, στον ιδιαιτέρως ευαισθητοποιημένο Πρόεδρο της Δημοκρατίας– σχέδιο με επτά σημεία δράσης, που, όπως έλεγαν τα ρεπορτάζ της εποχής εκείνης, είχαν προκαλέσει την αντίδραση του Καραμανλή και του Μητσοτάκη.

Ο ίδιος, πάντως, ο Αντώνης Σαμαράς, χρόνια μετά, σε άρθρο του που είχε δημοσιευθεί στον «Ελεύθερο Τύπο», εξηγούσε τις θέσεις του: «Η επίσημη ελληνική θέση για το Μακεδονικό αποφασίστηκε στο Συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών και υπογράφηκε από τους ίδιους τους πολιτικούς αρχηγούς –και όχι από μένα– τον Απρίλιο του 1992. Κατηγορούμαι, λοιπόν, για μια πολιτική που άλλοι αποφάσισαν…».

Μια άλλη πτυχή της υπόθεσης την οποία αναφέρει στο βιβλίο του ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης είναι και η εξής. Αφορά μια συζήτηση που είχε στο Ευρωκοινοβούλιο με τον Ζοάο Πινέιρο, ο οποίος, ως υπουργός Εξωτερικών της Πορτογαλίας, όταν προήδρευε του Συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε., είχε υποβάλει μια συγκεκριμένη πρόταση για τη λύση του Μακεδονικού. Πινέιρο και Βαρβιτσιώτης, ως ευρωβουλευτές πλέον, συνέτρωγαν όταν παραδίπλα αντελήφθησαν τον Αντώνη Σαμαρά, επίσης ευρωβουλευτή. Και τότε λέει ο Πινέιρο στον Βαρβιτσιώτη: «Μην τα ρίχνετε όλα στον Σαμαρά. Βεβαίως έχει βαριές ευθύνες, διότι πρωτοστάτησε ώστε η πρότασή μου να μην ευοδωθεί. Αλλά και ο Μητσοτάκης τότε είχε φοβηθεί την κοινή γνώμη και την πτώση της κυβέρνησής του, γι’ αυτό και προέβαλε κι εκείνος αντιρρήσεις. Όλοι σας, κυβέρνηση και αντιπολίτευση της εποχής εκείνης, έχετε ευθύνη. Φοβηθήκατε την κοινή γνώμη, την οποία όμως εσείς είχατε ντο - πάρει. Κινηθήκατε όλοι σας από πολιτικά συμφέροντα. Κι έτσι χάσατε μια μάχη στην οποία εσείς οι ίδιοι είχατε δώσει τεράστια βαρύτητα...».

Υπήρξε ένταση στη σύσκεψη για την ονομασία των Σκοπίων λόγω της διαφοροποίησης Σαμαρά, ο οποίος είχε παρουσιάσει στους πολιτικούς αρχηγούς –και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας– σχέδιο με επτά σημεία δράσης

 

Η παραίτηση

Τον Οκτώβριο του 1992 ο Αντώνης Σαμαράς παραιτήθηκε από βουλευτής, αποχώρησε από τη Νέα Δημοκρατία και μερικούς μήνες μετά, συγκεκριμένα στις 30 Ιουνίου του 1993, ίδρυσε την Πολιτική Άνοιξη. Μερικούς μήνες μετά την ίδρυση της ΠΟΛ.ΑΝ. δύο βουλευτές της Ν.Δ. αποχώρησαν από αυτήν και προσχώρησαν στο κόμμα Σαμαρά, διατηρώντας όμως την έδρα τους ως ανεξάρτητοι. Ένας ήταν ο βουλευτής Ηλείας Στέφανος Στεφανόπουλος και ο άλλος ο Γιώργος Συμπιλίδης, βουλευτής Κιλκίς. Με τις αποχωρήσεις αυτές η Ν.Δ. και ο Κώστας Μητσοτάκης έχασαν ουσιαστικώς τη δεδηλωμένη, καθώς το κόμμα είχε μείνει μόνο με 150 βουλευτές. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον Κ. Μητσοτάκη να προκηρύξει εκλογές για τον Οκτώβριο του 1993, τις οποίες έχασε. Ο Σαμαράς έπαιρνε τη ρεβάνς.

Η εκλογική ήττα της Νέας Δημοκρατίας το 2009 και η παραίτηση από την αρχηγία του κόμματος του Κώστα Καραμανλή άνοιξαν τον δρόμο στον Αντώνη Σαμαρά για να διεκδικήσει την προεδρία του κόμματος, που είχε ήδη περιέλθει στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στις 15 Οκτωβρίου του 2009 ο Αντώνης Σαμαράς ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του και με τη στήριξη του Δημήτρη Αβραμόπουλου, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε αποσύρει τη δική του υποψηφιότητα. Στις 29 Νοεμβρίου του 2009 εκλέχτηκε πρόεδρος της Ν.Δ. με ποσοστό 50,06%, έναντι 39,72% της Ντόρας Μπακογιάννη και 10,22% του Παναγιώτη Ψωμιάδη.

Η αρχηγία του Αντώνη Σαμαρά και η εσωκομματική νίκη του έναντι της Ντόρας Μπακογιάννη μάλλον επανενεργοποίησαν το παραδοσιακό ρήγμα στις σχέσεις των δύο πολιτικών οικογενειών. Ας μη λησμονείται άλλωστε ότι χρειάστηκαν προσπάθειες του Κώστα Καραμανλή να πείσει την Ντόρα Μπακογιάννη να επανέλθει στις τάξεις της Ν.Δ. ο Αντώνης Σαμαράς. Η ύπαρξη του ρήγματος επιβεβαιώθηκε όταν ως αρχηγός του κόμματος ο Αντώνης Σαμαράς έθεσε εκτός της Ν.Δ. την Ντόρα Μπακογιάννη μετά τη θετική της ψήφο στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου με τα νέα οικονομικά μέτρα που ελήφθησαν στο πλαίσιο της οικονομικής στήριξης της χώρας μας από Ε.Ε., ΕΚΤ και ΔΝΤ.

Η Ντόρα Μπακογιάννη επέστρεψε στο κόμμα μετά τις πρώτες εκλογές του 2012. Δεν της παραχώρησε όμως ποτέ υπουργικό χαρτοφυλάκιο. Αντιθέτως, ενώ είχε κόψει επαφή μαζί της, ο Αντώνης Σαμαράς έριξε γέφυρες στην οικογένεια Μητσοτάκη υπουργοποιώντας τον αδελφό της, Κυριάκο Μητσοτάκη. Τον είχε τοποθετήσει στη θέση του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, στην οποία παρέμεινε από τον Ιούνιο του 2013 έως τον Ιανουάριο του 2015.

Μείζον ζήτημα εξωτερικής πολιτικής ήταν αυτό που διέρρηξε τις σχέσεις του Σαμαρά με τους Μητσοτάκηδες. Ζήτημα εξωτερικής πολιτικής –οι ελληνοτουρκικές σχέσεις– είναι που σήμερα το εν υπνώσει ρήγμα άνοιξε, προκαλώντας σεισμικούς τριγμούς στο κυβερνών κόμμα. Άλλωστε, η Νέα Δημοκρατία είναι συνηθισμένη σε σεισμικές δονήσεις. Είναι ο Ιάπωνας του πολιτικού συστήματος.

*Δημοσιεύθηκε στα «Παραπολιτικά»